Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου10 Δεκεμβρίου

Των Αγίων Μηνά, Ερμογένους, Ευγράφου, Γεμέλλου, κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι Μηνάς, Ερμογένης και ΕύγραφοςΤω αυτώ μηνί Ι’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Μηνά του καλλικελάδου, Ερμογένους, και Ευγράφου.

Εις τον Μηνάν.

Τμηθείς ο Μηνάς καν κελαδείν ουκ έχη,
Φιμοί κελαδούν δυσσεβείας το στόμα.

Εις τον Ερμογένη.

Την δυσσέβειαν εκπτύσας Ερμογένης,
Υπήρξε Μάρτυς ευσεβείας εκ ξίφους.

Εις τον Εύγραφον.

Τας εκ μαχαίρας Εύγραφε τρώσεις φέρων,
Οξύς Θεού κάλαμος ώφθης ευ γράφων.

Ευκέλαδος δεκάτη Μηνάς ξίφει αυχένα δώκεν.

Ο Άγιος Μάρτυς Μηνάς ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμίνου εν έτει σλε’ [235] (1). Επειδή δε ηκολούθησε μία ταραχή κοντά εις τους Αλεξανδρινούς δια πράγματα κοινά, και διατί εστερεόνετο πάλιν το κήρυγμα του Ευαγγελίου του Χριστού, τούτου χάριν εστάλθη από τον βασιλέα ο Άγιος Μηνάς ούτος, ίνα διαλύση τας μάχας και ταραχάς των πολιτικών πραγμάτων. Και ακολούθως ίνα φιλιώση εκείνους οπού εχθρεύθησαν αναμεταξύ των. Και προς τούτοις δια να διώξη από την Αλεξάνδρειαν το κήρυγμα του Ευαγγελίου με την τέχνην των λόγων του. Επειδή και ήτον πεπαιδευμένος με κάθε σοφίαν, και γυμνασμένος εις την ρητορικήν τέχνην. Αθηναίος γαρ ήτον και εις τας Αθήνας είχε διατρίψη. Όθεν και ήτον έμπειρος από την ευγλωττίαν των Αθηναίων. Πηγαίνωντας λοιπόν εις την Αλεξάνδρειαν, τας μεν ταραχάς των πολιτών διέλυσε και εχάρισεν εις την πόλιν την κατά πάντα ειρήνην. Το δε κήρυγμα του Χριστού όχι μόνον δεν εδίωξεν από αυτήν, αλλά μάλιστα εκατάπεισε τους Χριστιανούς εκείνους, οπού εδέχθηκαν αυτό, να το κρατούσι βεβαιότερον. Και προς τούτοις με την δύναμιν των λόγων του, και με τα σημεία και θαύματά του, έκαμεν όλην την πόλιν της Αλεξανδρείας να πιστεύσουν εις τον Χριστόν. Τούτο δε μανθάνωντας ο βασιλεύς, αποστέλλει εκεί Ερμογένη τον έπαρχον, ίνα καταπείση τον Μηνάν να αποβάλη την πίστιν του Χριστού. Και αν δεν πεισθή, να θανατώση αυτόν με διάφορα βάσανα. Βλέπων λοιπόν ο Ερμογένης τον Άγιον Μηνάν, πως αντέλεγεν εις αυτόν, και δεν επείθετο να αρνηθή τον Χριστόν, πρώτον μεν, ευγάνει το δέρμα το υποκάτω των ποδών του. Δεύτερον δε, ευγάνει τους οφθαλμούς του και τρίτον, κόπτει την γλώσσαν του.

Επειδή δε είδε, πως και οι πόδες και οι οφθαλμοί και η γλώσσα του ιατρεύθησαν παραδόξως υπό Θεού. Είδε δε και δύω Αγγέλους, οπού εσκέπαζαν την κεφαλήν του: δια τούτο εμετεβλήθη και επίστευσεν εις τον Χριστόν. Και λαμβάνει το Βάπτισμα από τον Άγιον Μηνάν. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και το αξίωμα της Αρχιερωσύνης λαμβάνει από τους συναχθέντας Επισκόπους. Ταύτα δε μαθών ο βασιλεύς, έστειλε και τους έφερε. Και του μεν Αγίου Ερμογένους, επρόσταξε να λογχεύσουν την κοιλίαν, και να κόψουν τας χείρας και πόδας του, και να βάλουν αυτόν επάνω εις εσχάραν πεπυρωμένην. Το δε λοιπόν σώμα του επρόσταξε να το ρίψουν εις τον ποταμόν. Τον δε Άγιον Μηνάν επρόσταξε να κρεμάσουν μέσα εις ένα σκοτεινόν τόπον, και από τους πόδας του να κρεμάσουν μίαν πέτραν βαρυτάτην. Αφ’ ου δε ετελειώθησαν ταύτα κατά την προσταγήν του βασιλέως, οι Άγιοι εφυλάχθησαν σώοι και αβλαβείς υπό θείων Αγγέλων. Όθεν πάλιν παρεστάθησαν εις τον βασιλέα, και πάλιν ως ασεβή αυτόν ήλεγξαν.

Τότε ο Άγιος Εύγραφος, γραμματικός ων του Αγίου Μηνά, παρρησία ωμολόγησε τον Χριστόν. Και πολλά λόγια είπεν εναντίον του βασιλέως, φανερώς αυτόν υβρίζων. Ο δε βασιλεύς μη υποφέρωντας τον έλεγχον, και το να νικηθή από τα λόγια του Αγίου, εγέμωσεν από θυμόν. Όθεν τραβίζωντας μάχαιραν, εκέντησε τον Άγιον και εθανάτωσεν αυτόν. Μαζί δε με τον Άγιον Εύγραφον εφονεύθησαν με μαχαίρας και οι Άγιοι, ο Μηνάς λέγω και ο Ερμογένης, υπό των υπηρετών του βασιλέως. Τα δε τίμια αυτών λείψανα εφέρθησαν εις την Κωνσταντινούπολιν κατά θείαν προσταγήν, και ενταφιάσθησαν εις τον τόπον εκείνον, όπου και τώρα ευρίσκονται, και ενεργούσιν άπειρα θαύματα. Επειδή ο Άγιος Μηνάς, εζήτησε ταύτην την αίτησιν από τον Θεόν, το να φερθώσι δηλαδή εις Κωνσταντινούπολιν, και να ενταφιασθώσι μαζί, τα ιερά αυτών λείψανα. (Τον κατά πλάτος Βίον των Αγίων όρα εις τον Παράδεισον (2).)

(1) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή Μαξιμιανού γράφεται.

(2) Τον ελληνικόν Βίον αυτών συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Μετά την επί γης του Σωτήρος». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις.) Αυτή δε τη των Ιβήρων σώζεται και λόγος του Αγίου Αθανασίου προς τους αυτούς Μάρτυρας, ου η αρχή· «Της του Χριστού χάριτος αυξανομένης».

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Γεμέλλου του πολυάθλου.

Υπέρ Θεού Γέμελλος εσταυρωμένου,
Την εν ξύλω σταύρωσιν ασμένως φέρει.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουλιανού εν έτει τξα’ [361], καταγόμενος εκ της Αγκύρας, από την ενορίαν την καλουμένην Κλιμαξίνην. Περνώντος δε μίαν φοράν του Ιουλιανού δια μέσου της πόλεως Αγκύρας, εστάθη ο Άγιος ούτος έμπροσθεν εις το πρόσωπον εκείνου, και κατεπλήγονεν αυτόν με λόγια ένθεα ωσάν με σαΐτας. Ο δε βασιλεύς ανάψας από τον θυμόν, προστάζει και ζώνεται ο Άγιος μίαν ζώνην σιδηράν πεπυρωμένην, και με αυτήν τόσον δυνατά κατακαίεται, ώστε οπού, το υγρόν οπού έτρεχεν από το καύσιμον της σαρκός του, εγέμωσεν όλην την εκεί γην. Είτα προστάζεται να ακολουθή τον ασεβή εις την στράταν. Όταν δε ο αποστάτης έφθασεν εις την μικράν πόλιν της Εδέσσης, τότε ο Άγιος εξαπλώθη από τα τέσσαρα μέρη του σώματος, και επληγώθη με ξύλα κοπτερά. Έπειτα κατετρυπήθη εις το σώμα με σίδηρα πυρωμένα, και κρεμασθείς, καταξεσχίσθη.

