«ίνα τι υμείς ενθυμείσθε πονηρά εν ταις καρδίαις υμών;» (Μτ. 9:4)
Ο Κύριος ως τέλειος και αληθινός Θεός και άνθρωπος είχε και έχει την δύναμη και την εξουσία να συγχωρεί τον αμαρτωλό άνθρωπο και να του χαρίζει τη θεραπεία της ψυχής και του σώματος. Και αυτό το απέδειξε στην πράξη πάμπολλες φορές, μία από τις οποίες ήταν η θεραπεία του παραλύτου την οποία ακούσαμε σήμερα.
Μετά τη θεραπεία των δαιμονισμένων στη χώρα των Γεργεσηνών, μας είπε ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ο Χριστός επέστρεψε «εις την ιδίαν πόλιν» δηλαδή στην Καπερναούμ. Και εκεί, καθώς δίδασκε σε κάποιο σπίτι κατάμεστο από κόσμο, του έφεραν έναν παράλυτο, και μάλιστα, καθώς σημειώνουν οι Ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς οι οποίοι επίσης αναφέρουν το θαύμα αυτό, τον κατέβασαν από τη στέγη. Ο Χριστός βλέποντας την πίστη τους, συγχώρησε τον παράλυτο, λέγοντάς του: «Θάρσει, τέκνον· αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Και τότε κάποιοι από τους παρευρισκόμενους γραμματείς είπαν μέσα τους: «Ούτος βλασφημεί». Ο δε Ιησούς, ως καρδιογνώστης, τους είπε: «Γιατί σκέπτεστε πονηρά μέσα στις καρδιές σας; Τι είναι ευκολότερο να πω· σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή σήκω και περπάτα;» Και για να αποδείξει ότι είχε εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες, είπε στον παράλυτο: «Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Εκείνος πράγματι σηκώθηκε και θεραπευμένος γύρισε στο σπίτι του προκαλώντας τον θαυμασμό του κόσμου και τις προς τον Θεόν δοξολογίες που έδωσε τέτοια εξουσία στους ανθρώπους.
Προκαλεί εντύπωση, πέρα από το μέγεθος και τη σημασία του θαύματος, η στάση των γραμματέων απέναντι στον Κύριο και το έργο του, της οποίας στάσεώς τους η πονηρία φαίνεται καλύτερα εάν συγκριθεί με τη στάση του απλού λαού. Οι απλοί και καλοπροαίρετοι έβλεπαν τα θαύματα του Χριστού, θαύμαζαν και δόξαζαν το Θεό, οι δε γραμματείς και Φαρισαίοι που άκουγαν τα ίδια λόγια και έβλεπαν τα ίδια θαύματα, έλεγαν ότι βλασφημεί ή ότι διώχνει τα δαιμόνια με τον άρχοντα των δαιμονίων.
Τα έργα, η διδασκαλία, τα θαύματα του Χριστού, μιλούσαν εύγλωττα και αδιάψευστα ότι ήταν ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού, ο «αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Αλλά κάτι τέτοιο οι γραμματείς δεν μπορούσαν ή μάλλον δεν ήθελαν να το δεχθούν. Σκοπός τους ήταν να τον φέρουν σε δύσκολη θέση, να τον εκθέσουν είτε στο λαό, είτε στις ρωμαϊκές ή ιουδαϊκές αρχές. Όμως το τελικό αποτέλεσμα της εν λόγω αλλά και της εν γένει πονηρής διαθέσεως και συμπεριφοράς τους ήταν το ότι έμειναν μακριά από το Χριστό, μακριά από τη σωτηρία.
Βλέπουμε λοιπόν, πόσο μωρό κάνει και πόσο ζημιώνει τον άνθρωπο η πονηρία. Μοιάζει με εξυπνάδα, ουσιαστικά όμως, ως παρέκκλιση και διαστροφή του φυσιολογικού, της συνέσεως, είναι ανοησία.
Πρώτος διδάσκαλος, αλλά και πρώτο και μεγαλύτερο θύμα της, ο διάβολος. Ενώ δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από το Θεό, ενώ δηλαδή πηγή της υπάρξεως και της ζωής του ήταν ο Θεός, θέλησε υπερήφανα και ανόητα να γίνει θεός χωρίς το Θεό! Αποτέλεσμα: όχι μόνο δεν έγινε θεός, αλλά και από άγγελος φωτός ξέπεσε και έκτοτε είναι και ζει ως άγγελος σκότους. Αλλά και οι πρωτόπλαστοι, που δέχθηκαν την πονηρή συμβουλή του διαβόλου και ανόητα ενήργησαν, έχασαν τον παράδεισο.
Από τότε «η διάνοια του ανθρώπου έγκειται επιμελώς επί τα πονηρά». Του κάθε ανθρώπου. Ακόμη και αυτού που βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία. Ίσως δεν υπάρχει πτυχή ή εκδήλωση της πνευματικής μας ζωής, που να μη τη λυμαίνεται η δαιμονική και φθοροποιός αυτή κακία· το χειρότερο δε είναι ότι τις περισσότερες φορές τούτο συμβαίνει χωρίς καλά-καλά να το καταλαβαίνουμε. Ενώ υπάρχει και δουλεύει μέσα μας η αμαρτία πιστεύουμε ότι είμαστε καλοί, συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε καλοί και θέλουμε και οι άλλοι να μας θεωρούν τέτοιους· αλλοίμονο δε σε όποιον αμφισβητήσει την αρετή μας. Αλλά η όλη μας ζωή φανερώνει το αντίθετο.
Εάν π.χ. μας ρωτούσαν, «Αγαπάς το Θεό;», πολύ λίγοι θα απαντούσαμε όχι. Όμως αν αγαπούσαμε πραγματικά το Θεό θα είχαμε συνεχώς το νου μας σ’ αυτόν και θα ήμασταν ευτυχισμένοι. Όταν ένας άνθρωπος αγαπά κάποιο πρόσωπο, το σκέπτεται αδιάκοπα και ευχαρίστως συνομιλεί μαζί του. Έτσι η προσευχή θα ήταν η τροφή και η τρυφή μας, αλλά βλέπουμε ότι αποτελεί εργασία ξερή και επίπονη, στην οποία βρίσκουμε μικρή ή και καμιά ευχαρίστηση. Αντίθετα, συχνά και εύκολα σκεφτόμαστε τα γήινα, ολοένα συζητάμε για τιποτένια πράγματα και γεγονότα, τα οποία μολύνουν το πνεύμα, και αυτό μας προκαλεί ευχαρίστηση. Ενώ έχουμε μεγάλη περιέργεια για τα τρέχοντα κοσμικά, πολιτικά και χίλια δυο άλλα ζητήματα, η μελέτη του λόγου του Θεού μάς είναι βαρετή και οι συζητήσεις με θέματα πνευματικά δεν ικανοποιούν την πνευματική πείνα της ψυχής μας και προσπαθούμε να τις αποφύγουμε.
Ακόμη, αν αγαπούσαμε το Θεό, θα τηρούσαμε τις εντολές του, διότι ο Κύριος είπε: «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει». Με τις αμαρτίες μας όμως δείχνουμε ότι δεν τον αγαπάμε. «Η απόδειξη ότι ο άνθρωπος δεν αγαπά το Θεό», μας λέγει ο Μ. Βασίλειος, «έγκειται στο γεγονός ότι δεν τηρεί τις εντολές του».
Μια άλλη καλή ιδέα που συνήθως έχουμε για τον εαυτό μας είναι ότι έχουμε αγάπη προς τους συνανθρώπους μας.
Εάν όμως αγαπούσαμε τον πλησίον μας πραγματικά, θα θέλαμε και τη ζωή μας να δώσουμε αν υπήρχε ανάγκη. Οι λύπες του θα ήταν και δικές μας λύπες και οι χαρές του δικές μας. Εμείς όμως με ευχαρίστηση ακούμε διάφορα δυσάρεστα γι’ αυτόν, αντί να λυπούμαστε και να πονούμε. Τα σφάλματα και τα αμαρτήματά του όχι μόνο δεν τα σκεπάζουμε με αγάπη, αλλά τα διαδίδουμε με άνεση και ευχαρίστηση. Η πρόοδος, η τιμή, τα αγαθά, η χαρά, η ευτυχία του πλησίον δε μας ευχαριστούν αλλά αντίθετα μας λυπούν ή, ακόμη χειρότερα, δημιουργούν μέσα μας το φθόνο.
Αλλά ας έλθουμε και στο θέμα της πίστεως. Πόσο εύκολα διαβεβαιώνουμε ότι πιστεύουμε στο Θεό και το Ευαγγέλιο, αλλά και πόσο εύκολα μας διαψεύδει η πραγματικότητα! Διότι εάν αληθινά πιστεύαμε στο λόγο του Θεού, στην πανσοφία, την παντοδυναμία και την παναγάπη του, δε θα είχαμε σε καμιά περίπτωση φόβο ή άγχος, αλλά θα ήμασταν πάντα ήρεμοι και ήσυχοι, θα δεχόμασταν δε και τα πλέον δυσάρεστα με υπομονή και ευχαριστία. Εάν πραγματικά – όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως – προσδοκούσαμε «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος», θα ζούσαμε την πρόσκαιρη αυτή ζωή ως «ξένοι και παρεπίδημοι», με πόθο και διαρκή φροντίδα να αξιωθούμε να φθάσουμε στην επουράνια πατρίδα, την άνω Ιερουσαλήμ. Η τάση για βόλεμα και ανάπαυση και ο αγώνας για καλοπέραση στη ζωή αυτή δείχνουν το πόσο λίγο πιστεύουμε στην πράξη αυτά που τόσο εύκολα με το στόμα ομολογούμε.
Ας έλθουμε και στο πάθος της υπερηφάνειας. Είναι αρκετά δύσκολο να βρεθεί χριστιανός –ακόμη και την ώρα της Ι. Εξομολογήσεως– που να θεωρεί τον εαυτό του υπερήφανο. Και όμως, συνειδητά ή ασυνείδητα, θεωρούμε τον εαυτό μας ανώτερο από τους άλλους ή τουλάχιστον όχι κατώτερό τους. Όταν ανακαλύπτουμε κάποιο σφάλμα μας, προσπαθούμε να το δικαιολογήσουμε ή να το παραβλέψουμε. Θυμώνουμε με όσους δεν δείχνουν εκτίμηση στο πρόσωπό μας και στενοχωρούμαστε με τις παρατηρήσεις τους. Φουσκώνουμε με τις πραγματικές ή φανταστικές επιτυχίες μας. Κάνουμε το καλό για να μας επαινέσουν ή για να έχουμε εμείς καλή ιδέα για τον εαυτό μας.
Όλα αυτά που προαναφέραμε, η έλλειψη αγάπης προς το Θεό και τον πλησίον, η έλλειψη πίστεως και ταπεινώσεως και άλλα παρόμοια, αποτελούν την αμαρτία και την πονηρία που υπάρχει μέσα μας και δύσκολα, λόγω της υπερηφάνειάς μας, τη βλέπουμε. Ο Θεός να μας δώσει το κουράγιο να τη δούμε κατάματα, και τη σύνεση να την παραδεχθούμε και να ταπεινωθούμε. Από εκεί και πέρα τα πράγματα γίνονται εύκολα. Διότι όπου ταπείνωση, εκεί και χάρη Θεού, εκεί κάθαρση από τα πάθη, φωτισμός και αγιασμός, τον οποίο είθε όλοι μας, αντί της πονηρίας, να αποκτήσουμε, προς δόξαν του αγίου Τριαδικού Θεού. Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας