Στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία (Κολ. 1.18), δεν δικαιούται μα ούτε και μπορεί να ζει κανείς αυθύπαρκτα, αποκομμένα και ανεξάρτητα από τα λοιπά μέλη. «Ου δύναται οφθαλμός ειπείν τη χειρί· χρείαν σου ουκ έχω» (Α’ Κορ. 12.21).
Παραθέτουμε όσα υψηλά αναφέρει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, για δυο ψυχές, που είχαν κατακτήσει κορυφές. Ενδεχομένως δεν θα σφάλλαμε αν υποστηρίζαμε πως τέτοια ανωτερότητα την είχε επιτύχει ο ίδιος, μα εξαιτίας ταπεινώσεως επέγραψε τα κατορθώματά του σε αγνώστους. Να τι φανερώνει ο όσιος ξαφνιάζοντας τη νωχέλειά μας:
«Είδα άλλον που χαιρόταν για τους αγωνιζόμενους και ευοδούμενους, και αποδεχόταν την προκοπή τους τόσο, που λες ότι αυτός μάλλον παρά εκείνοι θα έπαιρνε τους μισθούς των αρετών και των κόπων· λυπόταν δε και στέναζε τόσο για όσους κατέπιπταν και επέμεναν στην αμαρτία, που λες ότι αληθινά αυτός μόνος θα υποχρεωνόταν ν’ απολογηθεί για όλους εκείνους, και να παραδοθεί στην Κόλαση. Και είδα άλλον που ποθούσε και ήθελε έτσι τη σωτηρία των αδελφών του, ώστε πολλές φορές με θερμά δάκρυα ολόψυχα να δέεται στον φιλάνθρωπο Θεό ή και εκείνοι να σωθούν ή και αυτός μαζί με εκείνους να καταδικασθεί, επειδή δεν ήθελε καθόλου να σωθεί μόνος ο εαυτός του, αφού είχε διάθεση μιμήσεως του Θεού [πρβλ. Ιω. 10.15] και του Μωυσή [Έξ. 32.32]» (Κατήχησις 8,2).
Ο στάρετς Ζωσιμάς του Ντοστογιέφσκυ παροτρύνει: «Αν μπορείς να πάρεις πάνω σου το έγκλημα του κατηγορούμενου που δικάζεις μέσα στην καρδιά σου, κάνε το αμέσως και πόνεσε εσύ για λογαριασμό του» (Αδελφοί Καραμαζώφ, βιβλίο έκτο, 3, η’).
Κάτι συναφές μας διασώζουν τα Γεροντικά: Ένας μοναχός και ένας διάκονος είχαν ισχυρή πνευματική αγάπη. Κάποτε όμως ο κληρικός υποψιάσθηκε άδικα τον φίλο του για κάτι και άρχισε να τον αντιμετωπίζει ξερά και στυγνά. Τον ρώτησε εκείνος, οπότε του εξήγησε γιατί είχε ψυχρανθεί. Ο μοναχός τον διαβεβαίωσε ταπεινά ότι δεν το είχε κάνει. Δεν τον πίστεψε.
Όταν λοιπόν αυτός κρατούσε το άγιο Ποτήριο και κοινωνούσε το εκκλησίασμα, ο αδελφός τον πλησίασε και του επανέλαβε ότι η συνείδησή του τον πληροφορούσε πως δεν το είχε κάνει. Παρά την ιερώτατη στιγμή ο άλλος δεν πείσθηκε.
Ο καλόγνωμος άνθρωπος θλιβόμενος πάντοτε και ερευνώντας τις πράξεις του, σκέφθηκε στο τέλος: «Ο ιερωμένος με αγαπάει γνήσια, και μου φέρθηκε έτσι για να συνέλθω. Ω ψυχή μου άθλια, θυμάσαι όλα όσα έπραξες χθες, προχθές, πριν από δέκα μέρες; Τόσα πράττεις και τα ξεχνάς. Έπραξες και τούτο και το ξέχασες». Και ευχαρίστησε τον Κύριο και τον κληρικό που του υπέδειξε τάχα το σφάλμα ώστε να μετανοήσει.
