Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου15 Σεπτεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΕ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Νικήτα.
Φλέγη Νικήτα και γίνη νικηφόρος,
Ή μάλλον ειπείν πυρφόρος νικηφόρος.
Πέμπτη και δεκάτη, καμίνω βλήθη Νικήτας.
Ούτος εβλάστησεν από το λαμπρότερον γένος των Γότθων, οπού ευρίσκετο πέραν από τον ποταμόν Ίστρον (1), κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του Μεγάλου εν έτει τλ’ [330]. Έμαθε δε την ευσεβή πίστιν παιδιόθεν από τον Μακάριον τον Αρχιερέα του τόπου εκείνου. Επειδή δε αυτός ευσεβώς ομού και ευγενώς ανετράφη, δια τούτο εδίδασκε και τους άλλους ομογενείς του να πιστεύουν και εκείνοι, και να πολιτεύωνται ευσεβώς και εναρέτως. Καθώς και αυτός ευσεβώς επίστευε, και εναρέτως επολιτεύετο, κήρυξ και διδάσκαλος της αληθείας εις όλους γινόμενος. Επειδή δε ο δυσσεβής Αθηνάριχος, ο άρχων και πρώτος του ενός μέρους του Γοτθικού γένους (εις δύω γαρ μέρη ήτον αυτό χωρισμένον)· επειδή, λέγω, αυτός ενικήθη πολλά αισχρώς από τον Φρικιγέρνη, τον άρχοντα του άλλου μέρους των Γότθων, με την βοήθειαν και συμμαχίαν του θείου Σταυρού, και του στρατεύματος των Ρωμαίων· τούτου χάριν, αφ’ ου με πολυκαιρίαν πάλιν ανέλαβε και εδυναμώθη, εφέρετο ο μιαρός με μεγάλην μανίαν κατά των ευσεβών Χριστιανών. Και ετιμώρει αυτούς με βαρβαρικά και ανυπόφορα παιδευτήρια. Ου μόνον δε αυτός ούτως εποίει ο αλιτήριος, αλλά και εις τους υποτασσομένους αυτώ επρόσταζε να μιμούνται την κατά των Χριστιανών εδικήν του μανίαν και αγριότητα.
Επειδή λοιπόν ο του Χριστού μάρτυς Νικήτας, αύξανε περισσότερον το κήρυγμα του Ευαγγελίου, και εκήρυττε την του Χριστού πίστιν λαμπρότερον, δια τούτο πιάνεται από τους άνωθεν Γότθους αιφνιδίως εκεί, οπού εδίδασκε, και βιαίως αρπάζεται υπ’ αυτών. Έπειτα αναγκάζεται να αρνηθή τον Χριστόν. Και επειδή δεν επείθετο, δια τούτο εσύντριψαν όλα τα μέλη του σώματός του. Στομωθείς δε από την παιδείαν ταύτην, περισσότερον εκήρυττε τον Χριστόν. Δια τούτο ερρίφθη επάνω εις την φωτίαν. Και έτζι ο νικηφόρος αληθώς του Χριστού Νικήτας, έλαβε του μαρτυρίου τον αμάραντον στέφανον, ομού με άλλους πολλούς ομογενείς του Γότθους. Το δε άγιον αυτού λείψανον απεκαλύφθη δια μέσου ενός αστέρος, εις τον φίλον και γνώριμόν του Μαριανόν. Ο οποίος μετέφερεν αυτό από εκεί, εις την χώραν την καλουμένην Μουεστηνών. Και εκεί ετιμήθη με Ναόν μεγαλοπρεπή, και με άλλας τιμάς μαρτυρικάς· όπου ενεργούσε διάφορα θαύματα (2).
(1) Ίστρος, κατά τον Γεωγράφον Μελέτιον, καλείται ο Δούναβις ποταμός κατ’ εκείνον τον τόπον, από τον οποίον εμβαίνει εις αυτόν ο Σαύος ποταμός, έως της Μαύρης Θαλάσσης. Ή ως άλλοι θέλουσι, κατά τον τόπον της Αξιουπόλεως και κάτω, μέχρι των εκβολών αυτού (σελ. 227, και 416).
(2) Σημείωσαι, ότι το Μαρτύριον αυτού συνέγραψεν ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Νικητικούς αγώνας του μάρτυρος». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις). Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται του αυτού και έτερον Μαρτύριον, ου η αρχή· «Εν ταις ημέραις εκείναις εγένετο ανήρ συγκλητικός ονόματι Νικήτας».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων, των συν τω Νικήτα αθλησάντων.
Αθλούσι πληθύς ευσεβών εν Γοτθία,
Την βάρβαρον ρίψαντες εκποδών φρένα.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Φιλοθέου Πρεσβυτέρου του Θαυματουργού.
Ζήσας ο Φιλόθεος ως Θεώ φίλον,
Ζωήν άληκτον εύρε συν Θεού φίλοις.
