«πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται,
ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται»
(Λκ 18:14)
Σήμερα, όπως είναι γνωστό, είναι η λεγομένη Κυριακή του τελώνου και του Φαρισαίου, και από σήμερα αρχίζει η περίοδος της Εκκλησία μας που ονομάζεται Τριώδιο. Ονομάζεται δε έτσι διότι στις ακολουθίες χρησιμοποιείται το βιβλίο που λέγεται Τριώδιο, καθώς στους ύμνους που περιέχει και ονομάζονται κανόνες, έχει τρεις ωδές και όχι οκτώ όπως η Παρακλητική.
Η περίοδος αυτή είναι πολύ σπουδαία για την Εκκλησία μας αλλά και για τον κάθε χριστιανό. Και αυτό διότι δεν είναι όπως από πολλούς πιστεύεται αλλά και βιώνεται περίοδος γλεντιού, ξεφαντώματος και καρναβαλιών, τα οποία καρναβάλια είναι ειδωλολατρικής προελεύσεως, αλλά αντίθετα περίοδος κατανύξεως, περισυλλογής, μετανοίας. «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας, ζωοδότα» άρχισε από σήμερα να ψάλλει η Εκκλησία. Η μετάνοια δε είναι η πύλη της Βασιλείας του Θεού, του Παραδείσου, και βάση, κατώφλι αυτής της πύλης είναι η ταπείνωση· και γι’ αυτήν ακριβώς την ταπείνωση μας ομιλεί ο Κύριος με τη σημερινή παραβολή, την οποία είπε, αλλά και λέει, προς όλους εκείνους που έχουν πεποίθηση στον εαυτό τους, ότι είναι δίκαιοι, ενάρετοι και περιφρονούν τους άλλους.
Ανέβηκαν λοιπόν δύο άνθρωποι στο ιερό, στο ναό για να προσευχηθούν. Και ο ένας ήταν Φαρισαίος, ο άλλος δε τελώνης.
Οι Φαρισαίοι ασχολούνταν κατά τρόπο ιδιαίτερο με το νόμο, την τότε Αγία Γραφή, τον εξηγούσαν και τον τηρούσαν σχολαστικά. Και ο Φαρισαίος της παραβολής, καθώς έλεγε, και εμείς δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε, εξασκούσε κάποιες αρετές. Νήστευε, έκανε ελεημοσύνες, και δεν ήταν άρπαγας, άδικος, μοιχός. Όμως έκανε ένα βασικό λάθος. Δεν θεωρούσε τον Θεό χορηγό των όποιων καλών είχε, δεν έλεγε «Θεού το δώρον», αλλά πίστευε ότι από μόνος του ήταν καλός και άγιος. Δεν έλεγε «σε ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι συ με βοήθησες, συ με έκανες να απέχω από την αδικία, την αρπαγή κτλ.» αλλά έλεγε· «εγώ δεν είμαι άρπαγας, άδικος, μοιχός».
Έτσι αυτοδικαιωνόταν, και αυτοθαυμαζόταν. Δεν ταπεινοφρονούσε αλλά καυχιόταν «ως μη λαβών». Ανέβαινε με το μυαλό του, με την ιδέα του ψηλά και από εκεί έβλεπε τους άλλους μικρούς και αμαρτωλούς και τους κατέκρινε· «δεν είμαι σαν αυτόν τον τελώνη».
Όμως επλανάτο πλάνην οικτράν. Έλεγε ότι δεν ήταν άρπαγας. Όμως, με το να θεωρούσε ότι από τον εαυτό του προέρχονταν αυτά που του έδινε ο Θεός, γινόταν άδικος και άρπαγας. Έλεγε ότι έκανε ελεημοσύνες· όμως δεν έβλεπε ότι δεν είχε ελεήμονα καρδιά, διότι διαφορετικά δεν θα εξουθένωνε τον αμαρτωλό αδελφό του. Νήστευε από κάποιες τροφές, δεν νήστευε όμως από τη σκληρότητα και τη υπερηφάνεια. Έβλεπε ότι έκανε κάποια εξωτερικά καλά έργα, δεν έβλεπε όμως ότι βαθύτερα δεν είχε αρετή. Και το χειρότερο ότι με την υπερηφάνειά του καθιστούσε τον εαυτό του ανεπίδεκτο της χάρης του Θεού. Ήταν ως να έλεγε· εγώ είμαι καλός και άγιος, γεμάτος αρετή, δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο. Έτσι όμως δεν άφηνε χώρο για τη χάρη του Θεού. Γι’ αυτό και δεν έφυγε από το ναό δικαιωμένος, δηλαδή με τη δικαιοσύνη, τη χάρη του Θεού, την πραγματική αρετή που δίνει ο Θεός. Έμεινε με τη δική του ψευτοαρετή, η οποία φυσικά δεν σώζει.
