Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου19 Ιανουαρίου

Των Αγίων Μακαρίου του Αιγυπτίου, Μακαρίου του Αλεξανδρέως, Μελετίου του Γαλλησιώτου, Μάρκου του Ευγενικού κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Όσιος Μακάριος ο ΑιγύπτιοςΤω αυτώ μηνί ΙΘ’, μνήμη των Οσίων Πατέρων ημών και συνωνύμων Μακαρίων, του τε αναχωρητού και Αιγυπτίου, και του πολιτικού και Αλεξανδρέως.

Θανούσα θείων η δυάς Μακαρίων,
Ζωής μετέσχε της μακαριωτάτης.

Γην μακάρων λάχον εννεακαιδεκάτη Μακάριοι.

Από τους δύω τούτους Οσίους Μακαρίους, ο μεν ένας, ήτον από την Αίγυπτον, ήτοι από το Μισήρι, όθεν και Αιγύπτιος επονομάζεται. Ο δε άλλος, ήτον από την Αλεξάνδρειαν, όθεν και Αλεξανδρεύς επικαλείται. Και ο μεν Αιγύπτιος Μακάριος, όστις έζη κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μεγάλου εν έτει τογ’ [373], Μέγας επωνομάζετο. Καθό ήτον πρώτος και μεγαλίτερος κατά την ηλικίαν και τους χρόνους. Αυτός λοιπόν, επειδή και ηγάπησε την αρετήν εκ νεαράς του ηλικίας, δια τούτο και εφάνη άμεμπτος και ακατηγόρητος εις την ζωήν, έως εις τους τριάκοντα χρόνους της ηλικίας του. Μετά δε τους τριάκοντα χρόνους, ανεχώρησεν εις την έρημον. Τόσην δε υπομονήν έδειξεν εις τους κόπους της ασκήσεως ο αοίδιμος, ώστε οπού, εις ολίγους χρόνους, ηξιώθη να λάβη το χάρισμα της διακρίσεως, και την κατά δαιμόνων εξουσίαν και δύναμιν, και το να προλέγη τα μέλλοντα, και το να ποιή θαύματα. Με πολλήν δε παρακάλεσιν του Αρχιερέως έλαβε και το της ιερωσύνης αξίωμα. Επειδή δεν υπέφερε να κρύπτεται ο λύχνος υποκάτω εις τον μόδιον. Ούτος προείπεν εις ένα μαθητήν του, οπού έκλεπτε τα εις τους πένητας διδόμενα αργύρια, ότι θέλει λάβη παρά Κυρίου οργήν και παιδείαν, ανίσως δεν παύση και δεν διορθωθή. Εξέβη δε εις έργον η πρόρρησίς του. Διατί ο αδελφός εκείνος, επειδή δεν εδιωρθώθη, ελεπρίασεν. Εκ των χαρισμάτων δε τούτων του Αγίου πολλοί παρακινούμενοι, έτρεχον εις αυτόν, και ενώχλουν την ησυχίαν του. Ο δε Όσιος εκατασκεύασεν ένα λάκκον υποκάτω εις την γην με γυρίσματα, ωσάν κοχλίαν εις το είδος, μακράν από το κελλίον του έως μισόν στάδιον. Και εις το άκρον του λάκκου, έσκαψε με τα χέρια του ένα σπήλαιον. Και όταν ήρχοντο πολλοί άνθρωποι και τον ενώχλουν, τότε επερνούσε κρυφίως από τον λάκκον και εκρύπτετο μέσα εις το σπήλαιον, όθεν τινάς δεν τον εύρισκε. Περιττόν δε είναι να ειπούμεν δια το ολίγον φαγητόν και πιοτόν, οπού έτρωγε και έπινεν ο αοίδιμος, διατί και αυτή μόνη η θεωρία του σώματός του, εμαρτύρει την άκραν εγκράτειαν, οπού εμεταχειρίζετο.

Ήλθε μίαν φοράν ένας αιρετικός εις τον Άγιον, ο οποίος εφιλονείκει, ότι δεν είναι ανάστασις νεκρών. Όθεν ο Μέγας Μακάριος ανέστησεν ένα νεκρόν (1), δια να πείση και να πληροφορήση αυτόν. Έλεγε δε ο Όσιος, ότι είναι δύω τάγματα των δαιμόνων. Και το μεν ένα τάγμα, πολεμεί τους ανθρώπους εις διάφορα πάθη, θυμού, και επιθυμίας. Το δε άλλο τάγμα, το οποίον ονομάζεται αρχικόν, πολεμεί τους ανθρώπους και τους ρίπτει εις διαφόρους αιρέσεις και βλασφημίας και πλάνας. Τούτο δε το αρχικόν τάγμα των δαιμόνων, αποστέλλει ο αρχηγός αυτών Σατανάς, εις τους μάγους, και εις τους αιρεσιάρχας. Ούτος ο Όσιος έκαμε τον άνθρωπον εκείνον, οπού έτρωγε τριών μοδίων ψωμία, κατά ενέργειαν του Διαβόλου, και οπού έπινεν ένα μέτρον κρασί: τούτον, λέγω, τον έκαμε να τρώγη τρεις λίτρας μόνον ψωμί, ήτοι διακόσια ογδοηνταοκτώ δράμια (2). Μίαν φοράν είδεν ο Άγιος ούτος τον Διάβολον, οπού είχε τας μηχανάς και εργαλεία του μέσα εις μίαν λήκυθον, ήτοι εις ένα αγγείον του ελαίου. Όθεν και ερωτήσας αυτόν, έμαθε και εδιώρθωσε τον μοναχόν Θεόπεμπτον, τον απατώμενον από τας μηχανάς του Διαβόλου. Ούτος περιπατών εις την έρημον, ευρήκεν ένα κρανίον, το οποίον ήτον ενός ιερέως των ειδώλων. Ερωτήσας δε αυτό, ήκουσε να του ειπή ότι, όταν προσφέρη εις τον Θεόν τας προσευχάς του, τότε ελαφρόνονται ολίγον από την βάσανον, οι εν τη κολάσει ευρισκόμενοι (3). Ούτος ανέστησε και άλλον νεκρόν, δια να ειπή πού έκρυψε την παρακαταθήκην εκείνων οπού την εζήτουν, και πάλιν επρόσταξεν αυτόν και εκοιμήθη. Προείπε δε, και ότι έχει να ερημωθή η Σκήτη. Διηγείται ο Όσιος Παλλάδιος δια τον Αιγύπτιον τούτον Μακάριον, ότι ένας ακόλαστος, ζητώντας να ελκύση εις σατανικόν έρωτα μίαν σώφρονα γυναίκα, και μη δυνηθείς, έκαμεν αυτήν με διαβολικάς μαγείας να φαίνεται εις τους ανθρώπους ωσάν φοράδα. Όθεν ο Όσιος ούτος επικαλούμενος τον Θεόν, απεκατέστησεν αυτήν να φαίνεται πάλιν εις τους ανθρώπους γυνή, καθώς ήτον εκ φύσεως (4).

Λέγεται δε περί του ουρανίου τούτου ανδρός, ότι τον περισσότερον χρόνον της ζωής του, εσχόλαζε μάλλον εις την μετά Θεού νοεράν ένωσιν, πάρεξ εις όλα τα υπό τον ουρανόν πράγματα του κόσμου. Με τοιαύτα λοιπόν θεάρεστα έργα και θαύματα υπερφυσικά διαλάμψας ο φερωνύμως Μακάριος ο Μέγας, και χρόνων εννενήντα γενόμενος, απήλθε προς Κύριον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις το Εκλόγιον.)

Ο δε Άγιος Μακάριος ο Αλεξανδρεύς, ο και πολιτικός ονομαζόμενος (διατί περισσότερον από τον Αιγύπτιον εδιάτριβεν εις τας πόλεις, και με τους ανθρώπους συνανεστρέφετο, δια την των πολλών διόρθωσιν), αυτός λέγω, εχρημάτισεν Ιερεύς των λεγομένων Κελλίων, μεταχειριζόμενος άκραν εγκράτειαν και υπομονήν. Όθεν και έλαβε την χάριν των θαυμάτων παρά Θεού. Τούτου τας αρετάς θαυμάσας ο Μέγας Αντώνιος, είπε προς αυτόν· «ιδού επανεπαύθη το Πνεύμα το Άγιον εις εσένα, και θέλεις γένης κληρονόμος των αρετών μου». Ούτος ο Όσιος, όταν ήκουε κανένα Μοναχόν, πως έκαμνεν έργον και κατόρθωμα ασκητικόν, ελάμβανε ζήλον αγαθόν εις την ψυχήν του, και κατά μίμησιν εκείνου, έκαμνε και αυτός το ίδιον κατόρθωμα. Όθεν ακούσας, ότι οι Μοναχοί, οπού ευρίσκοντο εις τα Τάβεννα, και δια τούτο Ταβεννησιώται ονομαζόμενοι, όλην την μεγάλην Τεσσαρακοστήν δεν έτρωγαν φαγητόν, οπού να περάση από φωτίαν, τούτο λέγω ακούσας, τους εμιμήθη και αυτός. Και επτά χρόνους δεν έφαγε φαγητόν, οπού εμαγειρεύθη εις την φωτίαν, έξω από λάχανα ωμά, και όσπρια βρεκτά. Άλλην φοράν ήκουσεν, ότι ένας άλλος Όσιος έτρωγε μόνον μίαν λίτραν ψωμί: ήτοι εννενηνταέξι δράμια. Όθεν εβίασε και αυτός τον εαυτόν του και έτρωγεν εις τρεις χρόνους τέσσαρας, ή πέντε ουγγίας ψωμί, ήτοι τριανταδύω, ή τεσσαράκοντα δράμια. Ομοίως έπινε και τόσον ολίγον νερόν, όσον ήτον ανάλογον και αρκετόν εις τόσον ολίγον ψωμί, οπού έτρωγε.

Πηγαίνωντας δε μίαν φοράν εις το Μοναστήριον των Ταβεννησιωτών δια να μάθη του κάθε ενός την πολιτείαν, και ελθούσης της μεγάλης Τεσσαρακοστής, είδεν οπού, άλλοι μεν από αυτούς, έτρωγαν το βράδυ της κάθε ημέρας, άλλοι δε, εις δύω ημέρας, άλλοι, εις τρεις, και άλλοι, εις πέντε, άλλοι δε, όλην την νύκτα στέκοντες εις την προσευχήν, εδούλευον την ημέραν. Ταύτα, λέγω, βλέπωντας ο Όσιος, εστάθη όρθιος ο μεγαλόψυχος εις μίαν γωνίαν μιας κέλλας, και βρέξας φοινίκια, εδούλευεν, έως ου ετελειώθη όλη η Τεσσαρακοστή και έφθασε το Πάσχα. Εις τας ημέρας δε ταύτας δεν έκλινε γόνυ, δεν εκάθισε, δεν επλαγίασεν εις κλίνην, δεν έφαγε τελείως ψωμί, ούτε έπιε νερόν. Έξω μόνον από φύλλα κραμβολαχάνου οπού έτρωγεν. Αλλά και αυτά τα έτρωγεν, εις μόνην την Κυριακήν, όσον μόνον δια να φανή εις τους άλλους, ότι τρώγει.

Άλλην φοράν δεν εμβήκεν ο Όσιος υποκάτω εις στέγην κελλίου είκοσιν ολόκληρα ημερονύκτια, μόνον δια να νικήση τον ύπνον. Όθεν εις αυτά δεν εκοιμήθη τελείως. Αλλά, την ημέραν μεν, εκαίετο από το καύμα του ηλίου, την νύκτα δε, έπηζεν από την ψυχρότητα. Ούτος εφιλονείκησε και ηγωνίσθη μίαν φοράν να μη χωρίση τον νουν του από τον Θεόν εις πέντε ημέρας. Και τοσούτον εθύμωσε τον Διάβολον, ώστε οπού εκείνος έβαλε φωτίαν και έκαυσε το ψαθί, επάνω εις το οποίον εστέκετο ο Όσιος. Ομοίως έκαυσε και όσα άλλα είχεν εις το κελλίον του. Μίαν φοράν ενώχλησεν ο λογισμός τον Όσιον δια να υπάγη εις την Ρώμην, ίνα ωφεληθή εκ των εκεί ευρισκομένων Οσίων. Αυτός δε πεσών κατά γης, εξάπλωσε τα πόδιά του, και έλεγε. Τραβάτέ με εσείς δαίμονες, διατί εγώ θεληματικώς με τα ποδάριά μου εις άλλο μέρος δεν πηγαίνω. Επειδή δε πάλιν ενωχλείτο από τον λογισμόν, εφορτόνετο εις την πλάτην του ένα ζιμπίλι γεμάτον από άμμον, και επήγαινεν εις ένα και άλλο μέρος. Και έτζι με τοιούτους τρόπους, ενίκησε τον ενοχλούντα λογισμόν, χάριτι του Χριστού.