Ούτος ήτον από ένα χωρίον καλούμενον Μύρμηξ, ευρισκόμενον κατά το θέμα του Οψικίου. Είχε δε το όνομα όμοιον και σύστοιχον, με το όνομα της μητρός του. Καθώς γαρ αυτός ωνομάζετο Φιλόθεος, έτζι και η μήτηρ του ωνομάζετο Θεοφίλα. Λαβών δε γυναίκα, και γεννήσας παιδία με αυτήν, ως ευλαβής και σώφρων εχειροτονήθη Ιερεύς. Από τότε λοιπόν σχολάζωντας πάντοτε ο αοίδιμος εις νηστείας και προσευχάς, ηξιώθη να λάβη παρά Θεού των θαυμάτων την χάριν. Όθεν, εις πολλούς μεν πεινασμένους, παραδόξως εχάρισεν άρτον. Νερόν δε του ποταμού, μετέβαλεν εις οίνον. Και πέτραν μεγάλην εμετάθεσεν εις άλλον τόπον με μόνον τον λόγον του. Και άλλα πολλά τοιαύτα θαυμάσια εποίησεν, εν όσω έζη εις την παρούσαν ζωήν. Αφ’ ου δε εκοιμήθη, και ενταφιάσθη εις μνήμα, περνώντος ενός χρόνου, μετετέθη το λείψανόν του εις άλλον τόπον. Όταν δε έμελλον να μεταθέσουν αυτό δύω Ιερείς, ω του θαύματος! εξάπλωσεν ο Άγιος ωσάν να ήτον ζωντανός τα δύω του χέρια. Και πιάσας τους Ιερείς από τους δύω ώμους, εσηκώθη επάνω, και περιπατήσας τρία βήματα, κατετέθη εις τον τόπον εκείνον, όπου ευρίσκεται μέχρι της σήμερον, μύρον αναβλύζων αένναον, εις απόδειξιν της θαυμαστής και καθαράς και ξένης πολιτείας του.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Πορφυρίου του από μίμων.
Βάπτισμα παίξε προτραπείς παίζεις πλάνην,
Ρύπτη δε Πορφύριε, και τέμνη ξίφει.
Ούτος μίμος ώντας κατά τους χρόνους του παραβάτου Ιουλιανού, εν έτει τξα’ [361], επροστάχθη μίαν φοράν από τον παραβάτην, όταν εορτάζοντο τα μιαρά και ανόσια αυτού γενέθλια (ήτοι η ημέρα εκείνη, εις την οποίαν εγεννήθη), δια να μιμηθή και να περιπαίξη τα μυστήρια των Χριστιανών. Όθεν βαπτισθείς μέσα εις νερόν, εφώναξε. Βαπτίζεται Πορφύριος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και εξελθών εκ του νερού και ενδυθείς ιμάτια άσπρα, καθώς δηλαδή οι Χριστιανοί ποιούσιν όταν βαπτίζωνται, ταύτα, λέγω, ποιήσας, ωμολόγησε τον εαυτόν του Χριστιανόν με πολλήν παρρησίαν, επειδή και η θεία χάρις ενέπνευσεν εις αυτόν την ομολογίαν ταύτην. Όθεν δια την ομολογίαν του ταύτην με ξίφος την κεφαλήν αποτέμνεται (3).
Η εύρεσις του λειψάνου του Αγίου Ακακίου, Επισκόπου Μελιτινής (4).
Τιμώντες ημείς εύρεσιν σου λειψάνου,
Εύροιμεν Ακάκιε των κακών λύσιν.
(3) Άλλος φαίνεται να ήναι ο Πορφύριος ούτος ο από μίμων, από τον Πορφύριον εκείνον, οπού εορτάζεται κατά την τετάρτην του Νοεμβρίου. Καθότι ούτος μεν, ήτον επί του παραβάτου Ιουλιανού, εκείνος δε, επί του βασιλέως Αυρηλιανού. Και καθότι άλλο δίστιχον έχει ούτος, και άλλο εκείνος.
(4) Η δε μνήμη του Αγίου τούτου Ακακίου εορτάζεται, κατά την τριακοστήν πρώτην Μαρτίου.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Μάξιμος ξίφει τελειούται.
Χριστόν θεωρών σοι προτείνοντα στέφος,
Την σην προτείνεις Μάξιμε ξίφει κάραν.
*
Αι Άγιαι δύω Κόραι ξίφει τελειούνται.
Γνώμην έχουσαι και προθυμίαν μίαν,
Κόραι δύω κλίνουσιν αυχένας ξίφει.
*
Η εύρεσις του λειψάνου του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου (5).
Εύρημα κοινόν ο Στέφανος τη κτίσει,
Θεού μεγίστου πρωταγωνιστής μέγας.
(5) Η δε μνήμη αυτού εορτάζεται, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου. Και η ανακομιδή του λειψάνου αυτού, εορτάζεται κατά την δευτέραν του Αυγούστου.
*
Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Βησσαρίων, αρχιεπίσκοπος Λαρίσσης, εν ειρήνη τελειούται.
Γήθεν μεταστάς Βησσαρίων εις πόλον,
Κακεί αρητήρ εστι συν θυηπόλοις.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Βησσαρίων, ήτον εν έτει ͵αφν’ [1550], καταγόμενος από ένα χωρίον των καλουμένων μεγάλων Πυλών, αι οποίαι ευρίσκονται εις τα τέλη της Μακεδονίας, ή μάλλον ειπείν, Θετταλίας. Εγεννήθη δε και ανετράφη από γονείς ορθοδόξους. Αφ’ ου δε έμαθε τα ιερά γράμματα και έγινε δέκα χρόνων, έλαβεν έρωτα της μοναχικής ζωής. Όθεν και επήγεν εις τον Μητροπολίτην Λαρίσσης Μάρκον ονομαζόμενον, και μείνας κοντά εις αυτόν καιρόν πολύν, επέρασε κανονικώς τους βαθμούς της ιερωσύνης, Αναγνώστης γενόμενος, Υποδιάκονος, Διάκονος, και Ιερεύς. Έπειτα εχειροτονήθη και Επίσκοπος Δομενίκου και Ελασσώνος.
Πηγαίνωντας δε ο Άγιος εις την επισκοπήν του, δεν εδέχθη από τον λαόν, κινούμενον από κάποιαν φιλονεικίαν· ή μάλλον ειπείν, από οίησιν και απαιδευσίαν. Η αιτία δε της φιλονεικίας ταύτης εστάθη, διατί η επισκοπή αυτών είχε τιμηθή ποτε εις αρχιεπισκοπήν. Όθεν και προσελθόντες εις τον τότε Πατριάρχην, Θεόληπτον ονομαζόμενον, ή μάλλον ειπείν χρυσόληπτον, έλαβον Αρχιεπίσκοπον Νεόφυτον ονόματι. Όστις ευρέθη άλυτος μετά θάνατον. Ο μακάριος λοιπόν ούτος Βησσαρίων ως του Χριστού μιμητής, δεν εψήφισε την καταφρόνησιν, οπού έδειξαν εις αυτόν οι επαρχιώται του. Μάλλον δε και αφορμήν ησυχίας εκ της καταφρονήσεως ταύτης λαβών, έμενε μαζί με τον κατά πνεύμα αυτού πατέρα και γέροντα, τον ανωτέρω δηλαδή Μάρκον, υπηρετών και ιατρεύων δια λόγου και έργου σωματικώς τε και ψυχικώς, τους ευρισκομένους εν τη Εκκλησία της Λαρίσσης ασθενείς και πτωχούς.
Αφ’ ου δε διεπέρασε τέσσαρας χρόνους εις την επίσκεψιν ταύτην των ασθενών, εχήρευσεν από ποιμένα η επισκοπή των Σταγών. Όθεν εζητήθη ο Άγιος από τον εκείνης λαόν, εις το να ποιμαίνη αυτούς προεδρικώς και εξαρχικώς. Τούτου δε γενομένου, έμεινεν ο Άγιος εν τη επισκοπή εκείνη χρόνους εξ, κατά τους οποίους πολλάς θλίψεις και ενοχλήσεις και εξορίας υπέμεινεν ο αοίδιμος από ένα κάποιον ανίερον και χαιρέκακον, Δομέτιον καλούμενον. Όταν δε ο ρηθείς Μάρκος Λαρίσσης ετελεύτησε, και απήλθεν εις τας εκείθεν μακαρίας μονάς, τότε και ο θείος ούτος Βησσαρίων κατά αίτησιν των Επισκόπων και κληρικών και παντός του λαού, έγινε Μητροπολίτης Λαρίσσης από τον τότε Πατριάρχην Ιερεμίαν.
Αλλά τις δύναται να φανερώση δια λόγου τας θεαρέστους πράξεις, οπού εκατώρθωσεν ο Άγιος μετά τον προβιβασμόν του; Τις να παραστήση τας υπ’ αυτού γενομένας ελευθερίας των σκλαβωμένων; τας βοηθείας των δεομένων; τα γεφύρια των ποταμών; Και μαρτυρεί έως τώρα το τούτου μέγα έργον του γεφυρίου, το οποίον οράται υπό πάντων εις τον ποταμόν τον τρέχοντα από Πίνδον εις την Αιτωλίαν, όστις, από μεν τους παλαιούς Έλληνας, ωνομάζετο Αργυροδίνης και Αχελώος· τώρα δε ονομάζεται από τους εγχωρίους, Λευκοπόταμος. Τούτο γαρ το γεφύρι κανένας άλλος προ του Αγίου τούτου, δεν εδυνήθη να οικοδομήση εις τοιούτον τόπον, δια το ορμητικόν τρέξιμον και την πολλήν ύλην οπού λαμβάνει ο ποταμός εκείνος, όταν γένουν βροχαίς.
Ούτος ο Άγιος πρώτος εσύστησε και έκτισεν εκ θεμελίων το νυν περικαλλές και ωραίον Μοναστήριον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, το επονομαζόμενον Δούσικον, το οποίον ευρίσκεται κοντά εις το χωρίον του. Αγκαλά και το Μοναστήριον αυτό ύστερον μετεσκευάσθη εις το καλλίτερον από τον Αρχιερέα Νεόφυτον, τον ανεψιόν του Αγίου. Και από άλλους Επισκόπους της επαρχίας Λαρίσσης, και άλλους αδελφούς του Μοναστηρίου. Είχε δε συμβοηθόν του εις τούτο ο Άγιος και τον αυτάδελφόν του, τον θεοφιλέστατον, λέγω, Επίσκοπον Καππούης και Φαναρίου. Ούτω λοιπόν καλώς και θεοφιλώς κυβερνήσας και οικονομήσας το ποίμνιόν του, και τα εδικά του πράγματα, προς Κύριον εξεδήμησε, φθάσας κοντά εις τους πεντήκοντα χρόνους.
Η δε αγία και πάντιμος αυτού κάρα, αναβλύζει μετά θάνατον διάφορα θαύματα και ιατρείας. Μάλιστα δε διώκει την ασθένειαν της πανώλης και λοιμικής από εκείνους, οπού μετά πίστεως ταύτη προστρέχουσιν. (Όρα τον κατά πλάτος Βίον αυτού εις την νεοτύπωτον φυλλάδα του, τον οποίον η εμή αδυναμία επλάτυνε και εστόλισε, καθώς νυν οράται νεοτυπωμένος.)
*
Ο Όσιος Γεράσιμος ο κτίτωρ της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος, της επονομαζομένης Σουρβίας, ήτις κείται πλησίον της εν Ζαγορά Μακρινίτζης, εν ειρήνη τελειούται (6).
Χριστός γέρας σοι τω Γερασίμω άνω,
Κεδνόν δέδωκε των ιδρώτων σου χάριν.
(6) Σημείωσαι, ότι η αγία κάρα του Οσίου τούτου Γερασίμου ευρίσκεται εν τη ρηθείση ιδία Μονή, θαύματα τελούσα τοις μετά πίστεως ταύτη προστρέχουσιν. Εκεί ευρίσκεται και ασματική τούτου Ακολουθία εν ιδία φυλλάδι περιεχομένη.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης ο Κρης, ο μαρτυρήσας εν τη Νέα Εφέσω τω ͵αωια’ [1811] (7).
(7) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΕ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Νικήτα.
Φλέγῃ Νικήτα καὶ γίνῃ νικηφόρος,
Ἢ μᾶλλον εἰπεῖν πυρφόρος νικηφόρος.
Πέμπτῃ καὶ δεκάτῃ, καμίνῳ βλήθη Νικήτας.
Οὗτος ἐβλάστησεν ἀπὸ τὸ λαμπρότερον γένος τῶν Γότθων, ὁποῦ εὑρίσκετο πέραν ἀπὸ τὸν ποταμὸν Ἴστρον (1), κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει τλ΄ [330]. Ἔμαθε δὲ τὴν εὐσεβῆ πίστιν παιδιόθεν ἀπὸ τὸν Μακάριον τὸν Ἀρχιερέα τοῦ τόπου ἐκείνου. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸς εὐσεβῶς ὁμοῦ καὶ εὐγενῶς ἀνετράφη, διὰ τοῦτο ἐδίδασκε καὶ τοὺς ἄλλους ὁμογενεῖς του νὰ πιστεύουν καὶ ἐκεῖνοι, καὶ νὰ πολιτεύωνται εὐσεβῶς καὶ ἐναρέτως. Καθὼς καὶ αὐτὸς εὐσεβῶς ἐπίστευε, καὶ ἐναρέτως ἐπολιτεύετο, κήρυξ καὶ διδάσκαλος τῆς ἀληθείας εἰς ὅλους γινόμενος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ δυσσεβὴς Ἀθηνάριχος, ὁ ἄρχων καὶ πρῶτος τοῦ ἑνὸς μέρους τοῦ Γοτθικοῦ γένους (εἰς δύω γὰρ μέρη ἦτον αὐτὸ χωρισμένον)· ἐπειδή, λέγω, αὐτὸς ἐνικήθη πολλὰ αἰσχρῶς ἀπὸ τὸν Φρικιγέρνη, τὸν ἄρχοντα τοῦ ἄλλου μέρους τῶν Γότθων, μὲ τὴν βοήθειαν καὶ συμμαχίαν τοῦ θείου Σταυροῦ, καὶ τοῦ στρατεύματος τῶν Ῥωμαίων· τούτου χάριν, ἀφ’ οὗ μὲ πολυκαιρίαν πάλιν ἀνέλαβε καὶ ἐδυναμώθη, ἐφέρετο ὁ μιαρὸς μὲ μεγάλην μανίαν κατὰ τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν. Καὶ ἐτιμώρει αὐτοὺς μὲ βαρβαρικὰ καὶ ἀνυπόφορα παιδευτήρια. Οὐ μόνον δὲ αὐτὸς οὕτως ἐποίει ὁ ἀλιτήριος, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ὑποτασσομένους αὐτῷ ἐπρόσταζε νὰ μιμοῦνται τὴν κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἐδικήν του μανίαν καὶ ἀγριότητα.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ τοῦ Χριστοῦ μάρτυς Νικήτας, αὔξανε περισσότερον τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ἐκήρυττε τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν λαμπρότερον, διὰ τοῦτο πιάνεται ἀπὸ τοὺς ἄνωθεν Γότθους αἰφνιδίως ἐκεῖ, ὁποῦ ἐδίδασκε, καὶ βιαίως ἁρπάζεται ὑπ’ αὐτῶν. Ἔπειτα ἀναγκάζεται νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείθετο, διὰ τοῦτο ἐσύντριψαν ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του. Στομωθεὶς δὲ ἀπὸ τὴν παιδείαν ταύτην, περισσότερον ἐκήρυττε τὸν Χριστόν. Διὰ τοῦτο ἐρρίφθη ἐπάνω εἰς τὴν φωτίαν. Καὶ ἔτζι ὁ νικηφόρος ἀληθῶς τοῦ Χριστοῦ Νικήτας, ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν ἀμάραντον στέφανον, ὁμοῦ μὲ ἄλλους πολλοὺς ὁμογενεῖς του Γότθους. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἀπεκαλύφθη διὰ μέσου ἑνὸς ἀστέρος, εἰς τὸν φίλον καὶ γνώριμόν του Μαριανόν. Ὁ ὁποῖος μετέφερεν αὐτὸ ἀπὸ ἐκεῖ, εἰς τὴν χώραν τὴν καλουμένην Μουεστηνῶν. Καὶ ἐκεῖ ἐτιμήθη μὲ Ναὸν μεγαλοπρεπῆ, καὶ μὲ ἄλλας τιμὰς μαρτυρικάς· ὅπου ἐνεργοῦσε διάφορα θαύματα (2).
(1) Ἴστρος, κατὰ τὸν Γεωγράφον Μελέτιον, καλεῖται ὁ Δούναβις ποταμὸς κατ’ ἐκεῖνον τὸν τόπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐμβαίνει εἰς αὐτὸν ὁ Σαῦος ποταμός, ἕως τῆς Μαύρης Θαλάσσης. Ἢ ὡς ἄλλοι θέλουσι, κατὰ τὸν τόπον τῆς Ἀξιουπόλεως καὶ κάτω, μέχρι τῶν ἐκβολῶν αὐτοῦ (σελ. 227, καὶ 416).
(2) Σημείωσαι, ὅτι τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ συνέγραψεν ἑλληνιστὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Νικητικοὺς ἀγῶνας τοῦ μάρτυρος». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις). Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται τοῦ αὐτοῦ καὶ ἕτερον Μαρτύριον, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐγένετο ἀνὴρ συγκλητικὸς ὀνόματι Νικήτας».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, τῶν σὺν τῷ Νικήτᾳ ἀθλησάντων.
Ἀθλοῦσι πληθὺς εὐσεβῶν ἐν Γοτθίᾳ,
Τὴν βάρβαρον ῥίψαντες ἐκποδὼν φρένα.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Φιλοθέου Πρεσβυτέρου τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ζήσας ὁ Φιλόθεος ὡς Θεῷ φίλον,
Ζωὴν ἄληκτον εὗρε σὺν Θεοῦ φίλοις.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ ἕνα χωρίον καλούμενον Μύρμηξ, εὑρισκόμενον κατὰ τὸ θέμα τοῦ Ὀψικίου. Εἶχε δὲ τὸ ὄνομα ὅμοιον καὶ σύστοιχον, μὲ τὸ ὄνομα τῆς μητρός του. Καθὼς γὰρ αὐτὸς ὠνομάζετο Φιλόθεος, ἔτζι καὶ ἡ μήτηρ του ὠνομάζετο Θεοφίλα. Λαβὼν δὲ γυναῖκα, καὶ γεννήσας παιδία μὲ αὐτήν, ὡς εὐλαβὴς καὶ σώφρων ἐχειροτονήθη Ἱερεύς. Ἀπὸ τότε λοιπὸν σχολάζωντας πάντοτε ὁ ἀοίδιμος εἰς νηστείας καὶ προσευχάς, ἠξιώθη νὰ λάβῃ παρὰ Θεοῦ τῶν θαυμάτων τὴν χάριν. Ὅθεν, εἰς πολλοὺς μὲν πεινασμένους, παραδόξως ἐχάρισεν ἄρτον. Νερὸν δὲ τοῦ ποταμοῦ, μετέβαλεν εἰς οἶνον. Καὶ πέτραν μεγάλην ἐμετάθεσεν εἰς ἄλλον τόπον μὲ μόνον τὸν λόγον του. Καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα θαυμάσια ἐποίησεν, ἐν ὅσῳ ἔζη εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκοιμήθη, καὶ ἐνταφιάσθη εἰς μνῆμα, περνῶντος ἑνὸς χρόνου, μετετέθη τὸ λείψανόν του εἰς ἄλλον τόπον. Ὅταν δὲ ἔμελλον νὰ μεταθέσουν αὐτὸ δύω Ἱερεῖς, ὢ τοῦ θαύματος! ἐξάπλωσεν ὁ Ἅγιος ὡσὰν νὰ ἦτον ζωντανὸς τὰ δύω του χέρια. Καὶ πιάσας τοὺς Ἱερεῖς ἀπὸ τοὺς δύω ὤμους, ἐσηκώθη ἐπάνω, καὶ περιπατήσας τρία βήματα, κατετέθη εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου εὑρίσκεται μέχρι τῆς σήμερον, μῦρον ἀναβλύζων ἀένναον, εἰς ἀπόδειξιν τῆς θαυμαστῆς καὶ καθαρᾶς καὶ ξένης πολιτείας του.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πορφυρίου τοῦ ἀπὸ μίμων.
