Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου2 Νοεμβρίου

Των Αγίων Ακινδύνου, Πηγασίου, Αφθονίου, Ελπιδηφόρου και Ανεμποδίστου των Μαρτύρων κ.α.

   Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ 

Άγιοι πέντε ΜάρτυρεςΤω αυτώ μηνί Β’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ακινδύνου, Πηγασίου, Αφθονίου, Ελπιδηφόρου, και Ανεμποδίστου (1).

Ακίνδυνον πυρ των δε λοιπών τεσσάρων,
Ους μεν, το πυρ έκτεινεν, ους δε, το ξίφος.

Δευτέρη Αφθονίω και τέτρασι πυρ άορ άθλος.

Ούτοι οι Άγιοι εκατάγοντο από την γην των Περσών, και είχον την πρώτην τιμήν και αξίαν κοντά εις τον βασιλέα Σαβώριον, εν έτει τλ’ [330]. Επειδή δε ο Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος, ηγάπουν άκρως την ευσέβειαν, δια τούτο επιάσθησαν από τον βασιλέα, και κρεμασθέντες εδάρθησαν. Έπειτα εκάησαν εις τας πλευράς, ο δε βασιλεύς άρχισε να βλασφημή εις τον Χριστόν. Όθεν οι Άγιοι δια θαύματος έκαμαν αυτόν βουβόν και άφωνον, και πάλιν ιάτρευσαν αυτόν από την αφωνίαν. Έπειτα βάλλονται επάνω εις κρεββάτια σιδηρά και πεπυρωμένα, βροχής δε γενομένης, η φλόγα εσβέσθη. Επειδή δε με την προσευχήν τους κατεκρήμνισαν το είδωλον του Διος, δια τούτο βάλλονται μέσα εις καζάνια γεμάτα από βρασμένον μολύβι. Και αβλαβείς φυλαχθέντες, τραβίζουν εις την του Χριστού πίστιν τον Άγιον Αφθόνιον, ο οποίος ευθύς οπού επίστευσεν, απεκεφαλίσθη, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Είτα βάλλονται μέσα εις θυλακούρια βοδινά, και ριφθέντες εις την θάλασσαν, μένουσιν αβλαβείς υπό της θείας χάριτος. Όθεν δια του θαύματος τούτου, τραβίζουν εις την πίστιν του Χριστού τον Ελπιδηφόρον, ο οποίος ήτον πρώτος της βασιλικής συγκλήτου. Ομού δε με αυτόν, τραβίζουν και επτά χιλιάδας ανθρώπους εις την της αληθείας επίγνωσιν, οίτινες όλοι απεκεφαλίσθησαν. Ο δε Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος και οι μετ’ αυτών, ρίπτονται μέσα εις ένα λάκκον, γεμάτον από θηρία. Και επειδή δεν έπαθον καμμίαν βλάβην, δια τούτο ετράβιξαν εις την ευσέβειαν την μητέρα του βασιλέως. Όθεν τελευταίον βαλθέντες μέσα εις κάμινον πυρός, έλαβον του μαρτυρίου το τέλος, ομού και τους στεφάνους. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών, όρα εις τον Νέον Παράδεισον.)

(1) Τούτων το Μαρτύριον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Ει και πρώτοι Πέρσαι». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Τη αυτή ημέρα οι Άγιοι Μάρτυρες οι από της συγκλήτου βουλής, ξίφει τελειούνται.

Συγκλητικοί ποθούντες άφθαρτον γέρας,
Συγκλητικά τμηθέντες αρνούνται γέρα.

Ούτοι ήτον στρατιώται εις την Σεβάστειαν, κατά τους χρόνους Λικινίου βασιλέως, εν έτει τιε’ [315], εξετασθέντες δε από τον Αυξάνιον άρχοντα της Σεβαστείας, και από τον Μάρκελλον Δούκα, και από τον Μάρκον Αγρικόλαον, ετιμωρήθησαν με διαφόρους βασάνους. Τελευταίον δε ερρίφθησαν εις το πυρ, και ούτω παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ευδοξίου, Αγαπίου, και ετέρων οκτώ.

Το πυρ αριστείς καρτερήσαντες δέκα,
Προς την αρίστην λήξιν ήκον οι δέκα.

Ούτοι οι Άγιοι ήτον στρατιώται εις την πόλιν Σεβάστειαν, κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου, εν έτει τιε’ [315], εξετασθέντες δε από τον άρχοντα της Σεβαστείας Αυξάνιον ονόματι, και από τον Δούκα Μάρκελλον, και από τον Μάρκον Αγρικόλαον, ετιμωρήθησαν με διαφόρους βασάνους. Τελευταίον δε, ερρίφθησαν εις το πυρ, και ούτω παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού λαβόντες παρ’ αυτού τους στεφάνους του μαρτυρίου.

*

Αι Άγιαι Μάρτυρες Κυριακή, Δομνίνα, και Δόμνα, ξίφει τελειούνται.

Κυριακή Δομνίνα και σεπτή Δόμνα,
Ως σεπτόν αι τρεις εκ ξίφους εύρον τέλος.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μαρκιανού του εν τη Κύρω.

Χους Μαρκιανέ τυγχάνων εις χουν λύη,
Το δόγμα του πλάσαντος ουκ έχων λύειν.

Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών Μαρκιανός, είχε πατρίδα την Κύρον. Αφήσας δε την πατρίδα και την περιφάνειαν του γένους του, επήγεν εις τον ομφαλόν της ερήμου, και εκεί κτίσας ένα τόσον μικρόν κελλάκι, όσον δια να σκεπάζη μόνον το σώμα του, εκλείσθη μέσα εις αυτό, τρίχινα ράσα φορών, ήτοι υφασμένα από γηδίσσας τρίχας. Το δε φαγητόν του ήτον, το να τρώγη τρεις ουγγίας ψωμί, ήτοι εικοσιτέσσαρα δράμια, κάθε βράδι. Έπινε δε και τόσον ολίγον νερόν, όσον μόνον δια να ζη. Αφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός, απόκτησε δύω μαθητάς, τον Ευσέβειον, λέγω, όστις έγινε και κληρονόμος της καλύβης του, και τον Αγαπητόν, όστις την αγγελικήν αυτήν πολιτείαν μετεφύτευσεν εις την Απάμειαν. Και αυτοί γαρ έκτισαν μικράς καλύβας και ησύχαζον εις αυτάς. Ούτος ο Όσιος έγκλειστος ώντας πάντοτε, δεν απόκτησε ποτέ λυχνάρι. Αλλά φως θεϊκόν άστραπτεν αυτόν κατά τον καιρόν της νυκτός, και έδειχνεν εις αυτόν την σύνθεσιν των γραμμάτων όθεν έβλεπε και εδιάβαζεν. Είχε γαρ μαζί του ένα μικρόν ψαλτήριον εις ανάγνωσιν. Επειδή δε μίαν φοράν ευγήκεν από την πλησιάζουσαν έρημον ένας μεγαλώτατος δράκων, όστις εφοβέριζεν, ότι έχει να προξενήση θάνατον και φθοράν, δια τούτο εταράχθησαν οι συνασκηταί του. Ο δε Άγιος με το δάκτυλόν του μεν, ετύπωσε τον σταυρόν εις τον δράκοντα, με το στόμα του δε, ενεφύσησεν εις αυτόν, και ω του θαύματος! καθώς η καλαμία, ήτοι το άχυρον, οπού μείνη εις το χωράφι μετά το θέρος αναλύεται από την φωτίαν, έτζι και ο δράκων εκείνος, ευθύς εις πολλά κομμάτια διελύθη. Μίαν φοράν επήγεν εις αυτόν ο της Αντιοχείας Επίσκοπος Φλαβιανός, και ο της Κύρου Επίσκοπος, και άλλοι μερικοί Επίσκοποι, και ονομαστοί άνδρες και λόγιοι, οίτινες προτείναντες πολλά ρητά εκ της θείας Γραφής, επαρακάλεσαν αυτόν δια να εύγη έξω από το κελλίον του, χάριν της των αδελφών ωφελείας (2). Αλλ’ ο Άγιος, ουδέ να ακούση ταύτα υπέφερεν, αλλ’ έμεινεν εις το κελλίον του έγκλειστος. Ούτος επίστρεψε πολλούς από διαφόρους αιρέσεις εις την αληθή και Ορθόδοξον πίστιν.