Επειδή δε ο του Χριστού αθλητής εκαταφρόνει τα βάσανα, και ύβριζε τον ασεβή βασιλέα, δια τούτο βάλλεται μέσα εις ένα πυρωμένον τηγάνι, γεμάτον από λάδι και ρετζίνην και οξύγγι. Και επάνωθεν δέρνεται με ραβδία σιδηρά, τα οποία είχον αγκίδας. Από θείαν όμως δύναμιν έπεσεν άνωθεν ραγδαία βροχή και έσβυσε την φωτίαν. Όθεν ο Μάρτυς έμεινεν αβλαβής. Ταύτα βλέπων ο μιαρός βασιλεύς, εξεπλάγη. Και επρόσταξε να εμπήξουν καρφία εις την κεφαλήν του Μάρτυρος, έως οπού να φθάσουν μέσα εις τον εγκέφαλον. Έπειτα ρίπτεται ο Άγιος επάνω εις το έδαφος. Μετά ταύτα κρεμάται εις το ύψος, και εγδέρνεται ωσάν πρόβατον με μαχαίρια, από τους πόδας έως εις τους ώμους. Όθεν ο γενναίος αγωνιστής εφαίνετο ένα θέαμα ξένον και φοβερόν. Επειδή με τοιαύτα αφόρητα βάσανα, εδύνετο και επεριπάτει, και ελάλει με τους παρεστώτας. Κατ’ οικονομίαν δε Θεού, απαντήσας ο Άγιος ένα Ιερέα, εβαπτίσθη από αυτόν. Ακόμη γαρ ήτον αβάπτιστος. Αφ’ ου δε εβαπτίσθη, ευγήκεν από την ιεράν κολυμβήθραν όλος υγιής, χωρίς να έχη εις το σώμα καμμίαν πληγήν, ή σημάδι πληγής. Τότε ήκουσεν ουρανόθεν θείαν φωνήν, η οποία έλεγεν εις αυτόν. «Μακάριος είσαι Γέμελλε, διατί πολλά εκοπίασας». Ταύτα μαθών ο παραβάτης, εκρέμασε τον Άγιον εις ένα σταυρόν, και εκάρφωσε με καρφία τα τούτου χέρια και ποδάρια. Όθεν ούτω κρεμάμενος, επροσευχήθη ο τρισόλβιος, και παρέδωκεν εις χείρας Κυρίου το πνεύμα του. Το δε τίμιον αυτού σώμα μερικοί Χριστιανοί κρυφίως κατεβάσαντες από τον σταυρόν, το ενταφίασαν εις επίσημον τόπον.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Θωμά του Δεφουρκινού.

Θωμάς Θεόν θεις αρραγεστάτην βάσιν,
Κρείττων πέφηνε μηχανής των δαιμόνων.

Ούτος ο ιερός Θωμάς, πατρίδα μεν είχε την γην εκείνην, οπού ευρίσκεται εις τους πρόποδας του βουνού, του καλουμένου Κυμιναίου. Οι γονείς δε αυτού ήτον άνθρωποι ιδιώται και εν αυταρκία ζώντες. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις την ακμήν της ηλικίας του, εκαταφρόνησεν όλα τα πράγματα του κόσμου. Και ζηλώσας την ζωήν των Μοναχών, ενεδύθη το αγγελικόν σχήμα, και έγινε και αυτός Μοναχός. Όθεν επρόκοπτεν εις αγώνας, χωρίς να γυρίση οπίσω. Από μικρόν γαρ νήπιον έτρεφε τον πόθον τούτον εις την καρδίαν του ο αοίδιμος. Επειδή και εσυνείθιζε να πηγαίνη μαζί με τον πατέρα του εις τα Μοναστήρια, όταν ήτον παιδίον. Όθεν βλέπων την ζωήν των Μοναχών, ηγάπα ταύτην και απεδέχετο. Δια τούτο και επαραδόθη εις ένα διδάσκαλον των Μοναστηρίων εκείνων, δια να μάθη παρ’ αυτού και την μοναδικήν πολιτείαν, και τα ιερά γράμματα. Τα οποία και έμαθεν εις ολίγον καιρόν, το Ψαλτήριον, λέγω, τον Απόστολον, και όλην την λοιπήν ακολουθίαν της Εκκλησίας. Ούτος λοιπόν, ως είπομεν, απολαμβάνωντας τον πνευματικόν πόθον, οπού εκ νεότητος έτρεφε, και γενναίως τους ασκητικούς αγώνας αγωνιζόμενος, εμόρφωσεν εις την ψυχήν του το νοητόν κάλλος με τα χρώματα των αρετών. Ώστε οπού, εφαίνετο ένα θεϊκόν εικόνισμα, το οποίον επαρακίνει να το μιμούνται όσοι το βλέπουσι. Τότε και ένας ένδοξος από τους μεγιστάνους της Κωνσταντινουπόλεως, Γαλοχείκτης ονομαζόμενος, έκτισεν ένα Μοναστήριον κοντά εις τον ποταμόν Σάγαριν. Όθεν συμβουλευθείς τον εκεί ευρισκόμενον Επίσκοπον, παρεκάλει αυτόν να διαλέξη ένα από τους προκρίτους Μοναχούς των υποκειμένων αυτώ Μοναστηρίων, και τούτον να αποκαταστήση Ηγούμενον εις το εδικόν του νεόκτιστον Μοναστήριον. Ο δε Επίσκοπος τον λόγον υποδεξάμενος, εσυμβούλευσε τον άρχοντα, ότι ο μακάριος Θωμάς είναι άξιος να γένη Ηγούμενος του νέου Μοναστηρίου, ως περιβόητος ανήρ, και ως κανών ακριβής της ασκήσεως.

Κατασταθείς λοιπόν Ηγούμενος ο θείος Θωμάς, σοφώς εδιοίκησε το Μοναστήριον εκείνο εις αρκετούς χρόνους. Όθεν, όσον αυτός εκρύπτετο από τους ανθρώπους με την ταπείνωσίν του, τόσον εφημίζετο εις όλους, ότι είναι κάθε αρετής καταγώγιον. Επειδή δε ελυπείτο, διατί έτρεχον πολλοί εις το Μοναστήριον και ενώχλουν την ησυχίαν του, τι εμηχανεύθη; Ευρών από τους Μοναχούς του Μοναστηρίου τον πλέον ενάρετον, και καταστήσας Ηγούμενον, αυτός επήρεν όλων των αδελφών τας ευχάς, και εμβαίνωντας εις μίαν ποδίαν ενός βουνού, ήτις ήτον αρμοδία προς ησυχίαν, εκεί εκατοίκησεν. Αλλ’ επειδή τον ποιμένα εζήτουν τα πρόβατα, και δεν έπαυον οι αδελφοί του Μοναστηρίου να ερευνούν τα όρη και τας υπωρείας, δια τούτο εύρον αυτόν κοντά εις την ποδίαν εκείνην του βουνού, χωρίς στέγην, χωρίς σκέπασμα, και χωρίς καμμίαν άλλην παρηγορίαν. Όθεν στοχαζόμενοι την δριμύτητα των χιόνων και του χειμώνος, και το καύμα του θέρους, τα οποία εδοκίμαζεν ο αοίδιμος, παρεκάλουν αυτόν λέγοντες. Διατί πάτερ τίμιε, ταλαιπωρείς με τόσας πολλάς σκληραγωγίας τον εαυτόν σου; ή δεν στοχάζεσαι την ασθένειαν του σώματος, το οποίον είναι από χώμα πλασμένον, και έχει φυσικόν ιδίωμα να φθείρεται ογλίγωρα από τας των καιρών δυσκρασίας;

Μόλις λοιπόν και μετά βίας επείσθη ο Όσιος εις την συμβουλήν των αδελφών. Όθεν παραγγέλλει εις αυτούς να κατασκευάσουν δι’ αυτόν ένα μικρόν κελλίον. Το οποίον αφ’ ου ετελειώθη, επήγεν ο Άγιος μέσα εις τον Ναόν του Μοναστηρίου, και κλίνας τα γόνατά του εις το έδαφος, αξίωσον, ω Κύριε, έλεγε, προσευχόμενος, αξίωσον να έλθουν εις ημάς τους αναξίους, εκείνοι οι αδελφοί, οπού είναι πρόθυμοι να ευαρεστήσουν εις την εδικήν σου μεγαλειότητα. Και λοιπόν τότε ήλθον εις το Μοναστήριον δύω ευλαβέστατοι κοσμικοί, ωσάν να ήθελαν αποσταλούν παρά Θεού. Οίτινες παρεκάλουν να κουρευθούν Μοναχοί, και να κάμνουν υπακοήν εις αυτόν και εις όλους τους λοιπούς αδελφούς. Τούτους υποδεξάμενος ο Όσιος, ως απεσταλμένους παρά Θεού, ενέδυσεν αυτούς τα ιερά του σχήματος άμφια, και επιθέττει εις αυτούς τα ονόματα των προκρίτων μαθητών του Κυρίου. Και τον μεν ένα, μετωνόμασε Πέτρον, τον δε άλλον, Ιωάννην. Και μαζί με αυτούς θερμοτέρας έκαμνε τας εις τον Θεόν προσευχάς του.

Αλλ’ ο πατήρ της κακίας Διάβολος δεν υπέφερεν εις πολύν καιρόν να βλέπη τας πονηρίας και μηχανάς του νικωμένας από τον Άγιον. Αλλά πρώτον μεν, φέρει εις τον Άγιον ένα τόσον πλήθος κωνώπων, ώστε οπού δεν εδύνετο, ούτε ολίγον να αναπνεύση εξ αιτίας αυτών. Διότι και όταν έπιπτεν ο γέρων να κοιμηθή, εγίνοντο εις αυτόν ωσάν σκώλοπες. Και όταν εσηκώνετο εις προσευχήν, έμβαινον από το στόμα του μέσα εις τον γαργαρεώνα και λάρυγγά του. Ανίσως δε και ήθελε να παρηγορήση την ασθένειαν της φύσεως με ολίγον και ευτελές φαγητόν, εγέμοζε και εκείνο από κώνωπας. Ταύτην δε την μεγάλην πληγήν δοκιμάζωντας ο Όσιος εις τρεις ολοκλήρους χρόνους, δεν αναστέναζε μικροψύχως. Αλλά μάλλον ευχαριστών, εζήτει παρά του Κυρίου την λύσιν του κακού. Όταν δε οι κώνωπες έφευγον κατ’ οικονομίαν Θεού, ήρχοντο κάποιαι μυίαι μεγαλώταται, και ενώχλουν τον Όσιον, καταπληγώνουσαι ωσάν σαΐται το δέρμα του, το οποίον υπό της πολλής εγκρατείας ήτον κατάξηρον. Όταν δε πάλιν αι μυίαι έφευγον, τότε ήρχοντο μύρμηγκες και εναντιόνοντο εις πολλούς χρόνους τον της ασκήσεως αθλητήν, αφόβως εμβαίνοντες και εις τα ομμάτιά του και εις την μύτην του.