Έτρεξε τότε στο κελλί του διακόνου για να του βάλει μετάνοια και να ζητήσει συγνώμη, αλλά μόλις του άνοιξε του έβαλε εκείνος πρώτος μετάνοια λέγοντας «Συγχώρεσέ με, εμπαίχθηκα από τους δαίμονες. Με πληροφόρησε ο Θεός ότι είσαι αθώος από την υπόθεση» (Μέγα Γεροντικό Πανοράματος Α’ σελ. 227).
Έχουμε αρκετά γεγονότα στους Βίους των Αγίων μας, στα οποία διαβλήθηκαν βδελυρά οι άνθρωποι του Θεού για βαριές αμαρτίες, και ενώ μπορούσαν να ξεσκεπάσουν τη συκοφαντία, προτίμησαν να τιμωρηθούν αυτοί αντί των ενόχων. Ένα παράδειγμα:
Όταν η αρχόντισσα της Αλεξάνδρειας και ενάρετη Θεοδώρα έπεσε σε μοιχεία απέδρασε, και προσποιούμενη τον άνδρα εντάχθηκε σε μονή πατέρων. Αγωνίσθηκε τόσο, που έγινε θαυματουργή.
Κάποτε απέκρουσε τις ανήθικες προτάσεις κάποιας, η οποία όταν έμεινε εξώγαμα έγκυος, κατηγόρησε σαν γονιό του εμβρύου τον «μοναχό Θεόδωρο» για να τον (την) εκδικηθεί.
Η οσία «ομολόγησε» την πράξη και αφού γεννήθηκε το βρέφος το πήρε μαζί της όταν διώχθηκε από το κοινόβιο. Έζησε σε καλύβα απ’ έξω και δεινοπάθησε απίθανα από τον δαίμονα που παρουσιαζόταν σαν ο σύζυγός της ή θηρία ή οπλοφόροι ή χρυσάφι ή λιχουδιές.
Έπειτα από εφταετία ανακλήθηκε μέσα και ξαναθαυματούργησε. Η ύστερα από καιρό κοίμησή της αποκαλύφθηκε στον αρχιμανδρίτη, που είδε πομπές αγίων να παραλαβαίνουν την ψυχή της. Τότε μόνο αντιλήφθηκαν εμβρόντητοι το φύλο της και απολιθώθηκαν. Το σκήνος της προσκύνησε και ο απαρηγόρητος σύζυγός της, που μόνασε πια στο κελλί της και τάφηκε στο μνήμα της, το δε νόθο έγινε ο επόμενος ηγούμενος.
Η πολύπαθη, και πιο αρρενωπή από τους άνδρες στο φρόνημα, περιπετειώδης αγία εορτάζεται στις 11 Σεπτεμβρίου.
«Δεν πρέπει… να επιχαίρουμε για τα ελαττώματα κάποιου. Γιατί πρέπει με αγάπη Χριστού να λυπόμαστε μεν και να συντριβόμαστε για τα ελαττώματα του αδελφού, να ευφραινόμαστε δε για τα κατορθώματά του», φρονεί ο Μέγας Βασίλειος (Επιστολή 22 Περί τελειότητος βίου μοναχών, 3). Και εξηγεί: «Γιατί δικά σου είναι τα κατορθώματα εκείνου, καθώς και τα δικά σου είναι εκείνου» (Λόγος ασκητικός και παραίνεσις περί αποταγής βίου… 8).
Έτσι «ο μακάριος, λέει, Αντώνιος ουδέποτε έκρινε με το μυαλό του να κάνει κάτι που θα ωφελούσε αυτόν περισσότερο από τον πλησίον του, επειδή είχε την ελπίδα ότι το κέρδος του πλησίον του ήταν γι’ αυτόν η άριστη εργασία» (Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά, Λόγος 81 Περί διαφοράς αρετών…, σελ. 308).
Ιερομόναχος Ιουστίνος