Βάπτισμα παῖξε προτραπεὶς παίζεις πλάνην,
Ῥύπτῃ δὲ Πορφύριε, καὶ τέμνῃ ξίφει.
Οὗτος μίμος ὤντας κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ παραβάτου Ἰουλιανοῦ, ἐν ἔτει τξα΄ [361], ἐπροστάχθη μίαν φορὰν ἀπὸ τὸν παραβάτην, ὅταν ἑορτάζοντο τὰ μιαρὰ καὶ ἀνόσια αὐτοῦ γενέθλια (ἤτοι ἡ ἡμέρα ἐκείνη, εἰς τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη), διὰ νὰ μιμηθῇ καὶ νὰ περιπαίξῃ τὰ μυστήρια τῶν Χριστιανῶν. Ὅθεν βαπτισθεὶς μέσα εἰς νερόν, ἐφώναξε. Βαπτίζεται Πορφύριος εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἐξελθὼν ἐκ τοῦ νεροῦ καὶ ἐνδυθεὶς ἱμάτια ἄσπρα, καθὼς δηλαδὴ οἱ Χριστιανοὶ ποιοῦσιν ὅταν βαπτίζωνται, ταῦτα, λέγω, ποιήσας, ὡμολόγησε τὸν ἑαυτόν του Χριστιανὸν μὲ πολλὴν παρρησίαν, ἐπειδὴ καὶ ἡ θεία χάρις ἐνέπνευσεν εἰς αὐτὸν τὴν ὁμολογίαν ταύτην. Ὅθεν διὰ τὴν ὁμολογίαν του ταύτην μὲ ξίφος τὴν κεφαλὴν ἀποτέμνεται (3).
Ἡ εὕρεσις τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, Ἐπισκόπου Μελιτινῆς (4).
Τιμῶντες ἡμεῖς εὕρεσιν σοῦ λειψάνου,
Εὕροιμεν Ἀκάκιε τῶν κακῶν λύσιν.
(3) Ἄλλος φαίνεται νὰ ᾖναι ὁ Πορφύριος οὗτος ὁ ἀπὸ μίμων, ἀπὸ τὸν Πορφύριον ἐκεῖνον, ὁποῦ ἑορτάζεται κατὰ τὴν τετάρτην τοῦ Νοεμβρίου. Καθότι οὗτος μέν, ἦτον ἐπὶ τοῦ παραβάτου Ἰουλιανοῦ, ἐκεῖνος δέ, ἐπὶ τοῦ βασιλέως Αὐρηλιανοῦ. Καὶ καθότι ἄλλο δίστιχον ἔχει οὗτος, καὶ ἄλλο ἐκεῖνος.
(4) Ἡ δὲ μνήμη τοῦ Ἁγίου τούτου Ἀκακίου ἑορτάζεται, κατὰ τὴν τριακοστὴν πρώτην Μαρτίου.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάξιμος ξίφει τελειοῦται.
Χριστὸν θεωρῶν σοι προτείνοντα στέφος,
Τὴν σὴν προτείνεις Μάξιμε ξίφει κάραν.
*
Αἱ Ἅγιαι δύω Κόραι ξίφει τελειοῦνται.
Γνώμην ἔχουσαι καὶ προθυμίαν μίαν,
Κόραι δύω κλίνουσιν αὐχένας ξίφει.
*
Ἡ εὕρεσις τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου (5).