Επειδή δε με όλα ταύτα τα λυπηρά έβλεπεν ο δαίμων τον Άγιον να στέκεται ωσάν δρυς στερεός και αμετάκλιτος, ώστε οπού οι εννέα χρόνοι, κατά τους οποίους υπέφερε τας ανωτέρω πληγάς, ενομίσθησαν κοντά εις αυτόν ωσάν μία ημέρα. Δια τούτο με θυμόν μεγαλίτερον ηθέλησε να πολεμήση τον Όσιον. Και επειδή ήξευρε, πως δεν πολεμεί μίαν γυναίκα ασθενή, καθώς πάλαι επολέμησε την εκ πλευράς του Αδάμ ληφθείσαν Εύαν. Αλλά πως πολεμεί ένα άνδρα ανδρείον, τον κεφαλήν όντα της γυναικός: δια τούτο δεν μεταχειρίζεται κατ’ αυτού όργανον ένα μόνον όφιν, καθώς τότε εμεταχειρίσθη όταν επολέμησε την προμήτορα. Αλλά συναθροίσας ένα αναρίθμητον πλήθος οφιδίων, δια μέσου αυτών πολεμεί τον Άγιον. Βιάζεται δε ο λόγος να ειπή ένα διήγημα παράδοξον αληθώς και εξαίσιον. Διότι δεν ήτον τόπος, ούτε έσωθεν, ούτε έξωθεν του κελλίου του Αγίου, εις τον οποίον δεν εφαίνετο οφίδι. Εις όποιον γαρ μέρος εστέκετο, εκεί και οφίδι ευρίσκετο περιπλεκόμενον εις τους πόδας του. Και ει τι αγγείον έπερνε χρειαζόμενον, μέσα εις αυτό εύρισκε και οφίδιον. Όσαις φοραίς ήθελε να πλαγιάση εις κλίνην δια να αναπαυθή ολίγον από τους κόπους, μαζί του και τα οφίδια συνεπλαγίαζον. Αγκαλά και εφυλάττετο από αυτά αβλαβής, με την της θείας Προνοίας δύναμιν. Ταύτην δε την μεγάλην πληγήν υπέμεινεν ο αοίδιμος, όχι μίαν, ή τρεις φοραίς το ημερονύκτιον. Αλλά πάντοτε και εις κάθε ώραν. Και όχι μόνον εις ένα χρόνον, ή δύω. Αλλά εις ένδεκα ολοκλήρους χρόνους επειράζετο από τα οφίδια. Και το παράδοξον ήτον, οπού ο Όσιος, δεν απέκαμε, δεν εγόγγυσε, δεν ελυπήθη το ελάχιστον. Αλλ’ έμενεν ευχαριστών πάντοτε εις τον Θεόν, και προθύμως αντιπολεμών τον πολεμούντα αυτόν Διάβολον.

Μία φοράν, εις καιρόν οπού ο Όσιος ετέλει την θείαν ιερουργίαν και ευρίσκετο εις το τέλος αυτής, ευγήκεν από ένα μέρος ένας φοβερός δράκων, ο οποίος έζωσεν όλην την κόγχην της Εκκλησίας. Επειδή δε ο συλλειτουργών αυτώ αδελφός, ευγήκεν έξω της Εκκλησίας δια να φέρη το συνήθως διδόμενον ζέον ύδωρ, τότε πεσών ο δράκων κάτω από την κόγχην, επήγε και εστάθη εις το κατώφλιον της πόρτας της Εκκλησίας, ένα φοβερόν θέαμα, ωσάν ένα βόδι φαινόμενος, και δεν άφινε τελείως τον αδελφόν να εισέλθη. Επειδή δε ετελείωσεν ο Άγιος την ευχήν, και είπε την εκφώνησιν, αισθάνθη δε ότι ο συλλειτουργός αδελφός αργοπόρησεν, αναγκάσθη και εγύρισε προς την πόρταν δια να τον λαλήση. Τότε βλέπει, τον μεν δράκοντα, κειτόμενον επάνω εις το κατώφλιον, τον δε συλλειτουργόν, στέκοντα έξω πεφοβισμένον και τρομασμένον. Όθεν πλήρης γενόμενος Πνεύματος Αγίου και πίστεως και μη διακριθείς, έμβα, προς τον συλλειτουργόν του, εφώναξε. Και ταύτα ειπών, αυτός πάλιν αταράχως γυρίσας, την προσκομιδήν των μυστηρίων ετέλει. Ο δε συλλειτουργός δυναμωθείς από την φωνήν του πνευματικού του πατρός, επέρασεν επάνω του δράκοντος ωσάν να είχε πτερά, και επήγε προς τον καλέσαντα.

Αφ’ ου δε ετελείωσεν η θεία Λειτουργία, τότε ο Όσιος χωρίς να εκδυθή την ιερατικήν στολήν, ευγήκεν έξω. Και πηγαίνωντας εις τον δράκοντα, είπεν αυτώ. Ανίσως, ω θηρίον, τώρα έχει να έλθη το τέλος και η απώλειά σου δια της θείας Προνοίας, ακολούθει μοι. Και ευθύς ο δράκων δαγκάσας με τα οδόντιά του την άκραν του φαιλονίου του Αγίου, ετραβίζετο από αυτό και εσύρετο. Πηγαίνωντας δε μακράν από την Εκκλησίαν έως μιας σαΐτας ρίψιμον, και φθάσας εις μίαν φάραγγα, η οποία είχεν από το ένα μέρος και από άλλο δύω μικρά βουνάκια, εκεί εστάθη εις προσευχήν. Και κοντά εις τα άλλα είπε και τούτο το υστερινόν λόγιον. «Κύριε ο Θεός, ο ειπών εις εκείνους οπού σε πιστεύουν, να πατούν επάνω όφεων και σκορπίων, αυτός ευδόκησον ότι και εγώ ο ελάχιστος να πατήσω επάνω του δράκοντος τούτου εις τον τόπον της φάραγγος ταύτης». Και ω του θαύματος! ευθύς εσηκώθη ο δράκων υψηλά, και κατεκρημνίσθη μέσα εις το χάσμα εκείνο της φάραγγος. Επάνω δε εις αυτόν, έπεσον τα δύω βουνάκια εκείνα. Και με αυτά εγέμωσε το χάσμα της φάραγγος, τόσον οπού, έγινεν ο τόπος ίσωμα και πεδιάδα. Ο δε Γέρων ευχαριστήσας τον Θεόν, επήγεν εις το κελλίον του. Και τότε γίνεται ένα τέρας εξαίσιον. Διότι τα οφίδια, οπού είχον τας φωλεάς των υποκάτω εις την κέλλαν του Οσίου, και ενώχλουν αυτόν εις τόσους πολλούς χρόνους, αυτά λέγω, βλέποντα δεδοξασμένον υπό θείου φωτός το πρόσωπον του Αγίου, δεν υπέφερον. Αλλά ωσάν να εδιώκοντο από φλόγα πυρός, έτζι ευθύς όλα ομού έφυγον. Και πηγαίνοντα εις τον τόπον του καταχωθέντος δράκοντος, εκεί και αυτά όλα εθανατώθησαν πλήθος άπειρον όντα. Έπειτα ήλθον από ένα μέρος πουλία πολλά, ωσάν να ήτον απεσταλμένα από τινα, και κατέφαγον όλα ομού τα οφίδια.

Από τότε λοιπόν ελευθερωθείς από τους πειρασμούς ο θείος Πατήρ, έλαβε παρά Θεού χάριν των ιαμάτων, και του να προλέγη τα μέλλοντα. Δια τούτο και περισσότερον έδιδε τον εαυτόν του εις σκληροτέραν άσκησιν. Επειδή δε έβλεπεν ότι πολλοί προστρέχοντες εις αυτόν ενώχλουν την ησυχίαν του, τούτου χάριν απεφάσισε να υπάγη εις τα ερημικώτερα βουνά. Και δη και επήγε. Και τον μεν μαθητήν του Ιωάννην, αφήκεν Ηγούμενον εις τους Μοναχούς του Μοναστηρίου. Εις δε τον μαθητήν του Πέτρον, έδειξεν ο Όσιος το χάρισμα του προορατικού, το οποίον έλαβε παρά του Κυρίου. Όθεν δεν εψεύσθη η τούτου πρόρρησις. Επειδή δε ενθυμήθημεν το τοιούτον προορατικόν και προφητικόν χάρισμα του Αγίου, θέλομεν διηγηθώμεν εδώ ένα μόνον αποτέλεσμα τούτου και θαύμα. Και από τούτο το ένα, θέλομεν δείξομεν όλον το προορατικόν του. Καθώς από το άκρον του φορέματος, δείχνεται ποίον είναι όλον το ύφασμα του φορέματος, κατά την κοινήν παροιμίαν.