Μίαν φοράν η κατά σάρκα αδελφή του Αγίου πέρνουσα από την πόλιν Κύρον φαγητά τινα αρμόδια εις τοιούτον ασκητήν, πέρνουσα δε και τον υιόν της μαζί, επήγεν εις τον Όσιον. Ο δε Όσιος, την μεν αδελφήν δεν ηθέλησε να ιδή, τον δε υιόν της και ανεψιόν του, εδέχθη μετά χαράς, χωρίς να λάβη από αυτόν κανένα τι δώρον. Ο δε ανεψιός του επέμενε παρακαλών αυτόν να δεχθή εκείνα οπού τω έφερεν. Όθεν ερώτησεν αυτόν ο Όσιος. Όταν ήρχεσθε εις εμένα, πόσα Μοναστήρια και καλύβας ασκητικάς επεράσατε; Και εις ποίους εδώκατε εκ των δώρων σας; Ο δε ανεψιός απεκρίθη. Εις κανένα δεν εδώκαμεν τίποτε. Τότε ο Όσιος, πηγαίνετε, είπεν, οπίσω, έχοντες μαζί σας εκείνα οπού μοι εφέρετε. Επειδή δια την φυσικήν συγγένειαν, και όχι δια την αγάπην την προς τον Θεόν και οικειότητα, ταύτα μοι εφέρετε. Ο θαυμάσιος ούτος Μαρκιανός έγινεν εις όλους μέγας και περιβόητος, και ποθητός, όχι μόνον εις τους πλησιοχώρους, αλλά και εις τους μακράν κατοικούντας. Επειδή δε έμαθεν, ότι πολλοί εμάχοντο και εφιλονείκουν δια να πάρουν το σώμα του αφ’ ου αποθάνη, και ήδη ετοίμασαν σεντούκια και θήκας, δια να το βάλουν μέσα, και Ναούς οικοδόμησαν εις το όνομά του, επειδή λέγω τούτο έμαθεν ο Όσιος, ώρκισε τον πρώτον του μαθητήν Ευσέβιον, να κρύψη μετά θάνατον το σώμα του εις τόπον απόκρυφον, μακράν από την καλύβην του. Και ταύτα διατάξας, απήλθε προς Κύριον.

(2) Τον Βίον του Οσίου τούτου, γράφει ο Θεοδώρητος εν τω τρίτω αριθμώ της Φιλόθεου Ιστορίας, αφ’ ου ερανίσθη και το Συναξαριον τούτο. Προσθέτει δε αυτός εκεί, ότι οι ανωτέρω Επίσκοποι, παρεκάλουν τον Όσιον δια να λαλήση λόγον ωφελείας. Ο δε Όσιος μεγάλως στενάξας είπεν (αυτολεξεί δε μεταχειρίζομαι εδώ τα λόγια του Θεοδωρήτου)· «Ο των όλων Θεός καθ’ εκάστην ημέραν, και δια της κτίσεως φθέγγεται, και δια των θείων Γραφών διαλέγεται, και παραινεί τα δέοντα, και εισηγείται τα συμφέροντα. Και απειλαίς δεδίττεται, και προτρέπει ταις υποσχέσεσι. Και όνησιν ουδεμίαν καρπούμεθα. Πώς τοίνυν Μαρκιανός φθεγγόμενος, ωφελήσειε, τοσαύτην ωφέλειαν μετά των άλλων αποπεμπόμενος; Και όνησιν εκείθεν εύρασθαι μη βουλόμενος;» Προσθέττει δε και ότι ο Όσιος ούτος εδίωξεν ένα δαιμόνιον δια μέσου ενός λαδικού, το οποίον έβαλεν ο διακονητής του εις την θύραν του κελλίου του. Επετίμησεν όμως τον διακονητήν ο Άγιος, διατί τούτο εποίησε. Και εφοβέρισε να τον διώξη, εάν κάμη τοιούτον άλλην φοράν. Δεν ήθελε γαρ ο Όσιος να δείχνη εις τους ανθρώπους την αρετήν αυτού.