Εὕρημα κοινὸν ὁ Στέφανος τῇ κτίσει,
Θεοῦ μεγίστου πρωταγωνιστὴς μέγας.
(5) Ἡ δὲ μνήμη αὐτοῦ ἑορτάζεται, κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ Δεκεμβρίου. Καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου αὐτοῦ, ἑορτάζεται κατὰ τὴν δευτέραν τοῦ Αὐγούστου.
*
Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Βησσαρίων, ἀρχιεπίσκοπος Λαρίσσης, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Γῆθεν μεταστὰς Βησσαρίων εἰς πόλον,
Κᾀκεῖ ἀρητήρ ἐστι σὺν θυηπόλοις.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Βησσαρίων, ἦτον ἐν ἔτει ͵αφν΄ [1550], καταγόμενος ἀπὸ ἕνα χωρίον τῶν καλουμένων μεγάλων Πυλῶν, αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται εἰς τὰ τέλη τῆς Μακεδονίας, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, Θετταλίας. Ἐγεννήθη δὲ καὶ ἀνετράφη ἀπὸ γονεῖς ὀρθοδόξους. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ ἔγινε δέκα χρόνων, ἔλαβεν ἔρωτα τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὅθεν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν Μητροπολίτην Λαρίσσης Μάρκον ὀνομαζόμενον, καὶ μείνας κοντὰ εἰς αὐτὸν καιρὸν πολύν, ἐπέρασε κανονικῶς τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης, Ἀναγνώστης γενόμενος, Ὑποδιάκονος, Διάκονος, καὶ Ἱερεύς. Ἔπειτα ἐχειροτονήθη καὶ Ἐπίσκοπος Δομενίκου καὶ Ἐλασσῶνος.
Πηγαίνωντας δὲ ὁ Ἅγιος εἰς τὴν ἐπισκοπήν του, δὲν ἐδέχθη ἀπὸ τὸν λαόν, κινούμενον ἀπὸ κᾄποιαν φιλονεικίαν· ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, ἀπὸ οἴησιν καὶ ἀπαιδευσίαν. Ἡ αἰτία δὲ τῆς φιλονεικίας ταύτης ἐστάθη, διατὶ ἡ ἐπισκοπὴ αὑτῶν εἶχε τιμηθῇ ποτε εἰς ἀρχιεπισκοπήν. Ὅθεν καὶ προσελθόντες εἰς τὸν τότε Πατριάρχην, Θεόληπτον ὀνομαζόμενον, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν χρυσόληπτον, ἔλαβον Ἀρχιεπίσκοπον Νεόφυτον ὀνόματι. Ὅστις εὑρέθη ἄλυτος μετὰ θάνατον. Ὁ μακάριος λοιπὸν οὗτος Βησσαρίων ὡς τοῦ Χριστοῦ μιμητής, δὲν ἐψήφισε τὴν καταφρόνησιν, ὁποῦ ἔδειξαν εἰς αὐτὸν οἱ ἐπαρχιῶταί του. Μᾶλλον δὲ καὶ ἀφορμὴν ἡσυχίας ἐκ τῆς καταφρονήσεως ταύτης λαβών, ἔμενε μαζὶ μὲ τὸν κατὰ πνεῦμα αὑτοῦ πατέρα καὶ γέροντα, τὸν ἀνωτέρω δηλαδὴ Μάρκον, ὑπηρετῶν καὶ ἰατρεύων διὰ λόγου καὶ ἔργου σωματικῶς τε καὶ ψυχικῶς, τοὺς εὑρισκομένους ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Λαρίσσης ἀσθενεῖς καὶ πτωχούς.
Ἀφ’ οὗ δὲ διεπέρασε τέσσαρας χρόνους εἰς τὴν ἐπίσκεψιν ταύτην τῶν ἀσθενῶν, ἐχήρευσεν ἀπὸ ποιμένα ἡ ἐπισκοπὴ τῶν Σταγῶν. Ὅθεν ἐζητήθη ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸν ἐκείνης λαόν, εἰς τὸ νὰ ποιμαίνῃ αὐτοὺς προεδρικῶς καὶ ἐξαρχικῶς. Τούτου δὲ γενομένου, ἔμεινεν ὁ Ἅγιος ἐν τῇ ἐπισκοπῇ ἐκείνῃ χρόνους ἕξ, κατὰ τοὺς ὁποίους πολλὰς θλίψεις καὶ ἐνοχλήσεις καὶ ἐξορίας ὑπέμεινεν ὁ ἀοίδιμος ἀπὸ ἕνα κᾄποιον ἀνίερον καὶ χαιρέκακον, Δομέτιον καλούμενον. Ὅταν δὲ ὁ ῥηθεὶς Μάρκος Λαρίσσης ἐτελεύτησε, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὰς ἐκεῖθεν μακαρίας μονάς, τότε καὶ ὁ θεῖος οὗτος Βησσαρίων κατὰ αἴτησιν τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ, ἔγινε Μητροπολίτης Λαρίσσης ἀπὸ τὸν τότε Πατριάρχην Ἱερεμίαν.
Ἀλλὰ τίς δύναται νὰ φανερώσῃ διὰ λόγου τὰς θεαρέστους πράξεις, ὁποῦ ἐκατώρθωσεν ὁ Ἅγιος μετὰ τὸν προβιβασμόν του; Τίς νὰ παραστήσῃ τὰς ὑπ’ αὐτοῦ γενομένας ἐλευθερίας τῶν σκλαβωμένων; τὰς βοηθείας τῶν δεομένων; τὰ γεφύρια τῶν ποταμῶν; Καὶ μαρτυρεῖ ἕως τώρα τὸ τούτου μέγα ἔργον τοῦ γεφυρίου, τὸ ὁποῖον ὁρᾶται ὑπὸ πάντων εἰς τὸν ποταμὸν τὸν τρέχοντα ἀπὸ Πίνδον εἰς τὴν Αἰτωλίαν, ὅστις, ἀπὸ μὲν τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας, ὠνομάζετο Ἀργυροδίνης καὶ Ἀχελῶος· τώρα δὲ ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς ἐγχωρίους, Λευκοπόταμος. Τοῦτο γὰρ τὸ γεφύρι κᾀνένας ἄλλος πρὸ τοῦ Ἁγίου τούτου, δὲν ἐδυνήθη νὰ οἰκοδομήσῃ εἰς τοιοῦτον τόπον, διὰ τὸ ὁρμητικὸν τρέξιμον καὶ τὴν πολλὴν ὕλην ὁποῦ λαμβάνει ὁ ποταμὸς ἐκεῖνος, ὅταν γένουν βροχαῖς.
Οὗτος ὁ Ἅγιος πρῶτος ἐσύστησε καὶ ἔκτισεν ἐκ θεμελίων τὸ νῦν περικαλλὲς καὶ ὡραῖον Μοναστήριον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ἐπονομαζόμενον Δούσικον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὸ χωρίον του. Ἀγκαλὰ καὶ τὸ Μοναστήριον αὐτὸ ὕστερον μετεσκευάσθη εἰς τὸ καλλίτερον ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα Νεόφυτον, τὸν ἀνεψιὸν τοῦ Ἁγίου. Καὶ ἀπὸ ἄλλους Ἐπισκόπους τῆς ἐπαρχίας Λαρίσσης, καὶ ἄλλους ἀδελφοὺς τοῦ Μοναστηρίου. Εἶχε δὲ συμβοηθόν του εἰς τοῦτο ὁ Ἅγιος καὶ τὸν αὐτάδελφόν του, τὸν θεοφιλέστατον, λέγω, Ἐπίσκοπον Καππούης καὶ Φαναρίου. Οὕτω λοιπὸν καλῶς καὶ θεοφιλῶς κυβερνήσας καὶ οἰκονομήσας τὸ ποίμνιόν του, καὶ τὰ ἐδικά του πράγματα, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε, φθάσας κοντὰ εἰς τοὺς πεντήκοντα χρόνους.
Ἡ δὲ ἁγία καὶ πάντιμος αὐτοῦ κάρα, ἀναβλύζει μετὰ θάνατον διάφορα θαύματα καὶ ἰατρείας. Μάλιστα δὲ διώκει τὴν ἀσθένειαν τῆς πανώλης καὶ λοιμικῆς ἀπὸ ἐκείνους, ὁποῦ μετὰ πίστεως ταύτῃ προστρέχουσιν. (Ὅρα τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ εἰς τὴν νεοτύπωτον φυλλάδα του, τὸν ὁποῖον ἡ ἐμὴ ἀδυναμία ἐπλάτυνε καὶ ἐστόλισε, καθὼς νῦν ὁρᾶται νεοτυπωμένος.)
*
Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ κτίτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς ἐπονομαζομένης Σουρβίας, ἥτις κεῖται πλησίον τῆς ἐν Ζαγορᾷ Μακρινίτζης, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (6).
Χριστὸς γέρας σοι τῷ Γερασίμῳ ἄνω,
Κεδνὸν δέδωκε τῶν ἱδρώτων σου χάριν.
(6) Σημείωσαι, ὅτι ἡ ἁγία κάρα τοῦ Ὁσίου τούτου Γερασίμου εὑρίσκεται ἐν τῇ ῥηθείσῃ ἰδίᾳ Μονῇ, θαύματα τελοῦσα τοῖς μετὰ πίστεως ταύτῃ προστρέχουσιν. Ἐκεῖ εὑρίσκεται καὶ ᾀσματικὴ τούτου Ἀκολουθία ἐν ἰδίᾳ φυλλάδι περιεχομένη.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ὁ Κρής, ὁ μαρτυρήσας ἐν τῇ Νέᾳ Ἐφέσῳ τῷ ͵αωια΄ [1811] (7).
(7) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *