Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου10 Μαρτίου

Των Αγίων Κοδράτου του εν Κορίνθω και των συν αυτώ, Αναστασίας της Πατρικίας, Μαρκιανού, Μιχαήλ Νεομάρτυρος του Μαυρουδή

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Τω αυτώ μηνί Ι’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Κοδράτου του εν Κορίνθω, και των συν αυτώ, Ανέκτου, Παύλου, Διονυσίου, Κυπριανού, και Κρήσκεντος.

Εις τον Κοδράτον.

Των δυσσεβών την πίστιν ύβρεσι πλύνας,
Τμηθείς Κοδράτε σων αφ’ αιμάτων πλύνη.

Εις τον Άνεκτον, Παύλον και Διονύσιον.

Γνωστοίς Άνεκτον συν δυσί κτείνει ξίφος,
Οις ουκ ανεκτόν μη θανείν Θεού χάριν.

Εις τον Κρήσκεντα και Κυπριανόν.

Ορών καταθνήσκοντα Κρήσκεντα ξίφει,
Σπεύδει συν αυτώ Κυπριανός τεθνάναι.

Άμφηκες δεκάτη Κοδράτον ξίφος εγκατέπεφνεν.

Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου και του Ουαλλεριανού, και Ιάσωνος ηγεμόνος Ελλάδος, εν έτει σνβ’ [252]. Ο δε Άγιος Κοδράτος επειδή έμεινε πολλά νήπιον, αφ’ ου απέθανεν η μήτηρ του, δια τούτο ετρέφετο δια θαύματος. Τριγύρω γαρ εις αυτόν εφαίνετο ένα νέφαλον, το οποίον έδιδεν εις αυτόν φαγητόν. Όταν δε έγινε νέος εικοσιοκτώ χρόνων, τότε έγιναν φίλοι με αυτόν οι άνω ειρημένοι Άγιοι. Μαζί με τους οποίους πιασθείς από τους Έλληνας δια την εις Χριστόν ομολογίαν, εδάρθη δυνατά ομού με αυτούς, και ούτως απεκεφαλίσθησαν όλοι, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.

 *

Αγία Αναστασία η ΠατρικίαΤη αυτή ημέρα μνήμη της Οσίας μητρός ημών Αναστασίας της Πατρικίας.

Η Πατρικία πάντα λιπούσα τάδε,
Πάντων κατέστη κυρία εν τω πόλω.

Κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού του μεγάλου εν έτει φλ’ [530], εστάθη μία γυναίκα εις την Κωνσταντινούπολιν ευλαβής και φοβουμένη τον Θεόν, Αναστασία ονόματι, καταγομένη από γονείς πλουσίους και ευγενείς. Αύτη δε ήτον πρώτη πατρικία του βασιλέως, η οποία έχουσα τον φόβον του Θεού εις την καρδίαν της, εφύλαττε τας εντολάς του. Είχε δε φυσικήν ανδρίαν και πολλήν πραότητα, ώστε οπού, όλοι οι φιλόθεοι Χριστιανοί έχαιρον εις τας αρετάς της, και αυτός ο ίδιος βασιλεύς Ιουστινιανός. Επειδή δε ο των ζιζανίων σπορεύς Διάβολος, συνειθίζει να φθονή πάντοτε και να κατηγορή το καλόν και την αρετήν, και δεν αφίνει να έχουν ανάπαυσιν, και ειρήνην οι την αρετήν μεταχειριζόμενοι, δια τούτο και η μακαρία αύτη Πατρικία, εφθονήθη από την βασίλισσαν δια τας αρετάς της. Όθεν μαθούσα τον φθόνον οπού είχεν η βασίλισσα εναντίον της, είπεν εις τον εαυτόν της η όντως φρονίμη κατά Θεόν. Αναστασία, επειδή και τώρα ευρήκες εύλογον και αληθινήν αφορμήν, σώζουσα σώζε την εδικήν σου ψυχήν, και έτζι, την μεν βασίλισσαν, θέλεις ελευθερώσεις από τον άλογον φθόνον, εις δε τον εαυτόν σου, θέλεις προξενήσεις την βασιλείαν των Ουρανών. Αφ’ ου δε εσυλλογίσθη ταύτα η μακαρία, επίασε καράβι με ναύλον, και πέρνουσα μέρος τι από τον πλούτον και υπάρχοντά της, τα δε λοιπά αφήσασα, επήγεν εις την Αλεξάνδρειαν. Εκεί λοιπόν κτίσασα Μοναστήριον εις ένα τόπον, ονομαζόμενον Πέμπτον, ησύχαζεν εις αυτό, υφαίνουσα ιερά πανία, και σπουδάζουσα, πώς να αρέση εις τον Θεόν. Εις τον τόπον δε εκείνον έως του νυν ευρίσκεται το Μοναστήριον αυτής, επονομαζόμενον της Πατρικίας. Αφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, απέθανεν η βασίλισσα. Τότε ενθυμήθη ο βασιλεύς την καλήν Πατρικίαν. Όθεν έστειλε πανταχού ανθρώπους δια να ζητήσουν επιμελώς να την εύρουν. Μαθούσα δε τούτο η αληθώς αμνάς του Θεού, αφήκε το Μοναστήριόν της, και δια νυκτός επήγεν εις την Σκήτιν προς τον Αββάν Δανιήλ, και εξωμολογήθη εις αυτόν άπασαν την εαυτής υπόθεσιν. Ο δε Όσιος ενδύσας αυτήν ανδρικά φορέματα, μετωνόμασεν Αναστάσιον. Είτα εμβάσας αυτήν μέσα εις ένα σπήλαιον, το οποίον ήτον μακράν από την Σκήτιν, την έκλεισεν εκεί, δους κανόνα και εντολήν εις αυτήν, μήτε αυτή να εύγη έξω από το σπήλαιον, μήτε άλλον να αφήση να έμβη εις αυτό με τελειότητα. Εδιώρισε δε και ένα αδελφόν να της πηγαίνη ένα σταμνί νερόν, το οποίον να βάλλη έξω του σπηλαίου, και λαμβάνων ευχήν να αναχωρή.

Έμενε λοιπόν εκεί κεκλεισμένη η όντως αδαμαντίνη και ανδρεία ψυχή, χωρίς να εύγη έξωθεν, χρόνους ολοκλήρους εικοσιοκτώ, φυλάττουσα απαρασάλευτα τον κανόνα του γέροντος. Όθεν ποίος νους δύναται να εννοήση, ή ποία γλώσσα ημπορεί να ειπή τας αρετάς, οπού εκατώρθωσεν η αοίδιμος, εις το διάστημα εκείνο των εικοσιοκτώ χρόνων; ή ποίον χέρι δύναται να περιγράψη τα δάκρυα, οπού καθ’ εκάστην ημέραν επρόσφερεν η τρισολβία, ωσάν θυσίαν εις τον Κύριον; ή τους αναστεναγμούς εκείνης και οδυρμούς; ή τας αγρυπνίας και ψαλμωδίας; ή τας προσευχάς και αναγνώσεις; ή το στάσιμον και τας γονυκλισίας; ή τας χαμευνίας και τας νηστείας; και προτίτερα από αυτά, τις δύναται να παραστήση τους πολέμους των δαιμόνων και τας επαναστάσεις, οπού εκεί εδοκίμασεν η μακαρία; ή τας πονηράς ενθυμήσεις των σαρκικών ηδονών, και τα τούτοις όμοια; Το δε να ήναι έγκλειστος και παντάπασιν ανεύγαλτος εις όλας τας ημέρας των εικοσιοκτώ χρόνων, μία γυναίκα συγκλητική, οπού ήτον αναθρεμμένη εις τα βασίλεια, και συνειθισμένη να συναναστρέφεται πάντοτε με πλήθος ανδρών και γυναικών, τούτο αληθώς, τούτο εκπλήττει κάθε νουν και διάνοιαν. Με τούτους λοιπόν και τους τοιούτους αγώνας αγωνισαμένη, έγινε σκεύος και κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος. Προγνωρίσασα δε τον θάνατον και την προς Κύριον αυτής εκδημίαν, έγραψεν επάνω εις κεραμίδι προς τον γέροντα Δανιήλ, λέγουσα. Έπαρε μαζί σου τον αδελφόν, οπού μοι έφερνε το νερόν, και τα εργαλεία, όσα είναι επιτήδεια δια να κατασκευασθή τάφος, και ελθέ ογλίγωρα δια να ενταφιάσης το τέκνον σου, Αναστάσιον τον ευνούχον. Ταύτα γράψασα, έβαλεν έξω της πόρτας του σπηλαίου. Ο δε Όσιος Δανιήλ απεκαλύφθη ταύτα υπό Θεού δια νυκτερινής οπτασίας, και λέγει προς τον μαθητήν του. Σπούδασον αδελφέ, να υπάγης εις το σπήλαιον, όπου κατοικεί ο αδελφός ημών Αναστάσιος ο ευνούχος, και προσέχωντας έξω του σπηλαίου του, θέλεις ευρήσεις κεραμίδι γεγραμμένον, το οποίον πέρνωντας, με πολλήν σπουδήν και ογλιγωρότητα γύρισον προς ημάς. Αφ’ ου δε ο αδελφός έφερε το κεραμίδι, εδιάβασε τα γράμματα ο γέρων και εδάκρυσε. Είτα πέρνωντας τον αδελφόν και τα επιτήδεια εργαλεία, επήγεν ογλίγωρα. Και ανοίξαντες το σπήλαιον, ευρήκαν τον μακάριον Αναστάσιον, οπού εθερμαίνετο. Προσπεσών δε εις αυτόν ο γέρων, έκλαυσε λέγων. Μακάριος είσαι, αδελφέ Αναστάσιε, διατί φροντίζων και ενθυμούμενος την ώραν ταύτην του θανάτου, κατεφρόνησας βασιλείαν επίγειον. Εύξαι λοιπόν δια λόγου μας προς τον Κύριον. Ο δε Αναστάσιος, εγώ πάτερ, είπεν, εγώ περισσότερον έχω χρείαν πολλών ευχών εν τη ώρα ταύτη. Ο γέρων απεκρίθη. Αν εγώ ήθελα αποθάνω προτίτερα, βέβαια έμελλον να παρακαλέσω τον Θεόν δια λόγου σου. Αναστάσα δε και καθίσασα επάνω εις το ψιάθιον, κατεφίλησε την κεφαλήν του γέροντος, προσευξαμένη (1). Και λαβών ο γέρων τον μαθητήν του, έρριψεν εις τους πόδας αυτής λέγων. Ευλόγησον το τέκνον σου τον μαθητήν μου. Η δε Αγία καταφιλήσασα αυτόν είπε. Θεέ των Πατέρων μου, οπού παραστέκεσαι εις εμένα εν τη ώρα ταύτη δια να με χωρίσης από το σώμα τούτο. Συ Κύριε, οπού ηξεύρεις όλα τα διαβήματα και τους δρόμους, οπού έκαμεν ο αδελφός ούτος, πηγαίνωντας και ερχόμενος εις το σπήλαιον τούτο δια το όνομά σου, και δια την εδικήν μου ασθένειαν και ταλαιπωρίαν, συ ανάπαυσον το πνεύμα των Αγίων Πατέρων εις αυτόν, καθώς ανέπαυσας και το πνεύμα του Ηλιού εις τον Ελισσαίον. Έπειτα γυρίσας προς τον γέροντα λέγει. Δια τον Κύριον πάτερ, μη ευγάλετε τα φορέματα οπού είμαι ενδυμένος, μηδέ άλλος τινάς ας μη ηξεύρη τα κατ’ εμέ. Κοινωνήσασα δε των θείων Μυστηρίων, λέγει. Δότε μοι την εν Χριστώ αγάπην, και εύξασθε δια λόγου μου. Αναβλέψασα δε εις τα δεξιά μέρη, λέγει, καλώς ήλθετε (έλεγε δε τούτο εις τους Αγίους Αγγέλους) και ιδού έλαμψε το πρόσωπον αυτής ωσάν φωτία. Είτα ποιήσασα το σημείον του τιμίου Σταυρού εις το στόμα της, είπε· «Κύριε εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Και τούτο ειπούσα, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Έκλαυσε δε ο γέρων και ο μαθητής του, και έσκαψαν τάφον έμπροσθεν του σπηλαίου. Είτα εκδυθείς ο γέρων το φόρεμα οπού εφόρει, λέγει εις τον μαθητήν του, ένδυσον τέκνον τον αδελφόν το φόρεμα τούτο, επάνω από τα φορέματα οπού φορεί, (ήτον δε ταύτα χονδρά και ευτελέστατα). Όταν δε ένδυεν ο αδελφός την μακαρίαν, εφάνησαν εις αυτόν τα βυζία της, ωσάν φύλλα κατεξηραμμένα, πλην δεν είπε περί τούτου τίποτε εις τον γέροντα. Αφ’ ου δε ενταφίασαν αυτήν (2) και εγύριζαν εις την Σκήτιν, λέγει ο μαθητής εις τον γέροντα. Ηξεύρεις πάτερ, ότι ο ευνούχος Αναστάσιος, ήτον γυναίκα; Ο δε γέρων απεκρίθη. Το ηξεύρω και εγώ τέκνον, αλλά δια να μη φανερωθή το πράγμα πανταχού, τούτου χάριν ένδυσα αυτήν με ανδρικήν στολήν, και Αναστάσιον αυτήν ωνόμασα, δια το ανύποπτον. Πολλή γαρ ζήτησις έγινε δι’ αυτήν από τον βασιλέα Ιουστινιανόν, εις κάθε πόλιν και χώραν, και μάλιστα εις τα μέρη ταύτα, αλλ’ ιδού οπού εφυλάχθη από λόγου μας αφανής με την χάριν του Θεού. Και τότε άρχισεν ο γέρων και εδιηγήθη λεπτομερώς όλον τον βίον της.

(1) Εις δε τον Παράδεισον των Πατέρων γράφονται και τα λόγια ταύτα, άπερ είπε προς αυτόν η Οσία· «Ο Θεός ο οδηγήσας με εν τω τόπω τούτω, αυτός πληρώσαι μετά του γήρως σου ως μετά Αβραάμ. Μακάριος ει, συ νέε Αβραάμ και ξενοδόχε Χριστού, ότι πολλούς καρπούς δέχεται ο Κύριος δια των χειρών σου…».

(2) Εις δε τον Παράδεισον των Πατέρων γράφονται και ταύτα, ήγουν ότι αφ’ ου ενταφίασαν αυτήν, είπεν ο γέρων εις τον μαθητήν του, ας καταλύσωμεν σήμερον την νηστείαν, και ας ποιήσωμεν αγάπην επάνω του γέροντος. Και κοινωνήσαντες, εύρον αυτόν έχοντα ολίγα παξιμάδια, και ολίγα βρεκτά όσπρια, και έφαγον. Και πέρνοντες την σειράν και το ζιμπύλιον οπού ειργάζετο, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες τω Θεώ.

 *

Ο Άγιος Μάρτυς Μαρκιανός, ξύλοις θλασθείς, τελειούται.

Εθαύμασαν βροτοί σε θλασθέντα ξύλοις,
Αμήν λέγω σοι Μαρκιανέ και νόες.

 *

Άγιος Μιχαήλ ο ΜαυρουδήςΟ Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο Μαυρουδής, ο εν Θεσσαλονίκη μαρτυρήσας εν έτει ͵αφμδ’ [1544], πυρί τελειούται.

Ου Μάρτυς απλούς, αλλά και θείων λόγων,
Ρήτωρ εδείχθης ω Μιχαήλ παμμάκαρ (3).

(3) Όρα το Μαρτύριον αυτού εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

 Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

 Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

 

 

 

 

 

 

Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ι΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Κοδράτου τοῦ ἐν Κορίνθῳ, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, Ἀνέκτου, Παύλου, Διονυσίου, Κυπριανοῦ, καὶ Κρήσκεντος.

Εἰς τὸν Κοδράτον.

Τῶν δυσσεβῶν τὴν πίστιν ὕβρεσι πλύνας,
Τμηθεὶς Κοδράτε σῶν ἀφ’ αἱμάτων πλύνῃ.

Εἰς τὸν Ἄνεκτον, Παῦλον καὶ Διονύσιον.

Γνωστοῖς Ἄνεκτον σὺν δυσὶ κτείνει ξίφος,
Οἷς οὐκ ἀνεκτὸν μὴ θανεῖν Θεοῦ χάριν.

Εἰς τὸν Κρήσκεντα καὶ Κυπριανόν.

Ὁρῶν καταθνήσκοντα Κρήσκεντα ξίφει,
Σπεύδει σὺν αὐτῷ Κυπριανὸς τεθνάναι.

Ἄμφηκες δεκάτῃ Κοδράτον ξίφος ἐγκατέπεφνεν.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου καὶ τοῦ Οὐαλλεριανοῦ, καὶ Ἰάσωνος ἡγεμόνος Ἑλλάδος, ἐν ἔτει σνβ΄ [252]. Ὁ δὲ Ἅγιος Κοδράτος ἐπειδὴ ἔμεινε πολλὰ νήπιον, ἀφ’ οὗ ἀπέθανεν ἡ μήτηρ του, διὰ τοῦτο ἐτρέφετο διὰ θαύματος. Τριγύρω γὰρ εἰς αὐτὸν ἐφαίνετο ἕνα νέφαλον, τὸ ὁποῖον ἔδιδεν εἰς αὐτὸν φαγητόν. Ὅταν δὲ ἔγινε νέος εἰκοσιοκτὼ χρόνων, τότε ἔγιναν φίλοι μὲ αὐτὸν οἱ ἄνω εἰρημένοι Ἅγιοι. Μαζὶ μὲ τοὺς ὁποίους πιασθεὶς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας διὰ τὴν εἰς Χριστὸν ὁμολογίαν, ἐδάρθη δυνατὰ ὁμοῦ μὲ αὐτούς, καὶ οὕτως ἀπεκεφαλίσθησαν ὅλοι, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

 *

Αγία Αναστασία η ΠατρικίαΤῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Ἀναστασίας τῆς Πατρικίας.