Μίαν φοράν ένας περιβόητος ασκητής, Άβιτος καλούμενος, ακούων την αρετήν του Μαρκιανού τούτου, επήγε δια να τον ιδή. Ο δε Μαρκιανός επρόσταξε τον μαθητήν του Ευσέβιον να μαγειρεύση όσπρια και λάχανα, δια να ευφρανθούν μετά του Αβίτου. Αφ’ ου δε ανέγνωσαν την ενάτην ώραν, εκάλεσεν αυτόν ο Μαρκιανός εις την τράπεζαν. Εκείνος δε είπεν, ότι προ του εσπερινού, δεν έχει συνήθειαν να τρώγη, πολλάκις δε και δύω και τρεις ημέρας μένει άσιτος. Ο δε Μαρκιανός πάλιν εκάλεσεν αυτόν να φάγη δια την αγάπην του. Επειδή όμως δεν τον έπειθε, εστέναξε και είπεν· «Αλλ’ εγώ τε αθυμώ λίαν και δάκνομαι την ψυχήν. Ότι τοσούτον υπέμεινας πόνον, ίνα τινά φιλόπονον και φιλόσοφον ίδης. Και της ελπίδος ψευσθείς, κάπηλόν τινα και άσωτον αντί φιλοσόφου τεθέασαι». Τόσον δε ελυπήθη ο Άβιτος, ώστε οπού επροτιμούσε κάλλιον να ήθελε φάγη κρέας, παρά οπού ήκουσε τοιαύτα λόγια. Τότε λέγει προς αυτόν ο Μαρκιανός· «Και ημείς, αδελφέ, την ιδίαν πολιτείαν την εδικήν σου αγαπώμεν, και προτιμώμεν τους κόπους από την ανάπαυσιν. Και την νηστείαν από την τροφήν. Και όταν νυκτώση, τότε τρώγομεν». «Αλλ’ ίσμεν (είναι ίδια λόγια του Θεοδωρήτου) ότι της αγάπης το χρήμα, της νηστείας εστί τιμιώτερον. Το μεν γαρ, της θείας έργον νομοθεσίας. Το δε, της ημών αυτών εξουσίας. Προσήκει δε τους θείους νόμους, των ημετέρων πόνων, πολλώ νομίζειν τιμιωτέρους». Όθεν επιφέρει· «Τις τοίνυν ουκ αν θαυμάσειε τούδε του ανδρός την σοφίαν; Υφ’ ης κυβερνώμενος, ήδει μεν νηστείας, ήδει δε φιλοσοφίας και φιλαδελφίας καιρόν; Ήδει δε και των της αρετής μορίων το διάφορον; Και ποίον ποίω προσήκει παραχωρείν; Και τίνι κατά καιρόν διδόναι τα νικητήρια;»

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιοι πέντε ΜάρτυρεςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Β΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀκινδύνου, Πηγασίου, Ἀφθονίου, Ἐλπιδηφόρου, καὶ Ἀνεμποδίστου (1).

Ἀκίνδυνον πῦρ τῶν δὲ λοιπῶν τεσσάρων,
Οὓς μέν, τὸ πῦρ ἔκτεινεν, οὓς δέ, τὸ ξίφος.

Δευτέρῃ Ἀφθονίῳ καὶ τέτρασι πῦρ ἄορ ἆθλος.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἐκατάγοντο ἀπὸ τὴν γῆν τῶν Περσῶν, καὶ εἶχον τὴν πρώτην τιμὴν καὶ ἀξίαν κοντὰ εἰς τὸν βασιλέα Σαβώριον, ἐν ἔτει τλ΄ [330]. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἀκίνδυνος, Πηγάσιος καὶ Ἀνεμπόδιστος, ἠγάπουν ἄκρως τὴν εὐσέβειαν, διὰ τοῦτο ἐπιάσθησαν ἀπὸ τὸν βασιλέα, καὶ κρεμασθέντες ἐδάρθησαν. Ἔπειτα ἐκάησαν εἰς τὰς πλευράς, ὁ δὲ βασιλεὺς ἄρχισε νὰ βλασφημῇ εἰς τὸν Χριστόν. Ὅθεν οἱ Ἅγιοι διὰ θαύματος ἔκαμαν αὐτὸν βουβὸν καὶ ἄφωνον, καὶ πάλιν ἰάτρευσαν αὐτὸν ἀπὸ τὴν ἀφωνίαν. Ἔπειτα βάλλονται ἐπάνω εἰς κρεββάτια σιδηρᾶ καὶ πεπυρωμένα, βροχῆς δὲ γενομένης, ἡ φλόγα ἐσβέσθη. Ἐπειδὴ δὲ μὲ τὴν προσευχήν τους κατεκρήμνισαν τὸ εἴδωλον τοῦ Διός, διὰ τοῦτο βάλλονται μέσα εἰς καζάνια γεμάτα ἀπὸ βρασμένον μολύβι. Καὶ ἀβλαβεῖς φυλαχθέντες, τραβίζουν εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν τὸν Ἅγιον Ἀφθόνιον, ὁ ὁποῖος εὐθὺς ὁποῦ ἐπίστευσεν, ἀπεκεφαλίσθη, καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Εἶτα βάλλονται μέσα εἰς θυλακούρια βοδινά, καὶ ῥιφθέντες εἰς τὴν θάλασσαν, μένουσιν ἀβλαβεῖς ὑπὸ τῆς θείας χάριτος. Ὅθεν διὰ τοῦ θαύματος τούτου, τραβίζουν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τὸν Ἐλπιδηφόρον, ὁ ὁποῖος ἦτον πρῶτος τῆς βασιλικῆς συγκλήτου. Ὁμοῦ δὲ μὲ αὐτόν, τραβίζουν καὶ ἑπτὰ χιλιάδας ἀνθρώπους εἰς τὴν τῆς ἀληθείας ἐπίγνωσιν, οἵτινες ὅλοι ἀπεκεφαλίσθησαν. Ὁ δὲ Ἀκίνδυνος, Πηγάσιος καὶ Ἀνεμπόδιστος καὶ οἱ μετ’ αὐτῶν, ῥίπτονται μέσα εἰς ἕνα λάκκον, γεμάτον ἀπὸ θηρία. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔπαθον κᾀμμίαν βλάβην, διὰ τοῦτο ἐτράβιξαν εἰς τὴν εὐσέβειαν τὴν μητέρα τοῦ βασιλέως. Ὅθεν τελευταῖον βαλθέντες μέσα εἰς κάμινον πυρός, ἔλαβον τοῦ μαρτυρίου τὸ τέλος, ὁμοῦ καὶ τοὺς στεφάνους. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῶν, ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον.)

(1) Τούτων τὸ Μαρτύριον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Εἰ καὶ πρῶτοι Πέρσαι». (Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες οἱ ἀπὸ τῆς συγκλήτου βουλῆς, ξίφει τελειοῦνται.

Συγκλητικοὶ ποθοῦντες ἄφθαρτον γέρας,
Συγκλητικὰ τμηθέντες ἀρνοῦνται γέρα.

Οὗτοι ἦτον στρατιῶται εἰς τὴν Σεβάστειαν, κατὰ τοὺς χρόνους Λικινίου βασιλέως, ἐν ἔτει τιε΄ [315], ἐξετασθέντες δὲ ἀπὸ τὸν Αὐξάνιον ἄρχοντα τῆς Σεβαστείας, καὶ ἀπὸ τὸν Μάρκελλον Δοῦκα, καὶ ἀπὸ τὸν Μάρκον Ἀγρικόλαον, ἐτιμωρήθησαν μὲ διαφόρους βασάνους. Τελευταῖον δὲ ἐρρίφθησαν εἰς τὸ πῦρ, καὶ οὕτω παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

*

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐδοξίου, Ἀγαπίου, καὶ ἑτέρων ὀκτώ.

Τὸ πῦρ ἀριστεῖς καρτερήσαντες δέκα,
Πρὸς τὴν ἀρίστην λῆξιν ἧκον οἱ δέκα.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον στρατιῶται εἰς τὴν πόλιν Σεβάστειαν, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου, ἐν ἔτει τιε΄ [315], ἐξετασθέντες δὲ ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Σεβαστείας Αὐξάνιον ὀνόματι, καὶ ἀπὸ τὸν Δοῦκα Μάρκελλον, καὶ ἀπὸ τὸν Μάρκον Ἀγρικόλαον, ἐτιμωρήθησαν μὲ διαφόρους βασάνους. Τελευταῖον δέ, ἐρρίφθησαν εἰς τὸ πῦρ, καὶ οὕτω παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ λαβόντες παρ’ αὐτοῦ τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

*

Αἱ Ἅγιαι Μάρτυρες Κυριακή, Δομνίνα, καὶ Δόμνα, ξίφει τελειοῦνται.

Κυριακὴ Δομνίνα καὶ σεπτὴ Δόμνα,
Ὡς σεπτὸν αἱ τρεῖς ἐκ ξίφους εὗρον τέλος.

*

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μαρκιανοῦ τοῦ ἐν τῇ Κύρῳ.

Χοῦς Μαρκιανὲ τυγχάνων εἰς χοῦν λύῃ,
Τὸ δόγμα τοῦ πλάσαντος οὐκ ἔχων λύειν.

