
Έλεγαν για τον αββά Αρσένιο ότι το βράδυ του Σαββάτου, καθώς θα ξημέρωνε Κυριακή, άφηνε τον ήλιο να δύει πίσω του και ύψωνε τα χέρια του στον ουρανό και προσευχόταν, μέχρι την ώρα που ο ήλιος ανέτελλε και φώτιζε το πρόσωπό του· και τότε καθόταν.
Ο αββάς Δανιήλ έλεγε: «Μια φορά με κάλεσε ο αββάς Αρσένιος και μου είπε· “Ανάπαυσε τον πατέρα σου ώστε, όταν φύγει προς τον Κύριο, να τον παρακαλέσει για χάρη σου, και να βρεις καλό”».
Κάποιος από τους πατέρες πήγε στον αββά Αρσένιο, και μόλις χτύπησε την πόρτα, ο γέροντας άνοιξε νομίζοντας ότι είναι ο υποτακτικός του. Όταν είδε ότι είναι άλλος, έπεσε κάτω με το πρόσωπο στη γη. Εκείνος του είπε: «Σήκω, αββά, να σε ασπαστώ». Ο γέροντας του απάντησε: «Δεν σηκώνομαι, αν δεν φύγεις». Και ενώ εκείνος τον παρακαλούσε πολλή ώρα, δεν σηκώθηκε, ώσπου έφυγε.
Έλεγαν για κάποιον αδελφό που είχε έρθει στη Σκήτη για να δει τον αββά Αρσένιο, ότι πήγε στην εκκλησία και παρακαλούσε τους κληρικούς να συναντήσει τον αββά Αρσένιο. Εκείνοι του έλεγαν: «Ξεκουράσου λίγο, αδελφέ, και θα τον δεις», αυτός όμως είπε: «Δεν βάζω τίποτε στο στόμα μου, αν δεν τον συναντήσω». Έστειλαν λοιπόν μαζί του έναν αδελφό για να τον οδηγήσει, επειδή το κελλί του ήταν μακριά. Εκεί χτύπησαν την πόρτα, μπήκαν μέσα, και αφού ασπάστηκαν τον γέροντα, κάθισαν και έμεναν σιωπηλοί. Στη συνέχεια ο αδελφός από την εκκλησία είπε: «Εγώ φεύγω, προσευχηθείτε για εμένα». Και ο αδελφός ο ξένος, βλέποντας ότι ο γέροντας δεν του μιλούσε, απάντησε στον αδελφό: «Έρχομαι και εγώ μαζί σου», και έφυγαν και οι δύο. Τότε ο ξένος παρακάλεσε τον αδελφό λέγοντας: «Πήγαινέ με και στον αββά Μωυσή, που προηγουμένως ήταν ληστής». Όταν πήγαν σε αυτόν, τους δέχτηκε με χαρά, και αφού τους περιποιήθηκε, τους έστειλε στο καλό. Ο αδελφός λοιπόν που τον οδήγησε, τον ρώτησε: «Δες, σε πήγα και στον ξένο και στον Αιγύπτιο. Ποιος από τους δύο σου άρεσε;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Εμένα πάντως μου άρεσε ο Αιγύπτιος».
Όταν τα άκουσε αυτά κάποιος από τους πατέρες, προσευχήθηκε στον Θεό λέγοντας: «Κύριε, εξήγησέ μου πώς γίνεται αυτό, ο ένας να αποφεύγει τους ανθρώπους για το όνομά σου και ο άλλος να τους αγκαλιάζει για το όνομά σου». Του παρουσιάστηκαν τότε σε όραμα δύο πλοία μεγάλα στον ποταμό, και είδε τον αββά Αρσένιο και το Πνεύμα του Θεού να πλέουν ήσυχα στο ένα, και στο άλλο να πλέουν ο αββάς Μωυσής και οι άγγελοι του Θεού που τον έτρεφαν με μέλι και κερήθρα. (*)
Έλεγε ο αββάς Δανιήλ: «Όταν ήταν στα τελευταία του, ο αββάς Αρσένιος μας έδωσε εντολή λέγοντας· “Μη φροντίσετε να κάνετε ελεημοσύνες για χάρη μου. Γιατί αν έκανα εγώ για τον εαυτό μου κάποιο έργο αγάπης, αυτό θα βρω”».
(*) Κατά τον Ευεργετινό το όραμα έδειχνε ότι «και οι δύο είχαν πολύ μεγάλη αξία μπροστά στον Θεό, ωστόσο η σιωπή του Αρσενίου ήταν ανώτερη από τη φιλοξενία του Μωυσή, αφού τον πρώτο συντρόφευε το άγιο Πνεύμα, ενώ τον Μωυσή άγγελοι του παντοκράτορα Θεού» (τ. Δ’, υπόθ. Ε’, σ. 62).
Από το βιβλίο: Το Γεροντικό, τόμος Α’, μετάφραση. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 37 (§§ 30, 35, 37-39).
Από τον βίο του αγίου Αρσενίου