Μίαν φοράν ενωχλήθη ο Όσιος από τον δαίμονα της πορνείας. Όθεν επήγεν εις την πανέρημον, και εμβήκε μέσα εις ένα βαλτώδη τόπον, και εκεί έμεινε μήνας έξι. Και τόσον πολλά κατεπλήγωσαν το σώμα του οι εκεί ευρισκόμενοι μεγαλώτατοι κώνωπες, ωσάν σφήκες, ώστε οπού εγέμωσαν από πρίσματα και ζιμπούνους όλα τα μέλη του σώματός του. Όθεν μετά εξ μήνας εγύρισεν εις το κελλίον του, και από άλλο τι δεν εγνωρίζετο πως είναι ο Μακάριος, πάρεξ από μοναχήν την φωνήν. Ηλλοιώθη γαρ όλον του το πρόσωπον και το σώμα, και επαρωμοίαζε με τους λεπρωμένους. Ούτος έσκαπτε μίαν φοράν ένα πηγάδι, και εκεί έτυχε να ευρεθή μία ασπίδα, η οποία εδάγκασε τον Όσιον εις τας χείρας. Θανατηφόρον δε είναι το δάγκαμα της ασπίδος. Ο δε Όσιος πιάσας αυτήν με τα δύω του χέρια από τα χείλη και σιαγόνια, έσχισεν αυτήν, λέγων. Επειδή ο Θεός δεν σε έστειλε, πώς εσύ ετόλμησες να με δαγκάσης; Μία φοράν εκάθητο ο Όσιος εις την αυλήν, και ελάλει εις τους παρεστώτας αδελφούς τα προς ωφέλειαν. Τότε έρχεται εκεί μία αγριογουρούνα, η οποία πέρνουσα μαζί το γουρουνόπουλόν της, οπού ήτον τυφλόν, το έρριψεν έμπροσθεν εις τους πόδας αυτού. Ο δε Όσιος πτύσας εις τους τυφλούς οφθαλμούς του ζώου, έκαμεν αυτό να αναβλέψη. Η δε γουρούνα πέρνουσα το γέννημά της, ανεχώρησε, και το πρωί εσπούδασε και έφερεν εις τον Όσιον ένα δέρμα μεγάλον ενός προβάτου. Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν. Εγώ τα εξ αδικίας πράγματα δεν δέχομαι. Η δε γουρούνα κλίνασα την κεφαλήν, ευγήκεν έξω από την αυλήν.

Κοντά δε εις τα άλλα θαύματα, εποίησε και ταύτα ο Όσιος. Ιάτρευσεν ένα ανάξιον Ιερέα, του οποίου η κεφαλή εφαγώθη όλη έως εις το κόκκαλον, αφ’ ου πρότερον υπεσχέθη, να μην ιερουργή εις το εξής αναξίως. Το οποίον ήτον αίτιον του τοιούτου πάθους και ασθενείας του, καθώς και ο Άγιος τούτο προείπεν εις αυτόν. Αλλά και μίαν ευγενή παρθένον και παράλυτον, ήτις ήλθεν εις αυτόν από Θεσσαλονίκην, υγιή εποίησεν ο Άγιος. Και ένα παιδίον, το οποίον ήτον πρισμένον, και εύγανε νερόν από όλας του τας αισθήσεις, εθεράπευσεν ο Όσιος, και έδωκεν αυτό εις τον πατέρα του υγιές. Τόσον δε πλήθος δαιμονισμένων ιάτρευσεν ο Όσιος ούτος, ώστε οπού σχεδόν δεν έχει αριθμόν. Και ούτος δε ο Αλεξανδρεύς Μακάριος, είδε τον Διάβολον (καθώς τον είδε δηλαδή και ο προρρηθείς Αιγύπτιος) και εβάσταζε τα είδη και εργαλεία, με τα οποία επλανούσε τους Μοναχούς. Εφανέρονε δε ταύτα ο μιαρός αινιγματωδώς με ένα τρυπημένον φόρεμα οπού εφόρει, και με κάποια κολοκύνθια, οπού εσήκονεν. Ούτος ο Όσιος περιπατήσας ένα καιρόν μίαν μακρινήν στράταν, εμβήκεν εις το κηποταφείον του Ιαννή και Ιαμβρή, των επί του Φαραώ μάγων. Και πάλιν εγύρισε, χωρίς να πάθη κανένα κακόν από τους δαίμονας. Είχε δε ο Άγιος ούτος σώμα μικρόν και κολοβόν. Είχεν ολίγας τρίχας εις τα χείλη και εις το άκρον του πώγωνος. Επειδή δια την υπερβολήν των ασκητικών κόπων, ουδέ τρίχας εύγαλε. Με τοιαύτην λοιπόν πολιτείαν και θαύματα διαλάμψας και ούτος ο θείος Μακάριος, ανεπαύθη εν ειρήνη.

Με τούτους τους δύω Μακαρίους συνταξειδεύοντες μαζί μερικοί τριβούνοι του βασιλέως ενδοξότατοι, εθαύμαζον την ευτέλειαν και πτωχείαν οπού είχον. Όθεν ένας από αυτούς είπε. Μακάριοι είσθε εσείς, οπού περιπαίζετε τον κόσμον. Ο δε Αλεξανδρεύς Μακάριος, απεκρίθη προς αυτόν. Ημείς μεν, επεριπαίξαμεν τον κόσμον, ο δε κόσμος, περιπαίζει εσάς. Πλην ήξευρε καλά, ότι και ημείς Μακάριοι ονομαζόμεθα καθώς εσύ και χωρίς να θέλης μας ωνόμασες. Ταύτα δε ειπόντος του Αγίου, εκατανύχθη ο τριβούνος, και καταφρονήσας τα λαμπρά του βίου πράγματα, απετάξατο τοις εαυτού υπάρχουσι, και έγινε Μοναχός. (Περί του Αλεξανδρέως Μακαρίου όρα και εις το Λαυσαϊκόν.)