Οὗτος ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Μαρκιανός, εἶχε πατρίδα τὴν Κύρον. Ἀφήσας δὲ τὴν πατρίδα καὶ τὴν περιφάνειαν τοῦ γένους του, ἐπῆγεν εἰς τὸν ὀμφαλὸν τῆς ἐρήμου, καὶ ἐκεῖ κτίσας ἕνα τόσον μικρὸν κελλάκι, ὅσον διὰ νὰ σκεπάζῃ μόνον τὸ σῶμά του, ἐκλείσθη μέσα εἰς αὐτό, τρίχινα ῥάσα φορῶν, ἤτοι ὑφασμένα ἀπὸ γηδίσσας τρίχας. Τὸ δὲ φαγητόν του ἦτον, τὸ νὰ τρώγῃ τρεῖς οὐγγίας ψωμί, ἤτοι εἰκοσιτέσσαρα δράμια, κάθε βράδι. Ἔπινε δὲ καὶ τόσον ὀλίγον νερόν, ὅσον μόνον διὰ νὰ ζῇ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασε μερικὸς καιρός, ἀπόκτησε δύω μαθητάς, τὸν Εὐσέβειον, λέγω, ὅστις ἔγινε καὶ κληρονόμος τῆς καλύβης του, καὶ τὸν Ἀγαπητόν, ὅστις τὴν ἀγγελικὴν αὐτὴν πολιτείαν μετεφύτευσεν εἰς τὴν Ἀπάμειαν. Καὶ αὐτοὶ γὰρ ἔκτισαν μικρὰς καλύβας καὶ ἡσύχαζον εἰς αὐτάς. Οὗτος ὁ Ὅσιος ἔγκλειστος ὤντας πάντοτε, δὲν ἀπόκτησε ποτὲ λυχνάρι. Ἀλλὰ φῶς θεϊκὸν ἄστραπτεν αὐτὸν κατὰ τὸν καιρὸν τῆς νυκτός, καὶ ἔδειχνεν εἰς αὐτὸν τὴν σύνθεσιν τῶν γραμμάτων ὅθεν ἔβλεπε καὶ ἐδιάβαζεν. Εἶχε γὰρ μαζί του ἕνα μικρὸν ψαλτήριον εἰς ἀνάγνωσιν. Ἐπειδὴ δὲ μίαν φορὰν εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν πλησιάζουσαν ἔρημον ἕνας μεγαλώτατος δράκων, ὅστις ἐφοβέριζεν, ὅτι ἔχει νὰ προξενήσῃ θάνατον καὶ φθοράν, διὰ τοῦτο ἐταράχθησαν οἱ συνασκηταί του. Ὁ δὲ Ἅγιος μὲ τὸ δάκτυλόν του μέν, ἐτύπωσε τὸν σταυρὸν εἰς τὸν δράκοντα, μὲ τὸ στόμα του δέ, ἐνεφύσησεν εἰς αὐτόν, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! καθὼς ἡ καλαμία, ἤτοι τὸ ἄχυρον, ὁποῦ μείνῃ εἰς τὸ χωράφι μετὰ τὸ θέρος ἀναλύεται ἀπὸ τὴν φωτίαν, ἔτζι καὶ ὁ δράκων ἐκεῖνος, εὐθὺς εἰς πολλὰ κομμάτια διελύθη. Μίαν φορὰν ἐπῆγεν εἰς αὐτὸν ὁ τῆς Ἀντιοχείας Ἐπίσκοπος Φλαβιανός, καὶ ὁ τῆς Κύρου Ἐπίσκοπος, καὶ ἄλλοι μερικοὶ Ἐπίσκοποι, καὶ ὀνομαστοὶ ἄνδρες καὶ λόγιοι, οἵτινες προτείναντες πολλὰ ῥητὰ ἐκ τῆς θείας Γραφῆς, ἐπαρακάλεσαν αὐτὸν διὰ νὰ εὔγῃ ἔξω ἀπὸ τὸ κελλίον του, χάριν τῆς τῶν ἀδελφῶν ὠφελείας (2). Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος, οὐδὲ νὰ ἀκούσῃ ταῦτα ὑπέφερεν, ἀλλ’ ἔμεινεν εἰς τὸ κελλίον του ἔγκλειστος. Οὗτος ἐπίστρεψε πολλοὺς ἀπὸ διαφόρους αἱρέσεις εἰς τὴν ἀληθῆ καὶ Ὀρθόδοξον πίστιν.

Μίαν φορὰν ἡ κατὰ σάρκα ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου πέρνουσα ἀπὸ τὴν πόλιν Κύρον φαγητά τινα ἁρμόδια εἰς τοιοῦτον ἀσκητήν, πέρνουσα δὲ καὶ τὸν υἱόν της μαζί, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ὅσιον. Ὁ δὲ Ὅσιος, τὴν μὲν ἀδελφὴν δὲν ἠθέλησε νὰ ἰδῇ, τὸν δὲ υἱόν της καὶ ἀνεψιόν του, ἐδέχθη μετὰ χαρᾶς, χωρὶς νὰ λάβῃ ἀπὸ αὐτὸν κᾀνένα τι δῶρον. Ὁ δὲ ἀνεψιός του ἐπέμενε παρακαλῶν αὐτὸν νὰ δεχθῇ ἐκεῖνα ὁποῦ τῷ ἔφερεν. Ὅθεν ἐρώτησεν αὐτὸν ὁ Ὅσιος. Ὅταν ἤρχεσθε εἰς ἐμένα, πόσα Μοναστήρια καὶ καλύβας ἀσκητικὰς ἐπεράσατε; Καὶ εἰς ποίους ἐδώκατε ἐκ τῶν δώρων σας; Ὁ δὲ ἀνεψιὸς ἀπεκρίθη. Εἰς κᾀνένα δὲν ἐδώκαμεν τίποτε. Τότε ὁ Ὅσιος, πηγαίνετε, εἶπεν, ὀπίσω, ἔχοντες μαζί σας ἐκεῖνα ὁποῦ μοι ἐφέρετε. Ἐπειδὴ διὰ τὴν φυσικὴν συγγένειαν, καὶ ὄχι διὰ τὴν ἀγάπην τὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ οἰκειότητα, ταῦτά μοι ἐφέρετε. Ὁ θαυμάσιος οὗτος Μαρκιανὸς ἔγινεν εἰς ὅλους μέγας καὶ περιβόητος, καὶ ποθητός, ὄχι μόνον εἰς τοὺς πλησιοχώρους, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς μακρὰν κατοικοῦντας. Ἐπειδὴ δὲ ἔμαθεν, ὅτι πολλοὶ ἐμάχοντο καὶ ἐφιλονείκουν διὰ νὰ πάρουν τὸ σῶμά του ἀφ’ οὗ ἀποθάνῃ, καὶ ἤδη ἑτοίμασαν σεντούκια καὶ θήκας, διὰ νὰ τὸ βάλουν μέσα, καὶ Ναοὺς οἰκοδόμησαν εἰς τὸ ὄνομά του, ἐπειδὴ λέγω τοῦτο ἔμαθεν ὁ Ὅσιος, ὥρκισε τὸν πρῶτόν του μαθητὴν Εὐσέβιον, νὰ κρύψῃ μετὰ θάνατον τὸ σῶμά του εἰς τόπον ἀπόκρυφον, μακρὰν ἀπὸ τὴν καλύβην του. Καὶ ταῦτα διατάξας, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον.

(2) Τὸν Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου, γράφει ὁ Θεοδώρητος ἐν τῷ τρίτῳ ἀριθμῷ τῆς Φιλόθεου Ἱστορίας, ἀφ’ οὗ ἐρανίσθη καὶ τὸ Συναξαριον τοῦτο. Προσθέτει δὲ αὐτὸς ἐκεῖ, ὅτι οἱ ἀνωτέρω Ἐπίσκοποι, παρεκάλουν τὸν Ὅσιον διὰ νὰ λαλήσῃ λόγον ὠφελείας. Ὁ δὲ Ὅσιος μεγάλως στενάξας εἶπεν (αὐτολεξεὶ δὲ μεταχειρίζομαι ἐδῶ τὰ λόγια τοῦ Θεοδωρήτου)· «Ὁ τῶν ὅλων Θεὸς καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, καὶ διὰ τῆς κτίσεως φθέγγεται, καὶ διὰ τῶν θείων Γραφῶν διαλέγεται, καὶ παραινεῖ τὰ δέοντα, καὶ εἰσηγεῖται τὰ συμφέροντα. Καὶ ἀπειλαῖς δεδίττεται, καὶ προτρέπει ταῖς ὑποσχέσεσι. Καὶ ὄνησιν οὐδεμίαν καρπούμεθα. Πῶς τοίνυν Μαρκιανὸς φθεγγόμενος, ὠφελήσειε, τοσαύτην ὠφέλειαν μετὰ τῶν ἄλλων ἀποπεμπόμενος; Καὶ ὄνησιν ἐκεῖθεν εὕρασθαι μὴ βουλόμενος;» Προσθέττει δὲ καὶ ὅτι ὁ Ὅσιος οὗτος ἐδίωξεν ἕνα δαιμόνιον διὰ μέσου ἑνὸς λαδικοῦ, τὸ ὁποῖον ἔβαλεν ὁ διακονητής του εἰς τὴν θύραν τοῦ κελλίου του. Ἐπετίμησεν ὅμως τὸν διακονητὴν ὁ Ἅγιος, διατὶ τοῦτο ἐποίησε. Καὶ ἐφοβέρισε νὰ τὸν διώξῃ, ἐὰν κάμῃ τοιοῦτον ἄλλην φοράν. Δὲν ἤθελε γὰρ ὁ Ὅσιος νὰ δείχνῃ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀρετὴν αὐτοῦ.

Μίαν φορὰν ἕνας περιβόητος ἀσκητής, Ἄβιτος καλούμενος, ἀκούων τὴν ἀρετὴν τοῦ Μαρκιανοῦ τούτου, ἐπῆγε διὰ νὰ τὸν ἰδῇ. Ὁ δὲ Μαρκιανὸς ἐπρόσταξε τὸν μαθητήν του Εὐσέβιον νὰ μαγειρεύσῃ ὄσπρια καὶ λάχανα, διὰ νὰ εὐφρανθοῦν μετὰ τοῦ Ἀβίτου. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀνέγνωσαν τὴν ἐνάτην ὥραν, ἐκάλεσεν αὐτὸν ὁ Μαρκιανὸς εἰς τὴν τράπεζαν. Ἐκεῖνος δὲ εἶπεν, ὅτι πρὸ τοῦ ἑσπερινοῦ, δὲν ἔχει συνήθειαν νὰ τρώγῃ, πολλάκις δὲ καὶ δύω καὶ τρεῖς ἡμέρας μένει ἄσιτος. Ὁ δὲ Μαρκιανὸς πάλιν ἐκάλεσεν αὐτὸν νὰ φάγῃ διὰ τὴν ἀγάπην του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸν ἔπειθε, ἐστέναξε καὶ εἶπεν· «Ἀλλ’ ἐγώ τε ἀθυμῶ λίαν καὶ δάκνομαι τὴν ψυχήν. Ὅτι τοσοῦτον ὑπέμεινας πόνον, ἵνα τινα φιλόπονον καὶ φιλόσοφον ἴδῃς. Καὶ τῆς ἐλπίδος ψευσθείς, κάπηλόν τινα καὶ ἄσωτον ἀντὶ φιλοσόφου τεθέασαι». Τόσον δὲ ἐλυπήθη ὁ Ἄβιτος, ὥστε ὁποῦ ἐπροτιμοῦσε κάλλιον νὰ ἤθελε φάγῃ κρέας, παρὰ ὁποῦ ἤκουσε τοιαῦτα λόγια. Τότε λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Μαρκιανός· «Καὶ ἡμεῖς, ἀδελφέ, τὴν ἰδίαν πολιτείαν τὴν ἐδικήν σου ἀγαπῶμεν, καὶ προτιμῶμεν τοὺς κόπους ἀπὸ τὴν ἀνάπαυσιν. Καὶ τὴν νηστείαν ἀπὸ τὴν τροφήν. Καὶ ὅταν νυκτώσῃ, τότε τρώγομεν». «Ἀλλ’ ἴσμεν (εἶναι ἴδια λόγια τοῦ Θεοδωρήτου) ὅτι τῆς ἀγάπης τὸ χρῆμα, τῆς νηστείας ἐστὶ τιμιώτερον. Τὸ μὲν γάρ, τῆς θείας ἔργον νομοθεσίας. Τὸ δέ, τῆς ἡμῶν αὐτῶν ἐξουσίας. Προσήκει δὲ τοὺς θείους νόμους, τῶν ἡμετέρων πόνων, πολλῷ νομίζειν τιμιωτέρους». Ὅθεν ἐπιφέρει· «Τίς τοίνυν οὐκ ἂν θαυμάσειε τοῦδε τοῦ ἀνδρὸς τὴν σοφίαν; Ὑφ’ ἧς κυβερνώμενος, ᾔδει μὲν νηστείας, ᾔδει δὲ φιλοσοφίας καὶ φιλαδελφίας καιρόν; ᾜδει δὲ καὶ τῶν τῆς ἀρετῆς μορίων τὸ διάφορον; Καὶ ποῖον ποίῳ προσήκει παραχωρεῖν; Καὶ τίνι κατὰ καιρὸν διδόναι τὰ νικητήρια;»

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

 

Των Αγίων Ακινδύνου, Πηγασίου, Αφθονίου, Ελπιδηφόρου και Ανεμποδίστου των Μαρτύρων κ.α.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.