
Θαυμαστή υπήρξε, πράγματι, η πίστη τόσο του παραλυτικού όσο και των μεταφορέων του (Ματθ. 9:1-8). Ο πρώτος, αδυνατώντας να βοηθήση ο ίδιος τον εαυτό του, λόγω της ασθενείας του, τον εμπιστεύεται στα χέρια των αδελφών του και δέχεται με ταπείνωση και υπακοή την βοήθειά των. Εκείνοι, πάλι, αναλαμβάνουν όχι μόνον να τον εξυπηρετήσουν αλλά και να ξεπεράσουν το αντικειμενικό εμπόδιο της προσεγγίσεως του Κυρίου, λόγω του πλήθους, επινοώντας το χάλασμα της στέγης του σπιτιού, όπου εκήρυττε ο Κύριος, προκειμένου να οδηγήσουν τον πονεμένο αδελφό των μπροστά Του. Έτσι ο Κύριος, «ιδών την πίστιν αυτών», ασθενούς και μεταφορέων, δεν χρειάζεται άλλη απόδειξη για να βεβαιωθή, ώστε να κάνη πλέον Εκείνος αυτό που δεν μπορούσαν να κάνουν οι άνθρωποι.
Ενεργεί, λοιπόν, όχι μόνον ένα αλλά δύο θαύματα στον παραλυτικό: θεραπεύει πρώτα το αίτιο της ασθενείας, την αμαρτία («τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι»), και στην συνέχεια, προκειμένου το θαύμα Του να γίνη φανερό και πιστευτό από τους υπολοίπους, κάνει καλά και το παράλυτο σώμα («εγερθείς άρον σου την κλίνην και ύπαγε εις τον οίκον σου. Και εγερθείς απήλθεν…»), προσφέροντας στον ταλαίπωρο άνθρωπο ολοκληρωμένη ίαση, «ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων».
Έτσι, ο Κύριος επιτελεί, κατ’ ουσίαν, και ένα τρίτο «θαύμα»: προκαλεί τον θαυμασμό του συγκεντρωμένου πλήθους, «των όχλων», οι οποίοι επίστευσαν και μάλιστα «εδόξασαν τον Θεό που έδωσε τέτοια εξουσία στους ανθρώπους» (Ματθ. 9:8). Η φράση αυτή μπορεί να ερμηνευθή ως εξής: δόξασαν τον Θεό, ο Οποίος δια του Υιού Του, του Χριστού, που Τον θεωρούσαν άνθρωπο, ενήργησε θαυματουργικά, αποδεικνύοντας έτσι ότι δεν είναι απλώς άνθρωπος αλλά και Θεός, ή δόξασαν τον Θεό, ο Οποίος, δια του Χριστού, του Υιού και Λόγου του Θεού, έδωσε εξουσία στους ανθρώπους να θεραπεύουν ασθένειες, όπως έγινε λ.χ. με τους Αγίους, τους πρώην κοινούς ανθρώπους, γι’ αυτό και ψάλλομε στα Απολυτίκιά των: «Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, … δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα».
Ένα μόνον θαύμα δεν μπόρεσε να κάνη ο Χριστός: να πείση τους παρισταμένους γραμματείς, προκαλώντας και τον δικό των θαυμασμό για την αναμφισβήτητη θεϊκή του εξουσία. Αυτό δεν έγινε, όχι γιατί δεν το ήθελε ο Κύριος, αλλά γιατί δεν το επιθυμούσαν οι ίδιοι. Προσκολλημένοι καθώς ήσαν στο γράμμα του νόμου, αδυνατούσαν να δεχθούν πως ο «Υιός του ανθρώπου εξουσίαν έχει επί της γης αφιέναι ανθρώποις αμαρτίας» (Ματθ. 9:6). Δεν τον παραδέχονταν ως Θεό, παρ’ όλον ότι είχαν γίνει μάρτυρες πλήθους θαυμάτων Του. Ως γνωστόν, άλλωστε, κανένα θαύμα δεν μπορεί να γίνη, χωρίς την πίστη και την συγκατάθεση των ανθρώπων, την ελευθερία των οποίων σέβεται απολύτως ο Κύριος.
Ας αναρωτηθούμε και εμείς, αδελφοί μου, με την σειρά μας! Διαθέτομε πίστη, και εάν ναι, τι λογής πίστη διαθέτομε; την γνήσια και ανυπόκριτο πίστη των απλών ανθρώπων της περικοπής, που έσπευσαν με θαυμασμό να ομολογήσουν την δόξα του Θεού ή μήπως την υποκριτική πίστη των γραμματέων που αρνούνταν να πιστεύσουν, παρά τις απτές αποδείξεις περί θεότητος του Κυρίου, που διαρκώς τους προσφέρονταν; Οι τελευταίοι, άλλωστε, δεν διέθεταν ούτε ταπείνωση απέναντι στον Θεό ούτε αγάπη προς τον πονεμένο συνάνθρωπό των, ώστε να χαρούν με την θεραπεία του.
Ας κάνωμε, λοιπόν, κατ’ αρχάς, με ειλικρίνεια την αυτοκριτική μας και ας ακολουθήσωμε, στην συνέχεια, την προτροπή του Παύλου: «η αγάπη ανυπόκριτος, αποστυγούντες το πονηρόν και κολλώμενοι τω αγαθώ» (Ρωμ. 12:9), προσέχοντες να εφαρμόζωμε και τα δύο: και το κακό να αποστρεφώμαστε («αποστυγούντες το πονηρόν»), και μάλιστα τον κακό μας εαυτό, αλλά και το αγαθό να εφαρμόζωμε πιστά, ώστε να μην νικώμεθα υπό του κακού, αλλά να νικώμεν «εν τω αγαθώ το κακόν» (ο.π. 21).
Έτσι και μόνον έτσι, και την προσωπική μας παραλυσία θα ξεπερνούμε και την γενική παραλυσία θα αντιμετωπίζωμε, με ανυπόκριτη πίστη και αγάπη στον Θεό και με την μεταξύ μας ειλικρινή αγάπη και συνεργασία προς δόξα Θεού και προς σωτηρία πάντων ημών. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρή