
Ένα διδακτικότατο επεισόδιο μας διηγείται ο ευαγγελιστής Λουκάς στην περικοπή του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων που ακούσαμε σήμερα. Μέσα στην ατμόσφαιρα της αγάπης που επικρατούσε στη ζωή των πρώτων Χριστιανών παρουσιάσθηκαν μερικές ανωμαλίες. Όπως ξέρουμε, οι πρώτοι Χριστιανοί είχαν οργανώσει πολύ καλά το έργο της φιλανθρωπίας, τόσο καλά, ώστε «ουδείς ενδεής υπήρχεν εν αυτοίς»· δεν υπήρχε κανένας φτωχός μεταξύ τους (Πραξ. 4:34). Όταν όμως άρχισαν να πληθύνονται οι Χριστιανοί, άρχισαν να δημιουργούνται και τα πρώτα παράπονα και οι διαμαρτυρίες.
Παραπονούνταν οι Ελληνιστές εναντίον των Εβραίων. Χριστιανοί ήταν οι Ελληνιστές, Χριστιανοί και οι Εβραίοι. Οι Εβραίοι όμως κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ και στην υπόλοιπη Παλαιστίνη και μιλούσαν την εβραϊκή γλώσσα, ενώ οι ελληνιστές ήταν κι αυτοί Ιουδαίοι, αλλά προέρχονταν από χώρες ελληνικές και μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Αυτοί λοιπόν οι Ελληνιστές Χριστιανοί παραπονέθηκαν εναντίον των Εβραίων Χριστιανών, ότι στη διανομή των βοηθημάτων παραμερίζονταν κάπως οι χήρες και οι φτωχοί οι δικοί τους και προτιμώνταν οι χήρες και οι φτωχοί των Εβραίων.
Αλλά τέτοια παράπονα δεν έπρεπε να υπάρχουν μεταξύ των Χριστιανών, γιατί όπου υπάρχουν παράπονα και διαμαρτυρίες και γογγυσμοί αρχίζει να φεύγει η αγάπη, αν δεν έχει φύγει ήδη. Γι’ αυτό οι απόστολοι, οι προϊστάμενοι της Εκκλησίας, φρόντισαν να επαναφέρουν την τάξη. Συγκέντρωσαν τους Χριστιανούς και τους είπαν τα εξής: «Δεν είναι σωστό εμείς, που μας ανέθεσε ο Κύριος να συνεχίσουμε το έργο του, δηλαδή τη διάδοση του λόγου του, να εγκαταλείψουμε το μεγάλο αυτό έργο και να επιστατούμε στα κοινά συσσίτια και στη διανομή των βοηθημάτων. Γι’ αυτό λοιπόν ας εκλέξουμε επτά άνδρες φωτισμένους από τον Θεό, στους οποίους θα αναθέσουμε το έργο αυτό. Κι εμείς θα είμαστε ελεύθεροι να εργασθούμε με όλες μας τις δυνάμεις για την προσευχή και το κήρυγμα του λόγου του Θεού».
Η πρόταση αυτή φάνηκε σωστή και λογική σε όλους τους Χριστιανούς, κι αμέσως διάλεξαν επτά άνδρες, στους οποίους οι απόστολοι έπειτα από θερμή προσευχή ανέθεσαν το έργο της φιλανθρωπίας. Αυτοί είναι οι επτά διάκονοι, ένας από τους οποίους ήταν και ο Στέφανος, ο οποίος αναδείχθηκε ο πρώτος μάρτυρας της Εκκλησίας. Έτσι τα πράγματα διορθώθηκαν. Και η διανομή των βοηθημάτων γινόταν κανονικά, αλλά προπαντός προόδευε η Χριστιανική Εκκλησία και διαδιδόταν ο λόγος του Θεού, έτσι ώστε οι Χριστιανοί κάθε μέρα να γίνονται και περισσότεροι.