Ἡ Πατρικία πᾶντα λιποῦσα τάδε,
Πάντων κατέστη κυρία ἐν τῷ πόλῳ.

Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ τοῦ μεγάλου ἐν ἔτει φλ΄ [530], ἐστάθη μία γυναῖκα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν εὐλαβὴς καὶ φοβουμένη τὸν Θεόν, Ἀναστασία ὀνόματι, καταγομένη ἀπὸ γονεῖς πλουσίους καὶ εὐγενεῖς. Αὕτη δὲ ἦτον πρώτη πατρικία τοῦ βασιλέως, ἡ ὁποία ἔχουσα τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν καρδίαν της, ἐφύλαττε τὰς ἐντολάς του. Εἶχε δὲ φυσικὴν ἀνδρίαν καὶ πολλὴν πρᾳότητα, ὥστε ὁποῦ, ὅλοι οἱ φιλόθεοι Χριστιανοὶ ἔχαιρον εἰς τὰς ἀρετάς της, καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος βασιλεὺς Ἰουστινιανός. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τῶν ζιζανίων σπορεὺς Διάβολος, συνειθίζει νὰ φθονῇ πάντοτε καὶ νὰ κατηγορῇ τὸ καλὸν καὶ τὴν ἀρετήν, καὶ δὲν ἀφίνει νὰ ἔχουν ἀνάπαυσιν, καὶ εἰρήνην οἱ τὴν ἀρετὴν μεταχειριζόμενοι, διὰ τοῦτο καὶ ἡ μακαρία αὕτη Πατρικία, ἐφθονήθη ἀπὸ τὴν βασίλισσαν διὰ τὰς ἀρετάς της. Ὅθεν μαθοῦσα τὸν φθόνον ὁποῦ εἶχεν ἡ βασίλισσα ἐναντίον της, εἶπεν εἰς τὸν ἑαυτόν της ἡ ὄντως φρονίμη κατὰ Θεόν. Ἀναστασία, ἐπειδὴ καὶ τώρα εὑρῆκες εὔλογον καὶ ἀληθινὴν ἀφορμήν, σώζουσα σῶζε τὴν ἐδικήν σου ψυχήν, καὶ ἔτζι, τὴν μὲν βασίλισσαν, θέλεις ἐλευθερώσεις ἀπὸ τὸν ἄλογον φθόνον, εἰς δὲ τὸν ἑαυτόν σου, θέλεις προξενήσεις τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐσυλλογίσθη ταῦτα ἡ μακαρία, ἐπίασε καράβι μὲ ναῦλον, καὶ πέρνουσα μέρος τι ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ ὑπάρχοντά της, τὰ δὲ λοιπὰ ἀφήσασα, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Ἐκεῖ λοιπὸν κτίσασα Μοναστήριον εἰς ἕνα τόπον, ὀνομαζόμενον Πέμπτον, ἡσύχαζεν εἰς αὐτό, ὑφαίνουσα ἱερὰ πανία, καὶ σπουδάζουσα, πῶς νὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν Θεόν. Εἰς τὸν τόπον δὲ ἐκεῖνον ἕως τοῦ νῦν εὑρίσκεται τὸ Μοναστήριον αὐτῆς, ἐπονομαζόμενον τῆς Πατρικίας. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν μερικοὶ χρόνοι, ἀπέθανεν ἡ βασίλισσα. Τότε ἐνθυμήθη ὁ βασιλεὺς τὴν καλὴν Πατρικίαν. Ὅθεν ἔστειλε πανταχοῦ ἀνθρώπους διὰ νὰ ζητήσουν ἐπιμελῶς νὰ τὴν εὕρουν. Μαθοῦσα δὲ τοῦτο ἡ ἀληθῶς ἀμνὰς τοῦ Θεοῦ, ἀφῆκε τὸ Μοναστήριόν της, καὶ διὰ νυκτὸς ἐπῆγεν εἰς τὴν Σκῆτιν πρὸς τὸν Ἀββᾶν Δανιήλ, καὶ ἐξωμολογήθη εἰς αὐτὸν ἅπασαν τὴν ἑαυτῆς ὑπόθεσιν. Ὁ δὲ Ὅσιος ἐνδύσας αὐτὴν ἀνδρικὰ φορέματα, μετωνόμασεν Ἀναστάσιον. Εἶτα ἐμβάσας αὐτὴν μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον, τὸ ὁποῖον ἦτον μακρὰν ἀπὸ τὴν Σκῆτιν, τὴν ἔκλεισεν ἐκεῖ, δοὺς κανόνα καὶ ἐντολὴν εἰς αὐτήν, μήτε αὐτὴ νὰ εὔγῃ ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιον, μήτε ἄλλον νὰ ἀφήσῃ νὰ ἔμβῃ εἰς αὐτὸ μὲ τελειότητα. Ἐδιώρισε δὲ καὶ ἕνα ἀδελφὸν νὰ τῆς πηγαίνῃ ἕνα σταμνὶ νερόν, τὸ ὁποῖον νὰ βάλλῃ ἔξω τοῦ σπηλαίου, καὶ λαμβάνων εὐχὴν νὰ ἀναχωρῇ.