Λέων ο Σοφός ο των Ρωμαίων ευσεβέστατος βασιλεύς, ο βασιλεύσας εν έτει ωπς’ [886], ούτος έγραψεν εις χαρτί ένα λογισμόν, οπού ήλθεν εις την καρδίαν του. Και βουλλώσας το γράμμα, απέστειλεν αυτό εις τον Όσιον ζητώντας από αυτόν να διαλύση τον λογισμόν εκείνον. Ο δε Άγιος προγνωρίσας τούτο, αντέγραψεν εις τον λογισμόν του βασιλέως απόκρισιν. Και καθώς αισθάνθη, πως ήλθεν εις το κατώφλιον της πόρτας του κελλίου ο διακομιστής του βασιλικού γράμματος, ευγήκε και ο Όσιος. Και προϋπαντήσας τον γραμματοκομιστήν, έδωκεν εις αυτόν την απόκρισιν του βασιλικού γράμματος, ειπών και τούτο. Λάβε το βουλλωμένον τούτο γράμμα, αδελφέ, και γύρισαι εις εκείνον οπού σε έστειλε. Ταύτα ακούσας ο άνθρωπος, εξεπλάγη. Και τι Πάτερ, είπε; τι να ειπώ εις τον αποστείλαντά με, δια την λύσιν του ζητήματος του; Επειδή εσύ δεν έλαβες ακόμη το γράμμα οπού σοι έστειλεν; Ο Πατήρ απεκρίθη. Αρκεί τούτο εις εσένα, τέκνον, αρκεί, εις δε τον Θεόν είναι η περί τούτου φροντίς και πρόνοια. Τότε το γράμμα του Οσίου λαβών ο διακομιστής, εγύρισε προς τον βασιλέα. Και φανερώσας εις αυτόν όσα ηκολούθησαν, τον έκαμε και εξεπλάγη. Όταν δε ο βασιλεύς ανέγνωσε την απόκρισιν, και είδε και την έκβασιν της αποκρίσεως, εμεταχειρίσθη κάθε μηχανήν δια να υπάγη να θεωρήση τον Όσιον. Αλλ’ ο ανυπερήφανος και όντως ταπεινόφρων Θωμάς, εμεταχειρίσθη ένα τρόπον επιτήδειον, και δεν άφησε να υπάγη ο βασιλεύς να τον ιδή.

Ούτος λοιπόν ο κεχαριτωμένος Θωμάς, επειδή ηγάπα την ησυχίαν, δια τούτο, αφ’ ου εδιάταξε καλώς τα του Μοναστηρίου του πράγματα, ανεχώρησεν εκείθεν. Και πηγαίνωντας εις ένα δύσβατον και απεριπάτητον τόπον, εκατοίκησεν εις αυτόν μονώτατος, ωσάν ένα πουλίον, και διεπέρασεν εκεί έγκλειστος όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν, και έτζι έζη ησύχως. Ανίσως δε ήθελεν ακολουθήση εις κανένα αδελφόν συμβεβηκός τι το οποίον επροξένει κίνδυνον ψυχής, τότε ο Όσιος επήγαινεν εις το Μοναστήριον, και επισκέπτετο τον αδελφόν εκείνον και τους λοιπούς. Είτα πάλιν εγύριζεν εις τον δύσβατον τόπον εκείνον, ωσάν εις παρηγορίαν και αναψυχήν. Ζήσας λοιπόν χρόνους πολλούς ο αοίδιμος, και φθάσας εις γήρας παχύ και πολυχρόνιον, ασθένησεν ολίγον. Και ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

*

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Θεότεκνος ξίφει τελειούται.

Ο Θεότεκνος οία του Θεού τέκνον,
Θνήσκει προθύμως του Πατρός χάριν ξίφει.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Μαριανός λιθοβοληθείς, τελειούται.

Ο Μαριανός συντριβείς κάραν λίθω,
Θείω νοητώς σφίγγεται ταύτην στέφει.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Ευγένιος, ξύλοις τυπτόμενος, τελειούται.

Ώσπερ συνεστώς Ευγένιος εκ ξύλου,
Πάσχων ξύλοις υπήρχε προς ξύλα ξύλον.

 Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιοι Μηνάς, Ερμογένης και ΕύγραφοςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Ι΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μηνᾶ τοῦ καλλικελάδου, Ἑρμογένους, καὶ Εὐγράφου.

Εἰς τὸν Μηνᾶν.

Τμηθεὶς ὁ Μηνᾶς κᾂν κελαδεῖν οὐκ ἔχῃ,
Φιμοῖ κελαδοῦν δυσσεβείας τὸ στόμα.

Εἰς τὸν Ἑρμογένη.

Τὴν δυσσέβειαν ἐκπτύσας Ἑρμογένης,
Ὑπῆρξε Μάρτυς εὐσεβείας ἐκ ξίφους.

Εἰς τὸν Εὔγραφον.

Τὰς ἐκ μαχαίρας Εὔγραφε τρώσεις φέρων,
Ὀξὺς Θεοῦ κάλαμος ὤφθης εὖ γράφων.

Εὐκέλαδος δεκάτῃ Μηνᾶς ξίφει αὐχένα δῶκεν.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μηνᾶς ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμίνου ἐν ἔτει σλε΄ [235] (1). Ἐπειδὴ δὲ ἠκολούθησε μία ταραχὴ κοντὰ εἰς τοὺς Ἀλεξανδρινοὺς διὰ πράγματα κοινά, καὶ διατὶ ἐστερεόνετο πάλιν τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, τούτου χάριν ἐστάλθη ἀπὸ τὸν βασιλέα ὁ Ἅγιος Μηνᾶς οὗτος, ἵνα διαλύσῃ τὰς μάχας καὶ ταραχὰς τῶν πολιτικῶν πραγμάτων. Καὶ ἀκολούθως ἵνα φιλιώσῃ ἐκείνους ὁποῦ ἐχθρεύθησαν ἀναμεταξύ των. Καὶ πρὸς τούτοις διὰ νὰ διώξῃ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὴν τέχνην τῶν λόγων του. Ἐπειδὴ καὶ ἦτον πεπαιδευμένος μὲ κάθε σοφίαν, καὶ γυμνασμένος εἰς τὴν ῥητορικὴν τέχνην. Ἀθηναῖος γὰρ ἦτον καὶ εἰς τὰς Ἀθήνας εἶχε διατρίψη. Ὅθεν καὶ ἦτον ἔμπειρος ἀπὸ τὴν εὐγλωττίαν τῶν Ἀθηναίων. Πηγαίνωντας λοιπὸν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, τὰς μὲν ταραχὰς τῶν πολιτῶν διέλυσε καὶ ἐχάρισεν εἰς τὴν πόλιν τὴν κατὰ πᾶντα εἰρήνην. Τὸ δὲ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνον δὲν ἐδίωξεν ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ μάλιστα ἐκατάπεισε τοὺς Χριστιανοὺς ἐκείνους, ὁποῦ ἐδέχθηκαν αὐτό, νὰ τὸ κρατοῦσι βεβαιότερον. Καὶ πρὸς τούτοις μὲ τὴν δύναμιν τῶν λόγων του, καὶ μὲ τὰ σημεῖα καὶ θαύματά του, ἔκαμεν ὅλην τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας νὰ πιστεύσουν εἰς τὸν Χριστόν. Τοῦτο δὲ μανθάνωντας ὁ βασιλεύς, ἀποστέλλει ἐκεῖ Ἑρμογένη τὸν ἔπαρχον, ἵνα καταπείσῃ τὸν Μηνᾶν νὰ ἀποβάλῃ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἂν δὲν πεισθῇ, νὰ θανατώσῃ αὐτὸν μὲ διάφορα βάσανα. Βλέπων λοιπὸν ὁ Ἑρμογένης τὸν Ἅγιον Μηνᾶν, πῶς ἀντέλεγεν εἰς αὐτόν, καὶ δὲν ἐπείθετο νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, πρῶτον μέν, εὐγάνει τὸ δέρμα τὸ ὑποκάτω τῶν ποδῶν του. Δεύτερον δέ, εὐγάνει τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ τρίτον, κόπτει τὴν γλῶσσάν του.

Ἐπειδὴ δὲ εἶδε, πῶς καὶ οἱ πόδες καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἡ γλῶσσά του ἰατρεύθησαν παραδόξως ὑπὸ Θεοῦ. Εἶδε δὲ καὶ δύω Ἀγγέλους, ὁποῦ ἐσκέπαζαν τὴν κεφαλήν του: διὰ τοῦτο ἐμετεβλήθη καὶ ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ λαμβάνει τὸ Βάπτισμα ἀπὸ τὸν Ἅγιον Μηνᾶν. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης λαμβάνει ἀπὸ τοὺς συναχθέντας Ἐπισκόπους. Ταῦτα δὲ μαθὼν ὁ βασιλεύς, ἔστειλε καὶ τοὺς ἔφερε. Καὶ τοῦ μὲν Ἁγίου Ἑρμογένους, ἐπρόσταξε νὰ λογχεύσουν τὴν κοιλίαν, καὶ νὰ κόψουν τὰς χεῖρας καὶ πόδας του, καὶ νὰ βάλουν αὐτὸν ἐπάνω εἰς ἐσχάραν πεπυρωμένην. Τὸ δὲ λοιπὸν σῶμά του ἐπρόσταξε νὰ τὸ ῥίψουν εἰς τὸν ποταμόν. Τὸν δὲ Ἅγιον Μηνᾶν ἐπρόσταξε νὰ κρεμάσουν μέσα εἰς ἕνα σκοτεινὸν τόπον, καὶ ἀπὸ τοὺς πόδας του νὰ κρεμάσουν μίαν πέτραν βαρυτάτην. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐτελειώθησαν ταῦτα κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ βασιλέως, οἱ Ἅγιοι ἐφυλάχθησαν σῷοι καὶ ἀβλαβεῖς ὑπὸ θείων Ἀγγέλων. Ὅθεν πάλιν παρεστάθησαν εἰς τὸν βασιλέα, καὶ πάλιν ὡς ἀσεβῆ αὐτὸν ἤλεγξαν.

Τότε ὁ Ἅγιος Εὔγραφος, γραμματικὸς ὢν τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, παρρησίᾳ ὡμολόγησε τὸν Χριστόν. Καὶ πολλὰ λόγια εἶπεν ἐναντίον τοῦ βασιλέως, φανερῶς αὐτὸν ὑβρίζων. Ὁ δὲ βασιλεὺς μὴ ὑποφέρωντας τὸν ἔλεγχον, καὶ τὸ νὰ νικηθῇ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου, ἐγέμωσεν ἀπὸ θυμόν. Ὅθεν τραβίζωντας μάχαιραν, ἐκέντησε τὸν Ἅγιον καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν. Μαζὶ δὲ μὲ τὸν Ἅγιον Εὔγραφον ἐφονεύθησαν μὲ μαχαίρας καὶ οἱ Ἅγιοι, ὁ Μηνᾶς λέγω καὶ ὁ Ἑρμογένης, ὑπὸ τῶν ὑπηρετῶν τοῦ βασιλέως. Τὰ δὲ τίμια αὐτῶν λείψανα ἐφέρθησαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν κατὰ θείαν προσταγήν, καὶ ἐνταφιάσθησαν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου καὶ τώρα εὑρίσκονται, καὶ ἐνεργοῦσιν ἄπειρα θαύματα. Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, ἐζήτησε ταύτην τὴν αἴτησιν ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸ νὰ φερθῶσι δηλαδὴ εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ νὰ ἐνταφιασθῶσι μαζί, τὰ ἱερὰ αὐτῶν λείψανα. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τῶν Ἁγίων ὅρα εἰς τὸν Παράδεισον (2).)

(1) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ Μαξιμιανοῦ γράφεται.

(2) Τὸν ἑλληνικὸν Βίον αὐτῶν συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Μετὰ τὴν ἐπὶ γῆς τοῦ Σωτῆρος». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων, καὶ ἐν ἄλλαις.) Αὐτῇ δὲ τῇ τῶν Ἰβήρων σῴζεται καὶ λόγος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου πρὸς τοὺς αὐτοὺς Μάρτυρας, οὗ ἡ ἀρχή· «Τῆς τοῦ Χριστοῦ χάριτος αὐξανομένης».

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Γεμέλλου τοῦ πολυάθλου.

Ὑπὲρ Θεοῦ Γέμελλος ἐσταυρωμένου,
Τὴν ἐν ξύλῳ σταύρωσιν ἀσμένως φέρει.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰουλιανοῦ ἐν ἔτει τξα΄ [361], καταγόμενος ἐκ τῆς Ἀγκύρας, ἀπὸ τὴν ἐνορίαν τὴν καλουμένην Κλιμαξίνην. Περνῶντος δὲ μίαν φορὰν τοῦ Ἰουλιανοῦ διὰ μέσου τῆς πόλεως Ἀγκύρας, ἐστάθη ὁ Ἅγιος οὗτος ἔμπροσθεν εἰς τὸ πρόσωπον ἐκείνου, καὶ κατεπλήγονεν αὐτὸν μὲ λόγια ἔνθεα ὡσὰν μὲ σαΐτας. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἀνάψας ἀπὸ τὸν θυμόν, προστάζει καὶ ζώνεται ὁ Ἅγιος μίαν ζώνην σιδηρᾶν πεπυρωμένην, καὶ μὲ αὐτὴν τόσον δυνατὰ κατακαίεται, ὥστε ὁποῦ, τὸ ὑγρὸν ὁποῦ ἔτρεχεν ἀπὸ τὸ καύσιμον τῆς σαρκός του, ἐγέμωσεν ὅλην τὴν ἐκεῖ γῆν. Εἶτα προστάζεται νὰ ἀκολουθῇ τὸν ἀσεβῆ εἰς τὴν στράταν. Ὅταν δὲ ὁ ἀποστάτης ἔφθασεν εἰς τὴν μικρὰν πόλιν τῆς Ἐδέσσης, τότε ὁ Ἅγιος ἐξαπλώθη ἀπὸ τὰ τέσσαρα μέρη τοῦ σώματος, καὶ ἐπληγώθη μὲ ξύλα κοπτερά. Ἔπειτα κατετρυπήθη εἰς τὸ σῶμα μὲ σίδηρα πυρωμένα, καὶ κρεμασθείς, καταξεσχίσθη.

Ἐπειδὴ δὲ ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς ἐκαταφρόνει τὰ βάσανα, καὶ ὕβριζε τὸν ἀσεβῆ βασιλέα, διὰ τοῦτο βάλλεται μέσα εἰς ἕνα πυρωμένον τηγάνι, γεμάτον ἀπὸ λάδι καὶ ῥετζίνην καὶ ὀξύγγι. Καὶ ἐπάνωθεν δέρνεται μὲ ῥαβδία σιδηρᾶ, τὰ ὁποῖα εἶχον ἀγκίδας. Ἀπὸ θείαν ὅμως δύναμιν ἔπεσεν ἄνωθεν ῥαγδαία βροχὴ καὶ ἔσβυσε τὴν φωτίαν. Ὅθεν ὁ Μάρτυς ἔμεινεν ἀβλαβής. Ταῦτα βλέπων ὁ μιαρὸς βασιλεύς, ἐξεπλάγη. Καὶ ἐπρόσταξε νὰ ἐμπήξουν καρφία εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Μάρτυρος, ἕως ὁποῦ νὰ φθάσουν μέσα εἰς τὸν ἐγκέφαλον. Ἔπειτα ῥίπτεται ὁ Ἅγιος ἐπάνω εἰς τὸ ἔδαφος. Μετὰ ταῦτα κρεμᾶται εἰς τὸ ὕψος, καὶ ἐγδέρνεται ὡσὰν πρόβατον μὲ μαχαίρια, ἀπὸ τοὺς πόδας ἕως εἰς τοὺς ὤμους. Ὅθεν ὁ γενναῖος ἀγωνιστὴς ἐφαίνετο ἕνα θέαμα ξένον καὶ φοβερόν. Ἐπειδὴ μὲ τοιαῦτα ἀφόρητα βάσανα, ἐδύνετο καὶ ἐπεριπάτει, καὶ ἐλάλει μὲ τοὺς παρεστῶτας. Κατ’ οἰκονομίαν δὲ Θεοῦ, ἀπαντήσας ὁ Ἅγιος ἕνα Ἱερέα, ἐβαπτίσθη ἀπὸ αὐτόν. Ἀκόμη γὰρ ἦτον ἀβάπτιστος. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐβαπτίσθη, εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν ἱερὰν κολυμβήθραν ὅλος ὑγιής, χωρὶς νὰ ἔχῃ εἰς τὸ σῶμα κᾀμμίαν πληγήν, ἢ σημάδι πληγῆς. Τότε ἤκουσεν οὐρανόθεν θείαν φωνήν, ἡ ὁποία ἔλεγεν εἰς αὐτόν. «Μακάριος εἶσαι Γέμελλε, διατὶ πολλὰ ἐκοπίασας». Ταῦτα μαθὼν ὁ παραβάτης, ἐκρέμασε τὸν Ἅγιον εἰς ἕνα σταυρόν, καὶ ἐκάρφωσε μὲ καρφία τὰ τούτου χέρια καὶ ποδάρια. Ὅθεν οὕτω κρεμάμενος, ἐπροσευχήθη ὁ τρισόλβιος, καὶ παρέδωκεν εἰς χεῖρας Κυρίου τὸ πνεῦμά του. Τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ σῶμα μερικοὶ Χριστιανοὶ κρυφίως κατεβάσαντες ἀπὸ τὸν σταυρόν, τὸ ἐνταφίασαν εἰς ἐπίσημον τόπον.

*

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Θωμᾶ τοῦ Δεφουρκινοῦ.

Θωμᾶς Θεὸν θεὶς ἀρραγεστάτην βάσιν,
Κρείττων πέφηνε μηχανῆς τῶν δαιμόνων.