Πολλά είναι τα διδάγματα που μπορεί κανείς να βγάλει από αυτό το επεισόδιο. Εκείνο όμως που πρέπει να προσέξουμε σήμερα είναι η μεγάλη σημασία που έδιναν οι απόστολοι και όλοι οι Χριστιανοί στο κήρυγμα του λόγου του Θεού. Η προσοχή αυτή και η συνεχής και εντατική εργασία τους για το θείο κήρυγμα πρέπει να μας διδάξει πόσο μεγάλη είναι η αξία του θείου κηρύγματος.
Το θείο κήρυγμα είναι ο λόγος του Θεού, είναι η τροφή της ψυχής. Λέει η Αγία Γραφή ότι «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. 4:4). Δεν ζει μόνο με το ψωμί ο άνθρωπος· το ψωμί χρειάζεται για τη συντήρηση του σώματος· αλλά για την ψυχή χρειάζεται ο λόγος του Θεού, το θείο κήρυγμα. Γι’ αυτό και λέει πάλι αλλού η Αγία Γραφή, ότι η στέρηση του λόγου του Θεού είναι πείνα και δίψα· όπως το σώμα πεινά όταν του λείπει η τροφή, και διψά όταν του λείπει το νερό, έτσι και η ψυχή πεινά και διψά όταν δεν ακούει λόγο Θεού (βλ. Αμώς 8:11-12). Το θείο κήρυγμα είναι εκείνο που θα μας εξηγήσει όσα ακούμε και διαβάζουμε στην Αγία Γραφή και δεν τα καταλαβαίνουμε πολλές φορές· το κήρυγμα θα μας διδάξει πώς θα εφαρμόσουμε τις εντολές του Θεού στις διάφορες περιστάσεις της ζωής μας· το κήρυγμα θα μας στερεώσει στην πίστη και θα διαλύσει τις απορίες και τις αμφιβολίες, τις οποίες τυχόν θα έχουμε στα ζητήματα της πίστεως.
Επειδή λοιπόν τόσο μεγάλη είναι η σημασία του θείου κηρύγματος, γι’ αυτό και οι απόστολοι, σύμφωνα με την εντολή που είχαν πάρει από τον Κύριο, «ουκ επαύοντο διδάσκοντες» (Πραξ. 5:42)· δεν έπαυαν να διδάσκουν και τους Χριστιανούς, για να στερεωθούν και να τελειοποιηθούν, και τους Ιουδαίους και ειδωλολάτρες, για να πιστέψουν και να γίνουν Χριστιανοί. Αλλά και οι επτά διάκονοι, που εξελέγησαν για άλλη δουλειά, κοντά στην υπηρεσία που τους ανατέθηκε δεν παρέλειπαν κι αυτοί να κηρύττουν τον λόγο του Θεού, με πολύ καλά αποτελέσματα. Ένας από τους διακόνους, ο Φίλιππος, εκήρυξε τον λόγο του Θεού στη Σαμάρεια, και επιστρέφοντας από εκεί έκανε Χριστιανό έναν Αιθίοπα μεγάλο αξιωματούχο. Εκείνος όμως που πρωτοστατούσε στο κήρυγμα ήταν ο πρώτος από τους διακόνους, ο Στέφανος· το κήρυγμά του είχε τόση δύναμη, ώστε αποστόμωνε τους Ιουδαίους, οι οποίοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να του φέρουν εμπόδια.
Την μεγάλη αξία του θείου κηρύγματος την καταλάβαιναν οι πρώτοι Χριστιανοί και γι’ αυτό, όπως λένε αλλού οι Πράξεις, «ήσαν προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων» (Πραξ. 2:42)· όλοι οι Χριστιανοί, με προθυμία και προσοχή, με λαχτάρα θα έλεγε κανείς, παρακολουθούσαν το κήρυγμα των αποστόλων και προσπαθούσαν να ωφεληθούν από αυτό.
Το κήρυγμα του θείου λόγου συνεχίζεται και σήμερα στην Εκκλησία του Χριστού, και θα συνεχίζεται πάντοτε μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Και εφόσον ο λόγος του Θεού κηρύττεται, οι Χριστιανοί κάθε εποχής έχουμε υποχρέωση να κάνουμε ο,τι έκαναν και οι πρώτοι Χριστιανοί: να ακούμε με προσοχή το κήρυγμα του λόγου του Θεού και να εφαρμόζουμε όσα διδασκόμαστε σ’ αυτό. Αλλά για να φέρει αποτελέσματα το θείο κήρυγμα, πρέπει να το παρακολουθούμε με ορισμένες προϋποθέσεις. Και η σπουδαιότερη προϋπόθεση είναι να παρακολουθούμε με τη διάθεση να ωφεληθούμε από το κήρυγμα.