Ἔμενε λοιπὸν ἐκεῖ κεκλεισμένη ἡ ὄντως ἀδαμαντίνη καὶ ἀνδρεία ψυχή, χωρὶς νὰ εὔγῃ ἔξωθεν, χρόνους ὁλοκλήρους εἰκοσιοκτώ, φυλάττουσα ἀπαρασάλευτα τὸν κανόνα τοῦ γέροντος. Ὅθεν ποῖος νοῦς δύναται νὰ ἐννοήσῃ, ἢ ποία γλῶσσα ἠμπορεῖ νὰ εἰπῇ τὰς ἀρετάς, ὁποῦ ἐκατώρθωσεν ἡ ἀοίδιμος, εἰς τὸ διάστημα ἐκεῖνο τῶν εἰκοσιοκτὼ χρόνων; ἢ ποῖον χέρι δύναται νὰ περιγράψῃ τὰ δάκρυα, ὁποῦ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἐπρόσφερεν ἡ τρισολβία, ὡσὰν θυσίαν εἰς τὸν Κύριον; ἢ τοὺς ἀναστεναγμοὺς ἐκείνης καὶ ὀδυρμούς; ἢ τὰς ἀγρυπνίας καὶ ψαλμῳδίας; ἢ τὰς προσευχὰς καὶ ἀναγνώσεις; ἢ τὸ στάσιμον καὶ τὰς γονυκλισίας; ἢ τὰς χαμευνίας καὶ τὰς νηστείας; καὶ προτίτερα ἀπὸ αὐτά, τίς δύναται νὰ παραστήσῃ τοὺς πολέμους τῶν δαιμόνων καὶ τὰς ἐπαναστάσεις, ὁποῦ ἐκεῖ ἐδοκίμασεν ἡ μακαρία; ἢ τὰς πονηρὰς ἐνθυμήσεις τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, καὶ τὰ τούτοις ὅμοια; Τὸ δὲ νὰ ᾖναι ἔγκλειστος καὶ παντάπασιν ἀνεύγαλτος εἰς ὅλας τὰς ἡμέρας τῶν εἰκοσιοκτὼ χρόνων, μία γυναῖκα συγκλητική, ὁποῦ ἦτον ἀναθρεμμένη εἰς τὰ βασίλεια, καὶ συνειθισμένη νὰ συναναστρέφεται πάντοτε μὲ πλῆθος ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, τοῦτο ἀληθῶς, τοῦτο ἐκπλήττει κάθε νοῦν καὶ διάνοιαν. Μὲ τούτους λοιπὸν καὶ τοὺς τοιούτους ἀγῶνας ἀγωνισαμένη, ἔγινε σκεῦος καὶ κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Προγνωρίσασα δὲ τὸν θάνατον καὶ τὴν πρὸς Κύριον αὑτῆς ἐκδημίαν, ἔγραψεν ἐπάνω εἰς κεραμίδι πρὸς τὸν γέροντα Δανιήλ, λέγουσα. Ἔπαρε μαζί σου τὸν ἀδελφόν, ὁποῦ μοι ἔφερνε τὸ νερόν, καὶ τὰ ἐργαλεῖα, ὅσα εἶναι ἐπιτήδεια διὰ νὰ κατασκευασθῇ τάφος, καὶ ἐλθὲ ὀγλίγωρα διὰ νὰ ἐνταφιάσῃς τὸ τέκνον σου, Ἀναστάσιον τὸν εὐνοῦχον. Ταῦτα γράψασα, ἔβαλεν ἔξω τῆς πόρτας τοῦ σπηλαίου. Ὁ δὲ Ὅσιος Δανιὴλ ἀπεκαλύφθη ταῦτα ὑπὸ Θεοῦ διὰ νυκτερινῆς ὀπτασίας, καὶ λέγει πρὸς τὸν μαθητήν του. Σπούδασον ἀδελφέ, νὰ ὑπάγῃς εἰς τὸ σπήλαιον, ὅπου κατοικεῖ ὁ ἀδελφὸς ἡμῶν Ἀναστάσιος ὁ εὐνοῦχος, καὶ προσέχωντας ἔξω τοῦ σπηλαίου του, θέλεις εὑρήσεις κεραμίδι γεγραμμένον, τὸ ὁποῖον πέρνωντας, μὲ πολλὴν σπουδὴν καὶ ὀγλιγωρότητα γύρισον πρὸς ἡμᾶς. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ ἀδελφὸς ἔφερε τὸ κεραμίδι, ἐδιάβασε τὰ γράμματα ὁ γέρων καὶ ἐδάκρυσε. Εἶτα πέρνωντας τὸν ἀδελφὸν καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐργαλεῖα, ἐπῆγεν ὀγλίγωρα. Καὶ ἀνοίξαντες τὸ σπήλαιον, εὑρῆκαν τὸν μακάριον Ἀναστάσιον, ὁποῦ ἐθερμαίνετο. Προσπεσὼν δὲ εἰς αὐτὸν ὁ γέρων, ἔκλαυσε λέγων. Μακάριος εἶσαι, ἀδελφὲ Ἀναστάσιε, διατὶ φροντίζων καὶ ἐνθυμούμενος τὴν ὥραν ταύτην τοῦ θανάτου, κατεφρόνησας βασιλείαν ἐπίγειον. Εὖξαι λοιπὸν διὰ λόγου μας πρὸς τὸν Κύριον. Ὁ δὲ Ἀναστάσιος, ἐγὼ πάτερ, εἶπεν, ἐγὼ περισσότερον ἔχω χρείαν πολλῶν εὐχῶν ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ. Ὁ γέρων ἀπεκρίθη. Ἂν ἐγὼ ἤθελα ἀποθάνω προτίτερα, βέβαια ἔμελλον νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸν διὰ λόγου σου. Ἀναστᾶσα δὲ καὶ καθίσασα ἐπάνω εἰς τὸ ψιάθιον, κατεφίλησε τὴν κεφαλὴν τοῦ γέροντος, προσευξαμένη (1). Καὶ λαβὼν ὁ γέρων τὸν μαθητήν του, ἔρριψεν εἰς τοὺς πόδας αὐτῆς λέγων. Εὐλόγησον τὸ τέκνον σου τὸν μαθητήν μου. Ἡ δὲ Ἁγία καταφιλήσασα αὐτὸν εἶπε. Θεὲ τῶν Πατέρων μου, ὁποῦ παραστέκεσαι εἰς ἐμένα ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ διὰ νὰ μὲ χωρίσῃς ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦτο. Σὺ Κύριε, ὁποῦ ἠξεύρεις ὅλα τὰ διαβήματα καὶ τοὺς δρόμους, ὁποῦ ἔκαμεν ὁ ἀδελφὸς οὗτος, πηγαίνωντας καὶ ἐρχόμενος εἰς τὸ σπήλαιον τοῦτο διὰ τὸ ὄνομά σου, καὶ διὰ τὴν ἐδικήν μου ἀσθένειαν καὶ ταλαιπωρίαν, σὺ ἀνάπαυσον τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων εἰς αὐτόν, καθὼς ἀνέπαυσας καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Ἠλιοὺ εἰς τὸν Ἐλισσαῖον. Ἔπειτα γυρίσας πρὸς τὸν γέροντα λέγει. Διὰ τὸν Κύριον πάτερ, μὴ εὐγάλετε τὰ φορέματα ὁποῦ εἶμαι ἐνδυμένος, μηδὲ ἄλλος τινὰς ἂς μὴ ἠξεύρῃ τὰ κατ’ ἐμέ. Κοινωνήσασα δὲ τῶν θείων Μυστηρίων, λέγει. Δότε μοι τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπην, καὶ εὔξασθε διὰ λόγου μου. Ἀναβλέψασα δὲ εἰς τὰ δεξιὰ μέρη, λέγει, καλῶς ἤλθετε (ἔλεγε δὲ τοῦτο εἰς τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους) καὶ ἰδοὺ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτῆς ὡσὰν φωτία. Εἶτα ποιήσασα τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ εἰς τὸ στόμα της, εἶπε· «Κύριε εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου». Καὶ τοῦτο εἰποῦσα, παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ. Ἔκλαυσε δὲ ὁ γέρων καὶ ὁ μαθητής του, καὶ ἔσκαψαν τάφον ἔμπροσθεν τοῦ σπηλαίου. Εἶτα ἐκδυθεὶς ὁ γέρων τὸ φόρεμα ὁποῦ ἐφόρει, λέγει εἰς τὸν μαθητήν του, ἔνδυσον τέκνον τὸν ἀδελφὸν τὸ φόρεμα τοῦτο, ἐπάνω ἀπὸ τὰ φορέματα ὁποῦ φορεῖ, (ἦτον δὲ ταῦτα χονδρὰ καὶ εὐτελέστατα). Ὅταν δὲ ἔνδυεν ὁ ἀδελφὸς τὴν μακαρίαν, ἐφάνησαν εἰς αὐτὸν τὰ βυζία της, ὡσὰν φύλλα κατεξηραμμένα, πλὴν δὲν εἶπε περὶ τούτου τίποτε εἰς τὸν γέροντα. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐνταφίασαν αὐτὴν (2) καὶ ἐγύριζαν εἰς τὴν Σκῆτιν, λέγει ὁ μαθητὴς εἰς τὸν γέροντα. Ἠξεύρεις πάτερ, ὅτι ὁ εὐνοῦχος Ἀναστάσιος, ἦτον γυναῖκα; Ὁ δὲ γέρων ἀπεκρίθη. Τὸ ἠξεύρω καὶ ἐγὼ τέκνον, ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ φανερωθῇ τὸ πρᾶγμα πανταχοῦ, τούτου χάριν ἔνδυσα αὐτὴν μὲ ἀνδρικὴν στολήν, καὶ Ἀναστάσιον αὐτὴν ὠνόμασα, διὰ τὸ ἀνύποπτον. Πολλὴ γὰρ ζήτησις ἔγινε δι’ αὐτὴν ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἰουστινιανόν, εἰς κάθε πόλιν καὶ χώραν, καὶ μάλιστα εἰς τὰ μέρη ταῦτα, ἀλλ’ ἰδοὺ ὁποῦ ἐφυλάχθη ἀπὸ λόγου μας ἀφανὴς μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε ἄρχισεν ὁ γέρων καὶ ἐδιηγήθη λεπτομερῶς ὅλον τὸν βίον της.