Οὗτος ὁ ἱερὸς Θωμᾶς, πατρίδα μὲν εἶχε τὴν γῆν ἐκείνην, ὁποῦ εὑρίσκεται εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ βουνοῦ, τοῦ καλουμένου Κυμιναίου. Οἱ γονεῖς δὲ αὐτοῦ ἦτον ἄνθρωποι ἰδιῶται καὶ ἐν αὐταρκίᾳ ζῶντες. Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος ἔφθασεν εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας του, ἐκαταφρόνησεν ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Καὶ ζηλώσας τὴν ζωὴν τῶν Μοναχῶν, ἐνεδύθη τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα, καὶ ἔγινε καὶ αὐτὸς Μοναχός. Ὅθεν ἐπρόκοπτεν εἰς ἀγῶνας, χωρὶς νὰ γυρίσῃ ὀπίσω. Ἀπὸ μικρὸν γὰρ νήπιον ἔτρεφε τὸν πόθον τοῦτον εἰς τὴν καρδίαν του ὁ ἀοίδιμος. Ἐπειδὴ καὶ ἐσυνείθιζε νὰ πηγαίνῃ μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του εἰς τὰ Μοναστήρια, ὅταν ἦτον παιδίον. Ὅθεν βλέπων τὴν ζωὴν τῶν Μοναχῶν, ἠγάπα ταύτην καὶ ἀπεδέχετο. Διὰ τοῦτο καὶ ἐπαραδόθη εἰς ἕνα διδάσκαλον τῶν Μοναστηρίων ἐκείνων, διὰ νὰ μάθῃ παρ’ αὐτοῦ καὶ τὴν μοναδικὴν πολιτείαν, καὶ τὰ ἱερὰ γράμματα. Τὰ ὁποῖα καὶ ἔμαθεν εἰς ὀλίγον καιρόν, τὸ Ψαλτήριον, λέγω, τὸν Ἀπόστολον, καὶ ὅλην τὴν λοιπὴν ἀκολουθίαν τῆς Ἐκκλησίας. Οὗτος λοιπόν, ὡς εἴπομεν, ἀπολαμβάνωντας τὸν πνευματικὸν πόθον, ὁποῦ ἐκ νεότητος ἔτρεφε, καὶ γενναίως τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας ἀγωνιζόμενος, ἐμόρφωσεν εἰς τὴν ψυχήν του τὸ νοητὸν κάλλος μὲ τὰ χρώματα τῶν ἀρετῶν. Ὥστε ὁποῦ, ἐφαίνετο ἕνα θεϊκὸν εἰκόνισμα, τὸ ὁποῖον ἐπαρακίνει νὰ τὸ μιμοῦνται ὅσοι τὸ βλέπουσι. Τότε καὶ ἕνας ἔνδοξος ἀπὸ τοὺς μεγιστάνους τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Γαλοχείκτης ὀνομαζόμενος, ἔκτισεν ἕνα Μοναστήριον κοντὰ εἰς τὸν ποταμὸν Σάγαριν. Ὅθεν συμβουλευθεὶς τὸν ἐκεῖ εὑρισκόμενον Ἐπίσκοπον, παρεκάλει αὐτὸν νὰ διαλέξῃ ἕνα ἀπὸ τοὺς προκρίτους Μοναχοὺς τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ Μοναστηρίων, καὶ τοῦτον νὰ ἀποκαταστήσῃ Ἡγούμενον εἰς τὸ ἐδικόν του νεόκτιστον Μοναστήριον. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος τὸν λόγον ὑποδεξάμενος, ἐσυμβούλευσε τὸν ἄρχοντα, ὅτι ὁ μακάριος Θωμᾶς εἶναι ἄξιος νὰ γένῃ Ἡγούμενος τοῦ νέου Μοναστηρίου, ὡς περιβόητος ἀνήρ, καὶ ὡς κανὼν ἀκριβὴς τῆς ἀσκήσεως.

Κατασταθεὶς λοιπὸν Ἡγούμενος ὁ θεῖος Θωμᾶς, σοφῶς ἐδιοίκησε τὸ Μοναστήριον ἐκεῖνο εἰς ἀρκετοὺς χρόνους. Ὅθεν, ὅσον αὐτὸς ἐκρύπτετο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ταπείνωσίν του, τόσον ἐφημίζετο εἰς ὅλους, ὅτι εἶναι κάθε ἀρετῆς καταγώγιον. Ἐπειδὴ δὲ ἐλυπεῖτο, διατὶ ἔτρεχον πολλοὶ εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ ἐνώχλουν τὴν ἡσυχίαν του, τί ἐμηχανεύθη; Εὑρὼν ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς τοῦ Μοναστηρίου τὸν πλέον ἐνάρετον, καὶ καταστήσας Ἡγούμενον, αὐτὸς ἐπῆρεν ὅλων τῶν ἀδελφῶν τὰς εὐχάς, καὶ ἐμβαίνωντας εἰς μίαν ποδίαν ἑνὸς βουνοῦ, ἥτις ἦτον ἁρμοδία πρὸς ἡσυχίαν, ἐκεῖ ἐκατοίκησεν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸν ποιμένα ἐζήτουν τὰ πρόβατα, καὶ δὲν ἔπαυον οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Μοναστηρίου νὰ ἐρευνοῦν τὰ ὄρη καὶ τὰς ὑπωρείας, διὰ τοῦτο εὗρον αὐτὸν κοντὰ εἰς τὴν ποδίαν ἐκείνην τοῦ βουνοῦ, χωρὶς στέγην, χωρίς σκέπασμα, καὶ χωρὶς κᾀμμίαν ἄλλην παρηγορίαν. Ὅθεν στοχαζόμενοι τὴν δριμύτητα τῶν χιόνων καὶ τοῦ χειμῶνος, καὶ τὸ καῦμα τοῦ θέρους, τὰ ὁποῖα ἐδοκίμαζεν ὁ ἀοίδιμος, παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες. Διατί πάτερ τίμιε, ταλαιπωρεῖς μὲ τόσας πολλὰς σκληραγωγίας τὸν ἑαυτόν σου; ἢ δὲν στοχάζεσαι τὴν ἀσθένειαν τοῦ σώματος, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀπὸ χῶμα πλασμένον, καὶ ἔχει φυσικὸν ἰδίωμα νὰ φθείρεται ὀγλίγωρα ἀπὸ τὰς τῶν καιρῶν δυσκρασίας;

Μόλις λοιπὸν καὶ μετὰ βίας ἐπείσθη ὁ Ὅσιος εἰς τὴν συμβουλὴν τῶν ἀδελφῶν. Ὅθεν παραγγέλλει εἰς αὐτοὺς νὰ κατασκευάσουν δι’ αὐτὸν ἕνα μικρὸν κελλίον. Τὸ ὁποῖον ἀφ’ οὗ ἐτελειώθη, ἐπῆγεν ὁ Ἅγιος μέσα εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Μοναστηρίου, καὶ κλίνας τὰ γόνατά του εἰς τὸ ἔδαφος, ἀξίωσον, ὦ Κύριε, ἔλεγε, προσευχόμενος, ἀξίωσον νὰ ἔλθουν εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀναξίους, ἐκεῖνοι οἱ ἀδελφοί, ὁποῦ εἶναι πρόθυμοι νὰ εὐαρεστήσουν εἰς τὴν ἐδικήν σου μεγαλειότητα. Καὶ λοιπὸν τότε ἦλθον εἰς τὸ Μοναστήριον δύω εὐλαβέστατοι κοσμικοί, ὡσὰν νὰ ἤθελαν ἀποσταλοῦν παρὰ Θεοῦ. Οἵτινες παρεκάλουν νὰ κουρευθοῦν Μοναχοί, καὶ νὰ κάμνουν ὑπακοὴν εἰς αὐτὸν καὶ εἰς ὅλους τοὺς λοιποὺς ἀδελφούς. Τούτους ὑποδεξάμενος ὁ Ὅσιος, ὡς ἀπεσταλμένους παρὰ Θεοῦ, ἐνέδυσεν αὐτοὺς τὰ ἱερὰ τοῦ σχήματος ἄμφια, καὶ ἐπιθέττει εἰς αὐτοὺς τὰ ὀνόματα τῶν προκρίτων μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Καὶ τὸν μὲν ἕνα, μετωνόμασε Πέτρον, τὸν δὲ ἄλλον, Ἰωάννην. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς θερμοτέρας ἔκαμνε τὰς εἰς τὸν Θεὸν προσευχάς του.

Ἀλλ’ ὁ πατὴρ τῆς κακίας Διάβολος δὲν ὑπέφερεν εἰς πολὺν καιρὸν νὰ βλέπῃ τὰς πονηρίας καὶ μηχανάς του νικωμένας ἀπὸ τὸν Ἅγιον. Ἀλλὰ πρῶτον μέν, φέρει εἰς τὸν Ἅγιον ἕνα τόσον πλῆθος κωνώπων, ὥστε ὁποῦ δὲν ἐδύνετο, οὔτε ὀλίγον νὰ ἀναπνεύσῃ ἐξ αἰτίας αὐτῶν. Διότι καὶ ὅταν ἔπιπτεν ὁ γέρων νὰ κοιμηθῇ, ἐγίνοντο εἰς αὐτὸν ὡσὰν σκώλοπες. Καὶ ὅταν ἐσηκώνετο εἰς προσευχήν, ἔμβαινον ἀπὸ τὸ στόμα του μέσα εἰς τὸν γαργαρεῶνα καὶ λάρυγγά του. Ἀνίσως δὲ καὶ ἤθελε νὰ παρηγορήσῃ τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως μὲ ὀλίγον καὶ εὐτελὲς φαγητόν, ἐγέμοζε καὶ ἐκεῖνο ἀπὸ κώνωπας. Ταύτην δὲ τὴν μεγάλην πληγὴν δοκιμάζωντας ὁ Ὅσιος εἰς τρεῖς ὁλοκλήρους χρόνους, δὲν ἀναστέναζε μικροψύχως. Ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστῶν, ἐζήτει παρὰ τοῦ Κυρίου τὴν λύσιν τοῦ κακοῦ. Ὅταν δὲ οἱ κώνωπες ἔφευγον κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ, ἤρχοντο κᾄποιαι μυῖαι μεγαλώταται, καὶ ἐνώχλουν τὸν Ὅσιον, καταπληγώνουσαι ὡσὰν σαΐται τὸ δέρμα του, τὸ ὁποῖον ὑπὸ τῆς πολλῆς ἐγκρατείας ἦτον κατάξηρον. Ὅταν δὲ πάλιν αἱ μυῖαι ἔφευγον, τότε ἤρχοντο μύρμηγκες καὶ ἐναντιόνοντο εἰς πολλοὺς χρόνους τὸν τῆς ἀσκήσεως ἀθλητήν, ἀφόβως ἐμβαίνοντες καὶ εἰς τὰ ὀμμάτιά του καὶ εἰς τὴν μύτην του.

Ἐπειδὴ δὲ μὲ ὅλα ταῦτα τὰ λυπηρὰ ἔβλεπεν ὁ δαίμων τὸν Ἅγιον νὰ στέκεται ὡσὰν δρῦς στερεὸς καὶ ἀμετάκλιτος, ὥστε ὁποῦ οἱ ἐννέα χρόνοι, κατὰ τοὺς ὁποίους ὑπέφερε τὰς ἀνωτέρω πληγάς, ἐνομίσθησαν κοντὰ εἰς αὐτὸν ὡσὰν μία ἡμέρα. Διὰ τοῦτο μὲ θυμὸν μεγαλίτερον ἠθέλησε νὰ πολεμήσῃ τὸν Ὅσιον. Καὶ ἐπειδὴ ἤξευρε, πῶς δὲν πολεμεῖ μίαν γυναῖκα ἀσθενῆ, καθὼς πάλαι ἐπολέμησε τὴν ἐκ πλευρᾶς τοῦ Ἀδὰμ ληφθεῖσαν Εὔαν. Ἀλλὰ πῶς πολεμεῖ ἕνα ἄνδρα ἀνδρεῖον, τὸν κεφαλὴν ὄντα τῆς γυναικός: διὰ τοῦτο δὲν μεταχειρίζεται κατ’ αὐτοῦ ὄργανον ἕνα μόνον ὄφιν, καθὼς τότε ἐμεταχειρίσθη ὅταν ἐπολέμησε τὴν προμήτορα. Ἀλλὰ συναθροίσας ἕνα ἀναρίθμητον πλῆθος ὀφιδίων, διὰ μέσου αὐτῶν πολεμεῖ τὸν Ἅγιον. Βιάζεται δὲ ὁ λόγος νὰ εἰπῇ ἕνα διήγημα παράδοξον ἀληθῶς καὶ ἐξαίσιον. Διότι δὲν ἦτον τόπος, οὔτε ἔσωθεν, οὔτε ἔξωθεν τοῦ κελλίου τοῦ Ἁγίου, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἐφαίνετο ὀφίδι. Εἰς ὅποιον γὰρ μέρος ἐστέκετο, ἐκεῖ καὶ ὀφίδι εὑρίσκετο περιπλεκόμενον εἰς τοὺς πόδας του. Καὶ εἴ τι ἀγγεῖον ἔπερνε χρειαζόμενον, μέσα εἰς αὐτὸ εὕρισκε καὶ ὀφίδιον. Ὅσαις φοραῖς ἤθελε νὰ πλαγιάσῃ εἰς κλίνην διὰ νὰ ἀναπαυθῇ ὀλίγον ἀπὸ τοὺς κόπους, μαζί του καὶ τὰ ὀφίδια συνεπλαγίαζον. Ἀγκαλὰ καὶ ἐφυλάττετο ἀπὸ αὐτὰ ἀβλαβής, μὲ τὴν τῆς θείας Προνοίας δύναμιν. Ταύτην δὲ τὴν μεγάλην πληγὴν ὑπέμεινεν ὁ ἀοίδιμος, ὄχι μίαν, ἢ τρεῖς φοραῖς τὸ ἡμερονύκτιον. Ἀλλὰ πάντοτε καὶ εἰς κάθε ὥραν. Καὶ ὄχι μόνον εἰς ἕνα χρόνον, ἢ δύω. Ἀλλὰ εἰς ἕνδεκα ὁλοκλήρους χρόνους ἐπειράζετο ἀπὸ τὰ ὀφίδια. Καὶ τὸ παράδοξον ἦτον, ὁποῦ ὁ Ὅσιος, δὲν ἀπέκαμε, δὲν ἐγόγγυσε, δὲν ἐλυπήθη τὸ ἐλάχιστον. Ἀλλ’ ἔμενεν εὐχαριστῶν πάντοτε εἰς τὸν Θεόν, καὶ προθύμως ἀντιπολεμῶν τὸν πολεμοῦντα αὐτὸν Διάβολον.

Μία φοράν, εἰς καιρὸν ὁποῦ ὁ Ὅσιος ἐτέλει τὴν θείαν ἱερουργίαν καὶ εὑρίσκετο εἰς τὸ τέλος αὐτῆς, εὐγῆκεν ἀπὸ ἕνα μέρος ἕνας φοβερὸς δράκων, ὁ ὁποῖος ἔζωσεν ὅλην τὴν κόγχην τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδὴ δὲ ὁ συλλειτουργῶν αὐτῷ ἀδελφός, εὐγῆκεν ἔξω τῆς Ἐκκλησίας διὰ νὰ φέρῃ τὸ συνήθως διδόμενον ζέον ὕδωρ, τότε πεσὼν ὁ δράκων κάτω ἀπὸ τὴν κόγχην, ἐπῆγε καὶ ἐστάθη εἰς τὸ κατώφλιον τῆς πόρτας τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα φοβερὸν θέαμα, ὡσὰν ἕνα βόδι φαινόμενος, καὶ δὲν ἄφινε τελείως τὸν ἀδελφὸν νὰ εἰσέλθη. Ἐπειδὴ δὲ ἐτελείωσεν ὁ Ἅγιος τὴν εὐχήν, καὶ εἶπε τὴν ἐκφώνησιν, αἰσθάνθη δὲ ὅτι ὁ συλλειτουργὸς ἀδελφὸς ἀργοπόρησεν, ἀναγκάσθη καὶ ἐγύρισε πρὸς τὴν πόρταν διὰ νὰ τὸν λαλήσῃ. Τότε βλέπει, τὸν μὲν δράκοντα, κειτόμενον ἐπάνω εἰς τὸ κατώφλιον, τὸν δὲ συλλειτουργόν, στέκοντα ἔξω πεφοβισμένον καὶ τρομασμένον. Ὅθεν πλήρης γενόμενος Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως καὶ μὴ διακριθείς, ἔμβα, πρὸς τὸν συλλειτουργόν του, ἐφώναξε. Καὶ ταῦτα εἰπών, αὐτὸς πάλιν ἀταράχως γυρίσας, τὴν προσκομιδὴν τῶν μυστηρίων ἐτέλει. Ὁ δὲ συλλειτουργὸς δυναμωθεὶς ἀπὸ τὴν φωνὴν τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, ἐπέρασεν ἐπάνω τοῦ δράκοντος ὡσὰν νὰ εἶχε πτερά, καὶ ἐπῆγε πρὸς τὸν καλέσαντα.

Ἀφ’ οὗ δὲ ἐτελείωσεν ἡ θεία Λειτουργία, τότε ὁ Ὅσιος χωρὶς νὰ ἐκδυθῇ τὴν ἱερατικὴν στολήν, εὐγῆκεν ἔξω. Καὶ πηγαίνωντας εἰς τὸν δράκοντα, εἶπεν αὐτῷ. Ἀνίσως, ὦ θηρίον, τώρα ἔχει νὰ ἔλθῃ τὸ τέλος καὶ ἡ ἀπώλειά σου διὰ τῆς θείας Προνοίας, ἀκολούθει μοι. Καὶ εὐθὺς ὁ δράκων δαγκάσας μὲ τὰ ὀδόντιά του τὴν ἄκραν τοῦ φαιλονίου τοῦ Ἁγίου, ἐτραβίζετο ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἐσύρετο. Πηγαίνωντας δὲ μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν ἕως μιᾶς σαΐτας ῥίψιμον, καὶ φθάσας εἰς μίαν φάραγγα, ἡ ὁποία εἶχεν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ ἄλλο δύω μικρὰ βουνάκια, ἐκεῖ ἐστάθη εἰς προσευχήν. Καὶ κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα εἶπε καὶ τοῦτο τὸ ὑστερινὸν λόγιον. «Κύριε ὁ Θεός, ὁ εἰπὼν εἰς ἐκείνους ὁποῦ σὲ πιστεύουν, νὰ πατοῦν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων, αὐτὸς εὐδόκησον ὅτι καὶ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος νὰ πατήσω ἐπάνω τοῦ δράκοντος τούτου εἰς τὸν τόπον τῆς φάραγγος ταύτης». Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἐσηκώθη ὁ δράκων ὑψηλά, καὶ κατεκρημνίσθη μέσα εἰς τὸ χάσμα ἐκεῖνο τῆς φάραγγος. Ἐπάνω δὲ εἰς αὐτόν, ἔπεσον τὰ δύω βουνάκια ἐκεῖνα. Καὶ μὲ αὐτὰ ἐγέμωσε τὸ χάσμα τῆς φάραγγος, τόσον ὁποῦ, ἔγινεν ὁ τόπος ἴσωμα καὶ πεδιάδα. Ὁ δὲ Γέρων εὐχαριστήσας τὸν Θεόν, ἐπῆγεν εἰς τὸ κελλίον του. Καὶ τότε γίνεται ἕνα τέρας ἐξαίσιον. Διότι τὰ ὀφίδια, ὁποῦ εἶχον τὰς φωλεάς των ὑποκάτω εἰς τὴν κέλλαν τοῦ Ὁσίου, καὶ ἐνώχλουν αὐτὸν εἰς τόσους πολλοὺς χρόνους, αὐτὰ λέγω, βλέποντα δεδοξασμένον ὑπὸ θείου φωτὸς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἁγίου, δὲν ὑπέφερον. Ἀλλὰ ὡσὰν νὰ ἐδιώκοντο ἀπὸ φλόγα πυρός, ἔτζι εὐθὺς ὅλα ὁμοῦ ἔφυγον. Καὶ πηγαίνοντα εἰς τὸν τόπον τοῦ καταχωθέντος δράκοντος, ἐκεῖ καὶ αὐτὰ ὅλα ἐθανατώθησαν πλῆθος ἄπειρον ὄντα. Ἔπειτα ἦλθον ἀπὸ ἕνα μέρος πουλία πολλά, ὡσὰν νὰ ἦτον ἀπεσταλμένα ἀπό τινα, καὶ κατέφαγον ὅλα ὁμοῦ τὰ ὀφίδια.

Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ὁ θεῖος Πατήρ, ἔλαβε παρὰ Θεοῦ χάριν τῶν ἰαμάτων, καὶ τοῦ νὰ προλέγῃ τὰ μέλλοντα. Διὰ τοῦτο καὶ περισσότερον ἔδιδε τὸν ἑαυτόν του εἰς σκληροτέραν ἄσκησιν. Ἐπειδὴ δὲ ἔβλεπεν ὅτι πολλοὶ προστρέχοντες εἰς αὐτὸν ἐνώχλουν τὴν ἡσυχίαν του, τούτου χάριν ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ ἐρημικώτερα βουνά. Καὶ δὴ καὶ ἐπῆγε. Καὶ τὸν μὲν μαθητήν του Ἰωάννην, ἀφῆκεν Ἡγούμενον εἰς τοὺς Μοναχοὺς τοῦ Μοναστηρίου. Εἰς δὲ τὸν μαθητήν του Πέτρον, ἔδειξεν ὁ Ὅσιος τὸ χάρισμα τοῦ προορατικοῦ, τὸ ὁποῖον ἔλαβε παρὰ τοῦ Κυρίου. Ὅθεν δὲν ἐψεύσθη ἡ τούτου πρόρρησις. Ἐπειδὴ δὲ ἐνθυμήθημεν τὸ τοιοῦτον προορατικὸν καὶ προφητικὸν χάρισμα τοῦ Ἁγίου, θέλομεν διηγηθῶμεν ἐδῶ ἕνα μόνον ἀποτέλεσμα τούτου καὶ θαῦμα. Καὶ ἀπὸ τοῦτο τὸ ἕνα, θέλομεν δείξομεν ὅλον τὸ προορατικόν του. Καθὼς ἀπὸ τὸ ἄκρον τοῦ φορέματος, δείχνεται ποῖον εἶναι ὅλον τὸ ὕφασμα τοῦ φορέματος, κατὰ τὴν κοινὴν παροιμίαν.

Λέων ὁ Σοφὸς ὁ τῶν Ῥωμαίων εὐσεβέστατος βασιλεύς, ὁ βασιλεύσας ἐν ἔτει ωπς΄ [886], οὗτος ἔγραψεν εἰς χαρτὶ ἕνα λογισμόν, ὁποῦ ἦλθεν εἰς τὴν καρδίαν του. Καὶ βουλλώσας τὸ γράμμα, ἀπέστειλεν αὐτὸ εἰς τὸν Ὅσιον ζητῶντας ἀπὸ αὐτὸν νὰ διαλύσῃ τὸν λογισμὸν ἐκεῖνον. Ὁ δὲ Ἅγιος προγνωρίσας τοῦτο, ἀντέγραψεν εἰς τὸν λογισμὸν τοῦ βασιλέως ἀπόκρισιν. Καὶ καθὼς αἰσθάνθη, πῶς ἦλθεν εἰς τὸ κατώφλιον τῆς πόρτας τοῦ κελλίου ὁ διακομιστὴς τοῦ βασιλικοῦ γράμματος, εὐγῆκε καὶ ὁ Ὅσιος. Καὶ προϋπαντήσας τὸν γραμματοκομιστήν, ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὴν ἀπόκρισιν τοῦ βασιλικοῦ γράμματος, εἰπὼν καὶ τοῦτο. Λάβε τὸ βουλλωμένον τοῦτο γράμμα, ἀδελφέ, καὶ γύρισαι εἰς ἐκεῖνον ὁποῦ σὲ ἔστειλε. Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἄνθρωπος, ἐξεπλάγη. Καὶ τί Πάτερ, εἶπε; τί νὰ εἰπῶ εἰς τὸν ἀποστείλαντά με, διὰ τὴν λύσιν τοῦ ζητήματος του; Ἐπειδὴ ἐσὺ δὲν ἔλαβες ἀκόμη τὸ γράμμα ὁποῦ σοι ἔστειλεν; Ὁ Πατὴρ ἀπεκρίθη. Ἀρκεῖ τοῦτο εἰς ἐσένα, τέκνον, ἀρκεῖ, εἰς δὲ τὸν Θεὸν εἶναι ἡ περὶ τούτου φροντὶς καὶ πρόνοια. Τότε τὸ γράμμα τοῦ Ὁσίου λαβὼν ὁ διακομιστής, ἐγύρισε πρὸς τὸν βασιλέα. Καὶ φανερώσας εἰς αὐτὸν ὅσα ἠκολούθησαν, τὸν ἔκαμε καὶ ἐξεπλάγη. Ὅταν δὲ ὁ βασιλεὺς ἀνέγνωσε τὴν ἀπόκρισιν, καὶ εἶδε καὶ τὴν ἔκβασιν τῆς ἀποκρίσεως, ἐμεταχειρίσθη κάθε μηχανὴν διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ θεωρήσῃ τὸν Ὅσιον. Ἀλλ’ ὁ ἀνυπερήφανος καὶ ὄντως ταπεινόφρων Θωμᾶς, ἐμεταχειρίσθη ἕνα τρόπον ἐπιτήδειον, καὶ δὲν ἄφησε νὰ ὑπάγῃ ὁ βασιλεὺς νὰ τὸν ἰδῇ.

Οὗτος λοιπὸν ὁ κεχαριτωμένος Θωμᾶς, ἐπειδὴ ἠγάπα τὴν ἡσυχίαν, διὰ τοῦτο, ἀφ’ οὗ ἐδιάταξε καλῶς τὰ τοῦ Μοναστηρίου του πράγματα, ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν. Καὶ πηγαίνωντας εἰς ἕνα δύσβατον καὶ ἀπεριπάτητον τόπον, ἐκατοίκησεν εἰς αὐτὸν μονώτατος, ὡσὰν ἕνα πουλίον, καὶ διεπέρασεν ἐκεῖ ἔγκλειστος ὅλην τὴν ἁγίαν Τεσσαρακοστήν, καὶ ἔτζι ἔζη ἡσύχως. Ἀνίσως δὲ ἤθελεν ἀκολουθήσῃ εἰς κᾀνένα ἀδελφὸν συμβεβηκός τι τὸ ὁποῖον ἐπροξένει κίνδυνον ψυχῆς, τότε ὁ Ὅσιος ἐπήγαινεν εἰς τὸ Μοναστήριον, καὶ ἐπισκέπτετο τὸν ἀδελφὸν ἐκεῖνον καὶ τοὺς λοιπούς. Εἶτα πάλιν ἐγύριζεν εἰς τὸν δύσβατον τόπον ἐκεῖνον, ὡσὰν εἰς παρηγορίαν καὶ ἀναψυχήν. Ζήσας λοιπὸν χρόνους πολλοὺς ὁ ἀοίδιμος, καὶ φθάσας εἰς γῆρας παχὺ καὶ πολυχρόνιον, ἀσθένησεν ὀλίγον. Καὶ οὕτω παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ.

*

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεότεκνος ξίφει τελειοῦται.

Ὁ Θεότεκνος οἷα τοῦ Θεοῦ τέκνον,
Θνήσκει προθύμως τοῦ Πατρὸς χάριν ξίφει.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μαριανὸς λιθοβοληθείς, τελειοῦται.

Ὁ Μαριανὸς συντριβεὶς κάραν λίθῳ,
Θείῳ νοητῶς σφίγγεται ταύτην στέφει.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐγένιος, ξύλοις τυπτόμενος, τελειοῦται.

Ὥσπερ συνεστὼς Εὐγένιος ἐκ ξύλου,
Πάσχων ξύλοις ὑπῆρχε πρὸς ξύλα ξύλον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

Των Αγίων Μηνά, Ερμογένους, Ευγράφου, Γεμέλλου, κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.