(1) Ούτος ο νεκρός ήτον Έλλην. Αναστηθείς δε, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη. Είτα εγένετο και Μοναχός, Μίλης ονομασθείς. Περί τούτου αναφέρει ο εις το Σάββατον της Τυρινής ασματικός Κανών, ο τα ονόματα των Οσίων Πατέρων δηλών κατά αλφάβητον, Μίλην νεκρέγερτον αυτόν ονομάζων.

(2) Η γαρ λίτρα περιέχει ουγγίας δώδεκα. Η δε ουγγία περιέχει δράμια οκτώ.

(3) Βάσανος και κόλασις εννοείται εδώ, όχι η καθολική. Αύτη γαρ ακόμη δεν εδόθη εις τους αμαρτωλούς. Αλλά η μερική, ήτις είναι λύπη και θλίψις και σκότος. Τα οποία λαμβάνουν οι εν τη φυλακή του Άδου ευρισκόμενοι αμαρτωλοί, έως της δευτέρας του Χριστού παρουσίας.

(4) Προσθέττει δε και τούτο ο Παλλάδιος, ότι αφ’ ου ο Άγιος ιάτρευσε την ανωτέρω γυναίκα, έδωκεν εις αυτήν τοιαύτην συμβουλήν λέγων· «Γύναι, μη λίπης από την κοινωνίαν των Μυστηρίων του Χριστού. Αλλά να μεταλαμβάνης συχνά. Διότι αύτη η διαβολική ενέργεια σοι ηκολούθησεν, επειδή δεν εμετάλαβες πέντε εβδομάδας. Και από τούτο ευρήκε χώραν ο Διάβολος και σε επείραξε». Μέγας δε τη αληθεία λόγος γράφεται περί του Μεγάλου τούτου Μακαρίου παρά τω Ευεργετινώ, σελ. 592, δηλαδή, ότι αυτός έγινε Θεός επίγειος, καθώς εστι γεγραμμένον. Ώσπερ γαρ εστιν ο Θεός, σκέπων τον κόσμον, ούτω και ο Αββάς Μακάριος σκέπων ην τα ελαττώματα α έβλεπεν, ως μη βλέπων, και α ήκουεν, ως μη ακούων.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Ευφρασίας.

Ψεύδει σοφώ φυγούσα σαρκός την ύβριν,
Αθλείς αληθώς εκ ξίφους Ευφρασία.

Η Αγία αύτη ήτον από την πόλιν της Νικομηδείας κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει σϞ’ [290], καταγομένη από γένος ονομαστόν, και έχουσα γνώμην σώφρονα και ευσεβή. Αύτη λοιπόν διαβαλθείσα ως Χριστιανή, και μη πεισθείσα να προσφέρη θυσίαν εις τους δαίμονας, δέρνεται δυνατά. Και επειδή επέμενεν εις την ομολογίαν της του Χριστού πίστεως, τούτου χάριν παρεδόθη εις ένα βάρβαρον άνθρωπον δια να την ατιμάση. Εγελάσθη όμως αυτός από την Αγίαν, με τοιούτον σοφόν τρόπον. Υπεσχέθη η Αγία εις τον βάρβαρον εκείνον, ότι ανίσως αυτός δεν την πειράξη, έχει να του δώση ένα ιατρικόν, δια μέσου του οποίου θέλει διαφυλάττεται ανώτερος από κάθε σπαθί, και από κάθε κοντάρι των εχθρών του. Ταύτα δε λέγουσα, επρόσθεσε και τούτο. Ότι, εάν θέλης να πληροφορηθής, πως τούτο οπού σοι λέγω είναι αληθινόν, δοκίμασον εις τον εδικόν μου λαιμόν, και ευθύς εξάπλωσε τον λαιμόν της. Ο δε βάρβαρος νομίσας ότι του λέγει λόγια αληθινά, εκτύπησε δυνατώτερα εις τον λαιμόν της με το σπαθί, και απέκοψε την αγίαν αυτής κεφαλήν. Και ούτω μείνασα αμόλυντος, έλαβεν η μακαρία τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον.

*

Τη αυτή ημέρα γέγονεν η εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων ανακομιδή των λειψάνων του εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου του Θεολόγου.

Έχει νεκρόν σον η καλή μετοικία,
Καλώ γαρ ως συ, τους Αποστόλους πάτερ (5).

(5) Ούτω γαρ ο Θεολόγος Γρηγόριος εν τω Συντακτηρίω λόγω τω εις τους εκατόν πεντήκοντα Επισκόπους της αγίας και Οικουμενικής Δευτέρας Συνόδου λέγει περί του εν Κωνσταντινουπόλει Ναού των Αγίων Αποστόλων· «Χαίρετε Απόστολοι, η καλή μετοικία». Σημείωσαι ότι λόγος ευρίσκεται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων διαλαμβάνων περί της επανόδου των λειψάνων του θείου τούτου Γρηγορίου, ου η αρχή· «Πανήγυριν ιεράν και υπέρλαμπρον».

*

Τη αυτή ημέρα τελείται η ανάμνησις του εν Νικαία γενομένου μεγίστου θαύματος, ότε ο Μέγας Βασίλειος, δια προσευχής ανέωξε τας πύλας της καθολικής Εκκλησίας, και παρέθετο αυτήν τοις Ορθοδοξοις (6).

Πώς ουκ αν ήρε Βασίλειε τας πύλας,
Μέγας Ναός σοι τω ναώ τω εμψύχω.

(6) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη Λουκιλλιανού, Παύλης, και των συν αυτοίς νηπίων Κλαυδίου, Υπατίου, Παύλου και Διονυσίου. Αύτη γαρ γράφεται μετά του Συναξαρίου αυτών κατά την τρίτην του Ιουνίου.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μελετίου του Γαλλησιώτου και Ομολογητού, όστις εχρημάτισεν εν έτει ͵ασν’ [1250].

Κτείνει Δαβίδ μεν, αλλόφυλον σφενδόνη,
Κτείνει δε Μελέτιος Αυσόνων πλάνην (7).

(7) Τον Βίον του Οσίου τούτου μετέφρασεν η εμή αναξιότης, και όρα τούτον εις το Νέον Εκλόγιον. Συνέγραψα δε και Ακολουθίαν εις αυτόν.

*

Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού, του της Ορθοδοξίας των Ανατολικών Γραικών μονομάχου και υπερμάχου και φύλακος.

Κρατεί μεν Άτλας μυθικώς ώμοις πόλον,
Κρατεί δ’ αληθώς Μάρκος Ορθοδοξίαν (8).