Οι τελώνες ήταν εκείνοι που με δημοπρασία έπαιρναν από τον ρωμαίο κατακτητή το δικαίωμα να μαζεύουν τους φόρους, κατά δε την είσπραξη ήταν πολλές φορές άδικοι και σκληροί. Γι’ αυτό και θεωρούνταν πολύ αμαρτωλοί.
Τέτοιος ήταν και ο τελώνης της παραβολής. Όμως, πρώτον δεν προσπαθούσε να δικαιολογηθεί ούτε προσπαθούσε να ρίξει το βάρος στους άλλους. Είχε το κουράγιο να παραδέχεται τις αμαρτίες του, γι’ αυτό και «έτυπτε το στήθος». Και δεύτερο δεν απελπιζόταν. Κατέφυγε στον Θεό, αναγνωρίζοντάς τον ως αγαθό και φιλάνθρωπο και από αυτόν ζήτησε και περίμενε κάθε καλό· «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ζητούσε ταπεινά συγχώρηση και συγχωρήθηκε. Έφυγε «δικαιωμένος», δηλαδή γεμάτος από τη δικαιοσύνη, τη χάρη του Θεού.
«Ο τελώνης», σχολιάζει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, «χωρίς ούτε χρήματα να καταβάλει, ούτε πελάγη να διασχίσει, ούτε πολύ δρόμο να οδοιπορήσει, ούτε φίλους να παρακαλέσει, ούτε πολύ χρόνο να καταναλώσει, αλλά διά της ταπεινοφροσύνης απέκτησε αρετή, γενόμενος άξιος της βασιλείας των ουρανών».
Και αυτά μεν ο τελώνης. Εμείς όμως πόσες φορές, αμαρτάνουμε και προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε ή να ρίξουμε το βάρος στους άλλους; Πηγαίνουμε να εξομολογηθούμε και αντί να πούμε ταπεινά τις δικές μας αμαρτίες λέμε, όλο παράπονο, τις αμαρτίες των άλλων· εμμέσως δε ότι εμείς είμαστε τα αθώα θύματα. Είναι δυνατόν όμως έτσι να δικαιωθούμε, να συγχωρεθούμε, να χαριτωθούμε; Ο Χριστός το ξεκαθάρισε· «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται».
Κατά τον Μέγα Βασίλειο «χωρίς ταπείνωση το παν γίνεται μηδέν. Με την ταπείνωση το μηδέν γίνεται το παν». Διότι κατά τον άγιο Νεκτάριο «όπου αληθής ταπείνωση, εκεί και όλες οι αρετές»· κατά δε τον άγιο Ισίδωρο Πηλουσιώτη· «τίποτε δεν σώζει τόσον ασφαλώς τον άνθρωπο όσον η βαθειά ταπείνωση. Αυτή είναι ο θρόνος της αγάπης και όλων των άλλων αρετών».
Γι’ αυτό ας αγαπήσουμε και ας καλλιεργήσουμε και πάση θυσία ας αποκτήσουμε την υψοποιό ταπείνωση. «Άνθρωπε, θέλεις να βρεις την ζωή;» ερωτά ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος. Και απαντά· «την πίστη και την ταπείνωση κράτησε μέσα σου, διότι σε αυτές βρίσκεις το έλεος και την βοήθεια και λόγους τους οποίους λαλεί στην καρδιά σου ο Θεός» ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας
Κυριακή του τελώνου και του Φαρισαίου