(1) Εἰς δὲ τὸν Παράδεισον τῶν Πατέρων γράφονται καὶ τὰ λόγια ταῦτα, ἅπερ εἶπε πρὸς αὐτὸν ἡ Ὁσία· «Ὁ Θεὸς ὁ ὁδηγήσας με ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, αὐτὸς πληρώσαι μετὰ τοῦ γήρως σου ὡς μετὰ Ἁβραάμ. Μακάριος εἶ, σὺ νέε Ἁβραὰμ καὶ ξενοδόχε Χριστοῦ, ὅτι πολλοὺς καρποὺς δέχεται ὁ Κύριος διὰ τῶν χειρῶν σου…».

(2) Εἰς δὲ τὸν Παράδεισον τῶν Πατέρων γράφονται καὶ ταῦτα, ἤγουν ὅτι ἀφ’ οὗ ἐνταφίασαν αὐτήν, εἶπεν ὁ γέρων εἰς τὸν μαθητήν του, ἂς καταλύσωμεν σήμερον τὴν νηστείαν, καὶ ἂς ποιήσωμεν ἀγάπην ἐπάνω τοῦ γέροντος. Καὶ κοινωνήσαντες, εὗρον αὐτὸν ἔχοντα ὀλίγα παξιμάδια, καὶ ὀλίγα βρεκτὰ ὄσπρια, καὶ ἔφαγον. Καὶ πέρνοντες τὴν σειρὰν καὶ τὸ ζιμπύλιον ὁποῦ εἰργάζετο, ἀνεχώρησαν, εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ.

 *

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μαρκιανός, ξύλοις θλασθείς, τελειοῦται.

Ἐθαύμασαν βροτοί σε θλασθέντα ξύλοις,
Ἀμὴν λέγω σοι Μαρκιανὲ καὶ νόες.

 *

Άγιος Μιχαήλ ο ΜαυρουδήςὉ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαὴλ ὁ Μαυρουδής, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αφμδ΄ [1544], πυρὶ τελειοῦται.

Οὐ Μάρτυς ἁπλοῦς, ἀλλὰ καὶ θείων λόγων,
Ῥήτωρ ἐδείχθης ὦ Μιχαὴλ παμμάκαρ (3).

(3) Ὅρα τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

 

Των Αγίων Κοδράτου του εν Κορίνθω και των συν αυτώ, Αναστασίας της Πατρικίας, Μαρκιανού, Μιχαήλ Νεομάρτυρος του Μαυρουδή

 

 

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.