Πήγαν κάποτε στον άγιο Ιωάννη οι υπεύθυνοι της διανομής των ελεημοσυνών και, αφού του είπαν ότι κάποιες κοπέλες που φορούν στολίδια και περιδέραια έρχονται για να πάρουν από αυτά που δίνονται στους φτωχούς, τον ρώτησαν αν πρέπει να δίνουν και σε εκείνες.
Αυτός, ο τόσο πράος, τους κοίταξε αυστηρά και απάντησε: «Αν θέλετε να είστε υπηρέτες και διανομείς του ταπεινού Ιωάννη, ή μάλλον του Χριστού, να υπακούτε στη θεϊκή του εντολή που προστάζει να δίνουμε σε καθέναν που μας ζητά (Ματθ. 5:42). Αν πάλι λέτε ότι είστε υπηρέτες κάποιου άλλου, ο οποίος σας επιβάλλει να εξετάζετε και να διερευνάτε τη ζωή και την κατάσταση εκείνων που ζητούν βοήθεια, να ξέρετε ότι ούτε ο Χριστός ούτε ο ταπεινός Ιωάννης χρειάζεται περίεργους υπηρέτες.
» Αν αυτά που δίνουμε ήταν δικά μας, θα είχαμε ίσως κάποια δικαιολογία να τα διαχειριζόμαστε με οικονομία· αφού όμως είναι όλα του Θεού, πρέπει οπωσδήποτε, στα πράγματα του Θεού, να τηρούμε το πρόσταγμά του.
» Αν πάλι φοβηθήκατε, λόγω απιστίας, μην τυχόν οι δαπάνες αυτές ξεπεράσουν τα έσοδα της Εκκλησίας, εγώ καθόλου δεν ανέχομαι να συμμετάσχω σε αυτή την ολιγοπιστία σας. Γιατί πιστεύω απόλυτα ότι, και όλος ο κόσμος να έρθει στην Αλεξάνδρεια ζητώντας ελεημοσύνη, αυτό καθόλου δεν θα αδειάσει τους θησαυρούς του Θεού».
Αφού λοιπόν με τις συνετές του συμβουλές θεράπευσε όλη τους την απιστία, τους έστειλε στο καλό και στη συνέχεια διηγήθηκε τα εξής στους παρόντες, οι οποίοι είχαν μείνει έκπληκτοι με τη γενναιόδωρη προαίρεσή του.
![]()
Όταν ήμουν – είπε – δεκαπέντε ετών και ζούσα στην Κύπρο, μια νύχτα μου φάνηκε στο όνειρο μια νέα με εξαίσια και αγνή ομορφιά, με λαμπρή στολή και στεφανωμένη στο κεφάλι με κλαδί ελιάς. Στάθηκε κοντά μου, με σκούντησε με το χέρι της στο πλευρό και με ξύπνησε τρομαγμένο. Και αμέσως αυτό που έβλεπα δεν ήταν πλέον όνειρο αλλά πραγματικότητα.
Τη ρώτησα ποια είναι και από πού ήρθε και πώς τόλμησε να έρθει ενώ κοιμόμουν. Αυτή με κοίταξε γαλήνια και πρόσχαρα και μου απάντησε: «Εγώ είμαι η πρώτη από τις θυγατέρες του μεγάλου Βασιλιά. Αν με κάνεις φίλη σου, μπορώ να σε κάνω οικείο του, γιατί κανείς άλλος δεν έχει προς αυτόν περισσότερο θάρρος από εμένα, αφού εγώ τον έπεισα ακόμη και να κατεβεί από τον ουρανό στη γη και να πάρει ανθρώπινο σώμα».
Μόλις τα είπε αυτά, αμέσως έφυγε, και εγώ ήρθα στον εαυτό μου και συλλογιζόμουν τι νόημα να είχε η οπτασία. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι αυτή ήταν η ελεημοσύνη(*), γιατί για χάρη αυτής και ο Θεός δεν θεώρησε άπρεπο να έρθει στη γη και να εμφανιστεί όμοιος με τους ανθρώπους.
Σηκώθηκα λοιπόν αμέσως και κατευθύνθηκα στην εκκλησία, γιατί είχε αρχίσει να χαράζει. Βαδίζοντας συνάντησα κάποιον φτωχό γυμνό, που πάγωνε από το κρύο. Έβγαλα τότε το επανωφόρι μου και του το έδωσα, λέγοντας μέσα μου: «Τώρα θα διαπιστώσω αν αυτό που είδα είναι αληθινό και όχι απάτη». Προτού λοιπόν ακόμη να φτάσω στην εκκλησία, με πλησίασε κάποιος ντυμένος στα λευκά και μου έδωσε ένα κομπόδεμα με εκατό χρυσά νομίσματα λέγοντας: «Πάρε τα αυτά, αγαπητέ». Εγώ, αν και τα πήρα με χαρά, αμέσως μετάνιωσα και στράφηκα γρήγορα για να επιστρέψω τα χρήματα στον δωρητή, με τη σκέψη ότι δεν τα χρειάζομαι. Εκείνος όμως είχε γίνει άφαντος. Τότε κατάλαβα ότι η οπτασία δεν ήταν φαντασία αλλά ολοφάνερη αλήθεια.
Από εκείνη την ώρα, όποτε έδινα σε κάποιον κάτι, έλεγα: «Να δούμε αν ο Χριστός, σύμφωνα με την υπόσχεσή του (βλ. Ματθ. 19:29), θα μου το επιστρέψει στο εκατονταπλάσιο». Αφού το έκανα αυτό αμέτρητες φορές και διαπίστωνα ότι επαληθευόταν στην πράξη, είπα στον εαυτό μου: «Πάψε πια· μέχρι πότε θα δοκιμάζεις Αυτόν που δεν δοκιμάζεται;»
Ενώ λοιπόν έχω λάβει τόσες χειροπιαστές αποδείξεις, ήρθαν σήμερα αυτοί οι μικρόψυχοι να με παρασύρουν και να με παρουσιάσουν συμμέτοχο της απιστίας τους και να με οδηγήσουν στην ασπλαχνία.
(*) Η λέξη ελεημοσύνη εδώ έχει τη σημασία “έλεος”.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΜΣΤ’ (46). Εκδόσεις “Το Περιβόλι της Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 370.