(8) Εις τον Άγιον Μάρκον της Εφέσου, Ακολουθίαν γλαφυράν συνέγραψεν η εμή αδυναμία, δια προτροπής του ιερολογιωτάτου διδασκάλου κυρού Αθανασίου του Παρίου, του σχολαρχούντος εν τη νήσω Χίω. Και είθε να εκδοθή και εις το φως της τυπογραφίας δια της συνεργίας τινός φιλομάρκου. Τον δε κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις το βιβλίον το καλούμενον Αντίπαπαν, τον παρά του αυτού κυρού Αθανασίου συγγραφέντα ρητορικώς.

*

Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Αρσενίου Αρχιεπισκόπου Κερκύρας.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Όσιος Μακάριος ο ΑιγύπτιοςΤ ατ μην ΙΘ΄, μνήμη τν σίων Πατέρων μν κα συνωνύμων Μακαρίων, το τε ναχωρητο κα Αγυπτίου, κα το πολιτικο κα λεξανδρέως.

Θανοσα θείων δυς Μακαρίων,
Ζως μετέσχε τς μακαριωτάτης.

Γν μακάρων λάχον ννεακαιδεκάτ Μακάριοι.

π τος δύω τούτους σίους Μακαρίους, μν νας, τον π τν Αγυπτον, τοι π τ Μισρι, θεν κα Αγύπτιος πονομάζεται. δ λλος, τον π τν λεξάνδρειαν, θεν κα λεξανδρες πικαλεται. Κα μν Αγύπτιος Μακάριος, στις ζη κατ τος χρόνους Θεοδοσίου το Μεγάλου ν τει τογ΄ [373], Μέγας πωνομάζετο. Καθ τον πρτος κα μεγαλίτερος κατ τν λικίαν κα τος χρόνους. Ατς λοιπόν, πειδ κα γάπησε τν ρετν κ νεαρς του λικίας, δι τοτο κα φάνη μεμπτος κα κατηγόρητος ες τν ζωήν, ως ες τος τριάκοντα χρόνους τς λικίας του. Μετ δ τος τριάκοντα χρόνους, νεχώρησεν ες τν ρημον. Τόσην δ πομονν δειξεν ες τος κόπους τς σκήσεως οίδιμος, στε πο, ες λίγους χρόνους, ξιώθη ν λάβ τ χάρισμα τς διακρίσεως, κα τν κατ δαιμόνων ξουσίαν κα δύναμιν, κα τ ν προλέγ τ μέλλοντα, κα τ ν ποι θαύματα. Μ πολλν δ παρακάλεσιν το ρχιερέως λαβε κα τ τς ερωσύνης ξίωμα. πειδ δν πέφερε ν κρύπτεται λύχνος ποκάτω ες τν μόδιον. Οτος προεπεν ες να μαθητήν του, πο κλεπτε τ ες τος πένητας διδόμενα ργύρια, τι θέλει λάβ παρ Κυρίου ργν κα παιδείαν, νίσως δν παύσ κα δν διορθωθ. ξέβη δ ες ργον πρόρρησίς του. Διατ δελφς κενος, πειδ δν διωρθώθη, λεπρίασεν. κ τν χαρισμάτων δ τούτων το γίου πολλο παρακινούμενοι, τρεχον ες ατόν, κα νώχλουν τν συχίαν του. δ σιος κατασκεύασεν να λάκκον ποκάτω ες τν γν μ γυρίσματα, σν κοχλίαν ες τ εδος, μακρν π τ κελλίον του ως μισν στάδιον. Κα ες τ κρον το λάκκου, σκαψε μ τ χέριά του να σπήλαιον. Κα ταν ρχοντο πολλο νθρωποι κα τν νώχλουν, τότε περνοσε κρυφίως π τν λάκκον κα κρύπτετο μέσα ες τ σπήλαιον, θεν τινς δν τν ερισκε. Περιττν δ εναι ν επομεν δι τ λίγον φαγητν κα πιοτόν, πο τρωγε κα πινεν οίδιμος, διατ κα ατ μόνη θεωρία το σώματός του, μαρτύρει τν κραν γκράτειαν, πο μεταχειρίζετο.

λθε μίαν φορν νας αρετικς ες τν γιον, ποος φιλονείκει, τι δν εναι νάστασις νεκρν. θεν Μέγας Μακάριος νέστησεν να νεκρόν (1), δι ν πείσ κα ν πληροφορήσ ατόν. λεγε δ σιος, τι εναι δύω τάγματα τν δαιμόνων. Κα τ μν να τάγμα, πολεμε τος νθρώπους ες διάφορα πάθη, θυμο, κα πιθυμίας. Τ δ λλο τάγμα, τ ποον νομάζεται ρχικόν, πολεμε τος νθρώπους κα τος ίπτει ες διαφόρους αρέσεις κα βλασφημίας κα πλάνας. Τοτο δ τ ρχικν τάγμα τν δαιμόνων, ποστέλλει ρχηγς ατν Σατανς, ες τος μάγους, κα ες τος αρεσιάρχας. Οτος σιος καμε τν νθρωπον κενον, πο τρωγε τριν μοδίων ψωμία, κατ νέργειαν το Διαβόλου, κα πο πινεν να μέτρον κρασί: τοτον, λέγω, τν καμε ν τρώγ τρες λίτρας μόνον ψωμί, τοι διακόσια γδοηνταοκτ δράμια (2). Μίαν φορν εδεν γιος οτος τν Διάβολον, πο εχε τς μηχανς κα ργαλεά του μέσα ες μίαν λήκυθον, τοι ες να γγεον το λαίου. θεν κα ρωτήσας ατόν, μαθε κα διώρθωσε τν μοναχν Θεόπεμπτον, τν πατώμενον π τς μηχανς το Διαβόλου. Οτος περιπατν ες τν ρημον, ερκεν να κρανίον, τ ποον τον νς ερέως τν εδώλων. ρωτήσας δ ατό, κουσε ν το επ τι, ταν προσφέρ ες τν Θεν τς προσευχάς του, τότε λαφρόνονται λίγον π τν βάσανον, ο ν τ κολάσει ερισκόμενοι (3). Οτος νέστησε κα λλον νεκρόν, δι ν επ πο κρυψε τν παρακαταθήκην κείνων πο τν ζήτουν, κα πάλιν πρόσταξεν ατν κα κοιμήθη. Προεπε δέ, κα τι χει ν ρημωθ Σκήτη. Διηγεται σιος Παλλάδιος δι τν Αγύπτιον τοτον Μακάριον, τι νας κόλαστος, ζητντας ν λκύσ ες σατανικν ρωτα μίαν σώφρονα γυνακα, κα μ δυνηθείς, καμεν ατν μ διαβολικς μαγείας ν φαίνεται ες τος νθρώπους σν φοράδα. θεν σιος οτος πικαλούμενος τν Θεόν, πεκατέστησεν ατν ν φαίνεται πάλιν ες τος νθρώπους γυνή, καθς τον κ φύσεως (4).

Λέγεται δ περ το ορανίου τούτου νδρός, τι τν περισσότερον χρόνον τς ζως του, σχόλαζε μλλον ες τν μετ Θεο νοερν νωσιν, πάρεξ ες λα τ π τν ορανν πράγματα το κόσμου. Μ τοιατα λοιπν θεάρεστα ργα κα θαύματα περφυσικ διαλάμψας φερωνύμως Μακάριος Μέγας, κα χρόνων ννενντα γενόμενος, πλθε πρς Κύριον. (Τν κατ πλάτος Βίον ατο ρα ες τ κλόγιον.)

δ γιος Μακάριος λεξανδρεύς, κα πολιτικς νομαζόμενος (διατ περισσότερον π τν Αγύπτιον διάτριβεν ες τς πόλεις, κα μ τος νθρώπους συνανεστρέφετο, δι τν τν πολλν διόρθωσιν), ατς λέγω, χρημάτισεν ερες τν λεγομένων Κελλίων, μεταχειριζόμενος κραν γκράτειαν κα πομονήν. θεν κα λαβε τν χάριν τν θαυμάτων παρ Θεο. Τούτου τς ρετς θαυμάσας Μέγας ντώνιος, επε πρς ατόν· «δο πανεπαύθη τ Πνεμα τ γιον ες σένα, κα θέλεις γένς κληρονόμος τν ρετν μου». Οτος σιος, ταν κουε κανένα Μοναχόν, πς καμνεν ργον κα κατόρθωμα σκητικόν, λάμβανε ζλον γαθν ες τν ψυχήν του, κα κατ μίμησιν κείνου, καμνε κα ατς τ διον κατόρθωμα. θεν κούσας, τι ο Μοναχοί, πο ερίσκοντο ες τ Τάβεννα, κα δι τοτο Ταβεννησιται νομαζόμενοι, λην τν μεγάλην Τεσσαρακοστν δν τρωγαν φαγητόν, πο ν περάσ π φωτίαν, τοτο λέγω κούσας, τος μιμήθη κα ατός. Κα πτ χρόνους δν φαγε φαγητόν, πο μαγειρεύθη ες τν φωτίαν, ξω π λάχανα μά, κα σπρια βρεκτά. λλην φορν κουσεν, τι νας λλος σιος τρωγε μόνον μίαν λίτραν ψωμί: τοι ννενηνταέξι δράμια. θεν βίασε κα ατς τν αυτόν του κα τρωγεν ες τρες χρόνους τέσσαρας, πέντε ογγίας ψωμί, τοι τριανταδύω, τεσσαράκοντα δράμια. μοίως πινε κα τόσον λίγον νερόν, σον τον νάλογον κα ρκετν ες τόσον λίγον ψωμί, πο τρωγε.

Πηγαίνωντας δ μίαν φορν ες τ Μοναστήριον τν Ταβεννησιωτν δι ν μάθ το κάθε νς τν πολιτείαν, κα λθούσης τς μεγάλης Τεσσαρακοστς, εδεν πο, λλοι μν π ατούς, τρωγαν τ βράδυ τς κάθε μέρας, λλοι δέ, ες δύω μέρας, λλοι, ες τρες, κα λλοι, ες πέντε, λλοι δέ, λην τν νύκτα στέκοντες ες τν προσευχήν, δούλευον τν μέραν. Τατα, λέγω, βλέπωντας σιος, στάθη ρθιος μεγαλόψυχος ες μίαν γωνίαν μις κέλλας, κα βρέξας φοινίκια, δούλευεν, ως ο τελειώθη λη Τεσσαρακοστ κα φθασε τ Πάσχα. Ες τς μέρας δ ταύτας δν κλινε γόνυ, δν κάθισε, δν πλαγίασεν ες κλίνην, δν φαγε τελείως ψωμί, οτε πιε νερόν. ξω μόνον π φύλλα κραμβολαχάνου πο τρωγεν. λλ κα ατ τ τρωγεν, ες μόνην τν Κυριακήν, σον μόνον δι ν φαν ες τος λλους, τι τρώγει.

λλην φορν δν μβκεν σιος ποκάτω ες στέγην κελλίου εκοσιν λόκληρα μερονύκτια, μόνον δι ν νικήσ τν πνον. θεν ες ατ δν κοιμήθη τελείως. λλά, τν μέραν μέν, καίετο π τ καμα το λίου, τν νύκτα δέ, πηζεν π τν ψυχρότητα. Οτος φιλονείκησε κα γωνίσθη μίαν φορν ν μ χωρίσ τν νον του π τν Θεν ες πέντε μέρας. Κα τοσοτον θύμωσε τν Διάβολον, στε πο κενος βαλε φωτίαν κα καυσε τ ψαθί, πάνω ες τ ποον στέκετο σιος. μοίως καυσε κα σα λλα εχεν ες τ κελλίον του. Μίαν φορν νώχλησεν λογισμς τν σιον δι ν πάγ ες τν ώμην, να φεληθ κ τν κε ερισκομένων σίων. Ατς δ πεσν κατ γς, ξάπλωσε τ πόδιά του, κα λεγε. Τραβτέ με σες δαίμονες, διατ γ θεληματικς μ τ ποδάριά μου ες λλο μέρος δν πηγαίνω. πειδ δ πάλιν νωχλετο π τν λογισμόν, φορτόνετο ες τν πλάτην του να ζιμπίλι γεμάτον π μμον, κα πήγαινεν ες να κα λλο μέρος. Κα τζι μ τοιούτους τρόπους, νίκησε τν νοχλοντα λογισμόν, χάριτι το Χριστο.

Μίαν φορν νωχλήθη σιος π τν δαίμονα τς πορνείας. θεν πγεν ες τν πανέρημον, κα μβκε μέσα ες να βαλτώδη τόπον, κα κε μεινε μνας ξι. Κα τόσον πολλ κατεπλήγωσαν τ σμά του ο κε ερισκόμενοι μεγαλώτατοι κώνωπες, σν σφκες, στε πο γέμωσαν π πρίσματα κα ζιμπούνους λα τ μέλη το σώματός του. θεν μετ ξ μνας γύρισεν ες τ κελλίον του, κα π λλο τι δν γνωρίζετο πς εναι Μακάριος, πάρεξ π μοναχν τν φωνήν. λλοιώθη γρ λον του τ πρόσωπον κα τ σμα, κα παρωμοίαζε μ τος λεπρωμένους. Οτος σκαπτε μίαν φορν να πηγάδι, κα κε τυχε ν ερεθ μία σπίδα, ποία δάγκασε τν σιον ες τς χερας. Θανατηφόρον δ εναι τ δάγκαμα τς σπίδος. δ σιος πιάσας ατν μ τ δύω του χέρια π τ χείλη κα σιαγόνια, σχισεν ατήν, λέγων. πειδ Θες δέν σε στειλε, πς σ τόλμησες ν μ δαγκάσς; Μία φορν κάθητο σιος ες τν αλήν, κα λάλει ες τος παρεσττας δελφος τ πρς φέλειαν. Τότε ρχεται κε μία γριογουρονα, ποία πέρνουσα μαζ τ γουρουνόπουλόν της, πο τον τυφλόν, τ ρριψεν μπροσθεν ες τος πόδας ατο. δ σιος πτύσας ες τος τυφλος φθαλμος το ζώου, καμεν ατ ν ναβλέψ. δ γουρονα πέρνουσα τ γέννημά της, νεχώρησε, κα τ πρω σπούδασε κα φερεν ες τν σιον να δέρμα μεγάλον νς προβάτου. δ γιος επε πρς ατήν. γ τ ξ δικίας πράγματα δν δέχομαι. δ γουρονα κλίνασα τν κεφαλήν, εγκεν ξω π τν αλήν.

Κοντ δ ες τ λλα θαύματα, ποίησε κα τατα σιος. άτρευσεν να νάξιον ερέα, το ποίου κεφαλ φαγώθη λη ως ες τ κόκκαλον, φ’ ο πρότερον πεσχέθη, ν μν ερουργ ες τ ξς ναξίως. Τ ποον τον ατιον το τοιούτου πάθους κα σθενείας του, καθς κα γιος τοτο προεπεν ες ατόν. λλ κα μίαν εγεν παρθένον κα παράλυτον, τις λθεν ες ατν π Θεσσαλονίκην, γι ποίησεν γιος. Κα να παιδίον, τ ποον τον πρισμένον, κα εγανε νερν π λας του τς ασθήσεις, θεράπευσεν σιος, κα δωκεν ατ ες τν πατέρα του γιές. Τόσον δ πλθος δαιμονισμένων άτρευσεν σιος οτος, στε πο σχεδν δν χει ριθμόν. Κα οτος δ λεξανδρες Μακάριος, εδε τν Διάβολον (καθς τν εδε δηλαδ κα προρρηθες Αγύπτιος) κα βάσταζε τ εδη κα ργαλεα, μ τ ποα πλανοσε τος Μοναχούς. φανέρονε δ τατα μιαρς ανιγματωδς μ να τρυπημένον φόρεμα πο φόρει, κα μ κποια κολοκύνθια, πο σήκονεν. Οτος σιος περιπατήσας να καιρν μίαν μακρινν στράταν, μβκεν ες τ κηποταφεον το ανν κα αμβρ, τν π το Φαρα μάγων. Κα πάλιν γύρισε, χωρς ν πάθ κανένα κακν π τος δαίμονας. Εχε δ γιος οτος σμα μικρν κα κολοβόν. Εχεν λίγας τρίχας ες τ χείλη κα ες τ κρον το πώγωνος. πειδ δι τν περβολν τν σκητικν κόπων, οδ τρίχας εγαλε. Μ τοιαύτην λοιπν πολιτείαν κα θαύματα διαλάμψας κα οτος θεος Μακάριος, νεπαύθη ν ερήν.

Μ τούτους τος δύω Μακαρίους συνταξειδεύοντες μαζ μερικο τριβονοι το βασιλέως νδοξότατοι, θαύμαζον τν ετέλειαν κα πτωχείαν πο εχον. θεν νας π ατος επε. Μακάριοι εσθε σες, πο περιπαίζετε τν κόσμον. δ λεξανδρες Μακάριος, πεκρίθη πρς ατόν. μες μέν, περιπαίξαμεν τν κόσμον, δ κόσμος, περιπαίζει σς. Πλν ξευρε καλά, τι κα μες Μακάριοι νομαζόμεθα καθς σ κα χωρς ν θέλς μς νόμασες. Τατα δ επόντος το γίου, κατανύχθη τριβονος, κα καταφρονήσας τ λαμπρ το βίου πράγματα, πετάξατο τος αυτο πάρχουσι, κα γινε Μοναχός. (Περ το λεξανδρέως Μακαρίου ρα κα ες τ Λαυσαϊκόν.)

(1) Οτος νεκρς τον λλην. ναστηθες δέ, πίστευσεν ες τν Χριστν κα βαπτίσθη. Ετα γένετο κα Μοναχός, Μίλης νομασθείς. Περ τούτου ναφέρει ες τ Σάββατον τς Τυρινς σματικς Κανών, τ νόματα τν σίων Πατέρων δηλν κατ λφάβητον, Μίλην νεκρέγερτον ατν νομάζων.

(2) γρ λίτρα περιέχει ογγίας δώδεκα. δ ογγία περιέχει δράμια κτώ.

(3) Βάσανος κα κόλασις ννοεται δ, χι καθολική. Ατη γρ κόμη δν δόθη ες τος μαρτωλούς. λλ μερική, τις εναι λύπη κα θλψις κα σκότος. Τ ποα λαμβάνουν ο ν τ φυλακ το δου ερισκόμενοι μαρτωλοί, ως τς δευτέρας το Χριστο παρουσίας.

(4) Προσθέττει δ κα τοτο Παλλάδιος, τι φ’ ο γιος άτρευσε τν νωτέρω γυνακα, δωκεν ες ατν τοιαύτην συμβουλν λέγων· «Γύναι, μ λίπς π τν κοινωνίαν τν Μυστηρίων το Χριστο. λλ ν μεταλαμβάνς συχνά. Διότι ατη διαβολικ νέργεια σο κολούθησεν, πειδ δν μετάλαβες πέντε βδομάδας. Κα π τοτο ερκε χώραν Διάβολος κα σ πείραξε». Μέγας δ τ ληθεί λόγος γράφεται περ το Μεγάλου τούτου Μακαρίου παρ τ Εεργετιν, σελ. 592, δηλαδή, τι ατς γινε Θες πίγειος, καθώς στι γεγραμμένον. σπερ γάρ στιν Θεός, σκέπων τν κόσμον, οτω κα ββς Μακάριος σκέπων ν τ λαττώματα βλεπεν, ς μ βλέπων, κα κουεν, ς μ κούων.

*

Τ ατ μέρ μνήμη τς γίας Μάρτυρος Εφρασίας.

Ψεύδει σοφ φυγοσα σαρκς τν βριν,
θλες ληθς κ ξίφους Εφρασία.

γία ατη τον π τν πόλιν τς Νικομηδείας κατ τος χρόνους το βασιλέως Μαξιμιανο, ν τει σϞ΄ [290], καταγομένη π γένος νομαστόν, κα χουσα γνώμην σώφρονα κα εσεβ. Ατη λοιπν διαβαλθεσα ς Χριστιανή, κα μ πεισθεσα ν προσφέρ θυσίαν ες τος δαίμονας, δέρνεται δυνατά. Κα πειδ πέμενεν ες τν μολογίαν τς το Χριστο πίστεως, τούτου χάριν παρεδόθη ες να βάρβαρον νθρωπον δι ν τν τιμάσ. γελάσθη μως ατς π τν γίαν, μ τοιοτον σοφν τρόπον. πεσχέθη γία ες τν βάρβαρον κενον, τι νίσως ατς δν τν πειράξ, χει ν το δώσ να ατρικόν, δι μέσου το ποίου θέλει διαφυλάττεται νώτερος π κάθε σπαθί, κα π κάθε κοντάρι τν χθρν του. Τατα δ λέγουσα, πρόσθεσε κα τοτο. τι, ἐὰν θέλς ν πληροφορηθς, πς τοτο πο σοι λέγω εναι ληθινόν, δοκίμασον ες τν δικόν μου λαιμόν, κα εθς ξάπλωσε τν λαιμόν της. δ βάρβαρος νομίσας τι το λέγει λόγια ληθινά, κτύπησε δυνατώτερα ες τν λαιμόν της μ τ σπαθί, κα πέκοψε τν γίαν ατς κεφαλήν. Κα οτω μείνασα μόλυντος, λαβεν μακαρία τν το μαρτυρίου φθαρτον στέφανον.

*

Τ ατ μέρ γέγονεν ες τν Ναν τν γίων ποστόλων νακομιδ τν λειψάνων το ν γίοις Πατρς μν Γρηγορίου το Θεολόγου.

χει νεκρν σν καλ μετοικία,
Καλ γρ ς σύ, τος ποστόλους πάτερ (5).

(5) Οτω γρ Θεολόγος Γρηγόριος ν τ Συντακτηρί λόγ τ ες τος κατν πεντήκοντα πισκόπους τς γίας κα Οκουμενικς Δευτέρας Συνόδου λέγει περ το ν Κωνσταντινουπόλει Ναο τν γίων ποστόλων· «Χαίρετε πόστολοι, καλ μετοικία». Σημείωσαι τι λόγος ερίσκεται ν τ ερ Μον τν βήρων διαλαμβάνων περ τς πανόδου τν λειψάνων το θείου τούτου Γρηγορίου, ο ρχή· «Πανήγυριν ερν κα πέρλαμπρον».

*

Τ ατ μέρ τελεται νάμνησις το ν Νικαί γενομένου μεγίστου θαύματος, τε Μέγας Βασίλειος, δι προσευχς νέωξε τς πύλας τς καθολικς κκλησίας, κα παρέθετο ατν τος ρθοδοξοις (6).

Πς οκ ν ρε Βασίλειε τς πύλας,
Μέγας Ναός σοι τ να τ μψύχ.

(6) Σημείωσαι, τι περιττς γράφεται δ παρ τος Μηναίοις μνήμη Λουκιλλιανο, Παύλης, κα τν σν ατος νηπίων Κλαυδίου, πατίου, Παύλου κα Διονυσίου. Ατη γρ γράφεται μετ το Συναξαρίου ατν κατ τν τρίτην το ουνίου.

*

Μνήμη το σίου Πατρς μν Μελετίου το Γαλλησιώτου κα μολογητο, στις χρημάτισεν ν τει ͵ασν΄ [1250].

Κτείνει Δαβδ μέν, λλόφυλον σφενδόν,
Κτείνει δ Μελέτιος Ασόνων πλάνην (7).

(7) Τν Βίον το σίου τούτου μετέφρασεν μ ναξιότης, κα ρα τοτον ες τ Νέον κλόγιον. Συνέγραψα δ κα κολουθίαν ες ατόν.

*

Μνήμη το ν γίοις Πατρς μν Μάρκου φέσου το Εγενικο, το τς ρθοδοξίας τν νατολικν Γραικν μονομάχου κα περμάχου κα φύλακος.

Κρατε μν τλας μυθικς μοις πόλον,
Κρατε δ’ ληθς Μάρκος ρθοδοξίαν (8).

(8) Ες τν γιον Μάρκον τς φέσου, κολουθίαν γλαφυρν συνέγραψεν μ δυναμία, δι προτροπς το ερολογιωτάτου διδασκάλου κυρο θανασίου το Παρίου, το σχολαρχοντος ν τ νήσ Χί. Κα εθε ν κδοθ κα ες τ φς τς τυπογραφίας δι τς συνεργίας τινς φιλομάρκου. Τν δ κατ πλάτος Βίον ατο ρα ες τ βιβλίον τ καλούμενον ντίπαπαν, τν παρ το ατο κυρο θανασίου συγγραφέντα ητορικς.

*

Μνήμη το ν γίοις Πατρς μν ρσενίου ρχιεπισκόπου Κερκύρας.

 

Τας τν σν γίων πρεσβείαις Χριστ Θες λέησον μς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Μακαρίου του Αιγυπτίου, Μακαρίου του Αλεξανδρέως, Μελετίου του Γαλλησιώτου, Μάρκου του Ευγενικού κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.