Στα χρόνια των διωγμών για τους μάρτυρες τα πράγματα ήταν έτσι όπως ήταν. Στα μετέπειτα χρόνια για τους άλλους, τους αναχωρητές, επίσης. Στα δικά μας χρόνια είναι έτσι όπως είναι. Διάλεξε εσύ πού θα ζήσεις. Θα πας να ζήσεις στην έρημο, θα πας στο μοναστήρι, θα κάνεις οικογένεια… Όπου και να είμαστε, όλοι θα περάσουμε από παθήματα και δυσκολίες, και η όλη πορεία μας θα είναι μέσα από αυτά. Και όλα είναι αναπόφευκτα· θέλουμε δεν θέλουμε, θα μας έρθουν. Δηλαδή, δεν τα παθαίνουμε απλώς και μόνο διότι είμαστε στον δρόμο του Θεού. Άλλο τώρα ότι μερικές φορές, ακριβώς επειδή είσαι στον δρόμο του Θεού και σε αναλαμβάνει ο Θεός, θα επιτρέψει να σου συμβούν περισσότερα. Είναι μια αλήθεια αυτό.
Λέγαμε και κάποια φορά, αναφερόμενοι στη Χαναναία (Ματθ. 15:21-28), ότι ο Χριστός δεν θα φερόταν σε άλλη γυναίκα όπως φέρθηκε στη Χαναναία, καθώς θα γνώριζε ότι δεν θα άντεχε. Στη Χαναναία φέρθηκε με τέτοιον τρόπο, σαν να την ποδοπάτησε κυριολεκτικά. Την ονόμασε και «κυνάριον», δηλαδή σκυλί, κι εκείνη το δέχθηκε. Το δέχθηκε όχι με την έννοια: «Τι να κάνω; Μπορώ να κάνω και αλλιώς; Θα το δεχθώ και αυτό», αλλά πιάστηκε για τα καλά από αυτό, σαν να ήταν μια καλή ευκαιρία για να πει στον Κύριο: «Ναι, είμαι κυνάριο. Όμως, και τα κυνάρια τρώνε από τα ψιχία που πέφτουν από το τραπέζι των παιδιών». Και ο Κύριος της είπε: «ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις».
Είναι πολλοί που δεν αντέχουν. Λέμε συχνά ότι πολλά θα είχε κανείς να πει στην άλφα ψυχή, στη βήτα ψυχή: «Γιατί κάνεις έτσι; Γιατί τα λες έτσι; Γιατί τα παίρνεις έτσι;» Πόσα θα είχε να πει κανείς πιο ωμά! Δεν τα λέει όμως, γιατί πού να αντέξει ο άνθρωπος; Από δω κι από κει θέλει να τον καλοπιάσεις, μην τυχόν στενοχωρηθεί, μην τυχόν ζοριστεί. Πώς θα ωφεληθείς έτσι; Και αυτό φαίνεται από το ότι όλοι οι χριστιανοί σαν να κλαίνε τη μοίρα τους.
Σπάνια να βρεις χριστιανό που να πει για όλα αυτά που μας έρχονται: «Να ‘ναι ευλογημένο. Όσα κι αν παθαίνουμε, λίγα είναι. Και άλλα περισσότερα μας αξίζουν, αλλά ο Θεός μάς λυπάται και δεν αφήνει να έρθουν περισσότερα». Πιο πολύ ακούς να λένε οι χριστιανοί: «Έχουμε βάσανα, έχουμε στενοχώριες, έχουμε τούτο το πρόβλημα, έχουμε εκείνο το πρόβλημα. Αχ, τι παθαίνω!» Από κει και πέρα τι να κάνει ο Θεός μ’ εμάς τους χριστιανούς, που δεν πιάνουμε καθόλου αυτό το πνεύμα, αυτή την αλήθεια, ώστε να παραδοθούμε, να αφεθούμε στα χέρια του;
Να παραδοθούμε στα χέρια του Θεού, αδελφοί μου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι, την ώρα που παραδίδεσαι, αδρανείς. Θα σε αφήσουν όλα αυτά τα ζόρια που περνάς να αδρανήσεις; Έρχεται το ένα, και ζορίζεσαι. Έρχεται το άλλο και μετά το άλλο, και ζορίζεσαι, και χρειάζεται να πιστέψεις περισσότερο, να προσευχηθείς περισσότερο, για να αντέξεις. Και αντέχεις. Αντέχεις όχι παθητικά, αλλά γιατί αφήνεσαι στα χέρια του Θεού.
Εκείνοι που θα θελήσουν οι ίδιοι τάχα να φτιάξουν συνθήκες μαρτυρίου, κάνουν μεγάλο λάθος, και είναι θράσος αυτό. Όχι τέτοιες προκλήσεις. Γι’ αυτό η Εκκλησία απαγόρευε να πηγαίνει κανείς αυτόκλητος στο μαρτύριο. Όταν κληθεί να μαρτυρήσει, ευχαρίστως να το δεχθεί, αλλά όχι να πάει μόνος του. Κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολή· και όχι απλώς υπερβολή, αλλά είχε και τον κίνδυνο να υπερηφανευθεί κανείς και τελικά μέσα στην έπαρσή του και στην υπερηφάνειά του να αφήσει και το μαρτύριο και όλα· δηλαδή να προδώσει και να αρνηθεί τον Κύριο.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Το μυστήριο του πόνου”, Γ’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2010, σελ. 64 (απόσπασμα).