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε ότι το κήρυγμα δεν είναι λόγος ανθρώπινος· είναι λόγος Θεού, απαραίτητος για τη σωτηρία μας· θα ακούσουμε λοιπόν τον λόγο του Θεού, για να μάθουμε πώς πρέπει να ζούμε τη ζωή μας και για να ωφεληθούμε από αυτόν· γι’ αυτό δεν πρέπει να ζητούμε στο κήρυγμα μόνο καλλιλογία, στρογγυλά και όμορφα λόγια που ευχαριστούν την ακοή. Μπορεί καμιά φορά ο ιεροκήρυκας να μην τα λέει τόσο όμορφα· αυτό όμως δεν σημαίνει ότι παύει να κηρύττει τον λόγο του Θεού. Το πρώτο λοιπόν που χρειάζεται για να ωφεληθούμε από το κήρυγμα είναι να θέλουμε να ωφελήσουμε την ψυχή μας, και όχι να ευχαριστήσουμε τ’ αυτιά μας.
Μία άλλη προϋπόθεση είναι η εφαρμογή αυτών που διδασκόμαστε στο θείο κήρυγμα. Εδώ ας προσέξουμε ιδιαιτέρως· γιατί όταν δεν εφαρμόζεται στη ζωή μας ο λόγος του Θεού, τότε παθαίνουμε εκείνο που λέει η παροιμία: «μπαίνουν από το ένα αυτί και βγαίνουν από το άλλο». Και το παθαίνουν πολλοί Χριστιανοί αυτό το πάθημα. Πόσες φορές δεν έτυχε ν’ ακούσουμε βγαίνοντας από την εκκλησία τους Χριστιανούς να λένε: «Τι ωραία που μίλησε σήμερα ο ιεροκήρυκας, να αγιάσει το στόμα του!»· κι ύστερα από λίγο αρχίζουν οι συζητήσεις για το σπίτι, για την οικογένεια, για τις επιχειρήσεις, και όλα όσα είπε ο ιεροκήρυκας ξεχνιούνται, για να τα θυμηθούμε ξανά όταν θα τύχει να ακούσουμε πάλι κήρυγμα.
Το πάθημα αυτό είναι σοβαρότατο και δεν μας αφήνει να προοδεύσουμε στη χριστιανική ζωή. Γι’ αυτό πρέπει να φροντίσουμε, ώστε οι λόγοι του Θεού που τους ακούμε στο κήρυγμα να χαράσσονται βαθιά στην ψυχή μας και να αντηχούν πάντα στ’ αυτιά μας, για να μας συγκρατούν όταν κινδυνεύσουμε να πέσουμε σε κάποιο παράπτωμα· και διαρκής φροντίδα μας ας είναι το πώς θα εφαρμόσουμε τον λόγο του Θεού σε κάθε περίσταση της ζωής μας.
Μ’ αυτές τις διαθέσεις λοιπόν ας παρακολουθούμε το κήρυγμα του λόγου του Θεού· έτσι ο λόγος του Θεού δεν θα πέφτει στις πέτρες ούτε στ’ αγκάθια, αλλά θα βρίσκει γη καλή και εύφορη και θα φέρνει «καρπόν εκατονταπλασίονα» (Λουκ. 8:8). Και τότε όχι μόνο ο κάθε Χριστιανός χωριστά θα αυξάνεται και θα τελειοποιείται, αλλά και το σύνολο, η Εκκλησία του Χριστού, θα αυξάνεται και θα προοδεύει, όπως προόδευε η πρώτη Χριστιανική Εκκλησία.
Από το βιβλίο: Πρωτοπρεσβ. Κωνσταντίνου Παπαγιάννη (†), ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2024, σελ. 30.