Μετά την ανάληψη του Κυρίου οι απόστολοι συγκεντρώθηκαν στη Γεθσημανή και συσκέπτονταν για να πάνε, όπως τους πρόσταξε ο Κύριος, σε όλο τον κόσμο και να διδάξουν τους ειδωλολάτρες. Μοίρασαν λοιπόν με κλήρους τα μέρη της οικουμένης, και στον Ιωάννη έπεσε ο κλήρος της Ασίας. (*) Αυτός στενοχωρήθηκε πολύ, γιατί ζύγισε την αποστολή αυτή με ανθρώπινο λογισμό και όχι με την πίστη και σκέφτηκε ότι, καθώς η περιοχή ήταν πέρα ως πέρα γεμάτη με είδωλα, δύσκολα θα επέστρεφε στον Θεό, και γι’ αυτό έπεσε σε δισταγμό. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι η αδυναμία των λογισμών του τον έκανε να σφάλει στον Κύριο, γιατί τον παρέσυρε στον δισταγμό, όπως δεν έπρεπε.
Άρχισε τότε να κλαίει και, πέφτοντας στα πόδια των αποστόλων, ζήτησε από αυτούς να παρακαλέσουν τον Κύριο να τον συγχωρήσει, και πρόσθεσε, με κλάματα και στεναγμούς: «Αμάρτησα, πατέρες και αδελφοί, που δυσαρεστήθηκα από τον κλήρο της Ασίας και σχεδόν κλονίστηκε η πίστη μου και ξέχασα τον Κύριο που προείπε· “Όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει”. Γι’ αυτό μου φανέρωσε ο Θεός ότι πολύ θα τιμωρηθώ εξαιτίας αυτού και θα παραδοθώ σε επικίνδυνη περιπέτεια στο πέλαγος. Ας κάνουμε λοιπόν πρώτα εκτενή προσευχή και ας βαδίσουμε ο καθένας όπου πρόσταξε ο Κύριος».
Αφού προσευχήθηκαν, αναχώρησαν για τους τόπους που τους κληρώθηκαν, παίρνοντας ο καθένας για υπηρέτη έναν από τους εβδομήντα αποστόλους. Ο Ιωάννης πήρε τον Πρόχορο και κατέβηκαν στην Ιόππη. Την άλλη μέρα επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο και ξεκίνησαν για την Ασία. Άρχισε λοιπόν ο Ιωάννης να κλαίει και είπε στον Πρόχορο, χωρίς να ακούει άλλος, γιατί κάθονταν στην πιο απόμερη γωνιά του πλοίου: «Παιδί μου Πρόχορε, έρχεται επάνω μου μια επικίνδυνη δοκιμασία στη θάλασσα και η ψυχή μου θα τιμωρηθεί πολύ. Ο Θεός όμως δεν μου φανέρωσε αν θα ζήσω ή θα πεθάνω· αν λοιπόν εσύ διασωθείς, κατευθύνσου στην Ασία και, αφού φτάσεις στην Έφεσο, περίμενε εκεί τρεις μήνες. Αν στο διάστημα αυτό έρθω, θα πραγματοποιήσουμε την υπηρεσία μας· διαφορετικά, γύρισε στα Ιεροσόλυμα, στον Ιάκωβο τον αδελφό του Κυρίου, και ό,τι σου πει εκείνος, αυτό να κάνεις».
Όταν τα έλεγε αυτά ο Ιωάννης ήταν η δέκατη ώρα της ημέρας (2 ώρες πριν τη δύση). Αμέσως λοιπόν σηκώθηκε άγρια φουρτούνα και το πλοίο διαλύθηκε από τη μανία των κυμάτων. Όταν βρέθηκαν στη θάλασσα, όλοι οι άλλοι, σαράντα έξι συνολικά, με την πρόνοια του Θεού, πιάστηκαν καθένας από κάποιο ξύλο ή εξάρτημα του πλοίου και βγήκαν σώοι στη στεριά, ενώ στο πέλαγος απέμεινε μόνο ο Ιωάννης.
Ο Πρόχορος ξεκίνησε από τη Σελεύκεια – γιατί εκεί τον έβγαλαν τα κύματα – και σε σαράντα μέρες έφτασε στην Ασία. Καθώς περνούσε από κάποιο παράλιο χωριό που το έλεγαν Μαρμαρεώτη, κοίταξε προς τη θάλασσα και είδε ένα τεράστιο και πανύψηλο κύμα να σκάει στη στεριά και να εκβράζει έναν άνθρωπο. Έτρεξε λοιπόν να τον βοηθήσει, εκείνος όμως – που ήταν ο Ιωάννης – πρόλαβε και σηκώθηκε.
Μόλις αναγνώρισε ο ένας τον άλλο, αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας με πολλή χαρά και ευχαρίστησαν τον προστάτη τους Θεό για το ότι σώθηκαν και ξανασυναντήθηκαν. Έπειτα ο Ιωάννης, αφού συνήλθε λίγο, διηγήθηκε στον Πρόχορο ότι τις σαράντα αυτές μέρες και νύχτες – ασύλληπτο θαύμα! – τις πέρασε έχοντας τη δύναμη του Θεού να τον φυλάγει και να τον μεταφέρει με τρόπο ανείπωτο επάνω στα κύματα της θάλασσας, και διδάχτηκε ότι πρέπει να υπακούει στον Θεό και όχι στην αδυναμία των ανθρώπινων λογισμών και να πείθεται αδίστακτα σε ό,τι Αυτός προστάζει.
(*) Ασία τότε λεγόταν η ρωμαϊκή επαρχία που περιλάμβανε τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και είχε πρωτεύουσα την Έφεσο.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΙΒ’ (12), σελ. 98. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2006.
Από τη διήγηση των περιοδειών του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου