Ο θάνατος είναι το μοναδικό βέβαιο της ζωής μας. Όλοι οι άνθρωποι αναπόδραστα πεθαίνουν.
Πεθαίνουν και οι πλούσιοι: «Πού είναι… εκείνοι που θησαύριζαν το αργύριο, στο οποίο έχουν την εμπιστοσύνη [τους οι] άνθρωποι… Αφανίσθηκαν και στον Άδη κατέβηκαν» (Βαρούχ 3.16-19). Μια ζωή άγχος για χρήματα, και όταν τα απέκτησαν, πάλι δεν τα απόλαυσαν λόγω τσιγγουνιάς. Μια ζωή στερημένη και στο τέλος ένα τέλος ανέτοιμο και γι’ αυτό φρικαλέο: ο θάνατος.
Στο χωνευτήρι του κοιμητηρίου βουνό τα κρανία και τα οστά. Πόσα από αυτά που ανήκαν σε τέως ανθρώπους με ψυχή και σώμα, δεν είχαν υψηλή ιδέα για την αυτού εξοχότητα τον εαυτό τους; Έτρεφαν την ψευδαίσθηση πως ήσαν άνθρωποι-φαινόμενο, ο ομφαλός της γης, το κέντρο του κόσμου! Μετά από την αφεντιά τους θα χανόταν το σύμπαν!
Πλην όμως το μόνο που έγινε μετά, ήταν το ότι οι ίδιοι έγιναν «σκωλήκων βρώση και δυσωδία» (Νεκρώσιμη ακολουθία, Μακαρισμός) και μετά άχρηστα κόκκαλα, ούτε καν λίπασμα για το χώμα, όπως οι σάρκες.
Πεθαίνουν και οι ευτυχείς: «Ω θάνατε, πόσο πικρή είναι η μνήμη σου σε άνθρωπο που ειρηνεύει στα υπάρχοντά του, σε άνδρα χωρίς περισπασμούς και που ευοδώνεται σε όλα» (Σειρ. 41.1).
Πεθαίνουν και γέροι αλλά και νέοι: «Αυτή η απόφαση [του θανάτου εκδόθηκε] από τον Κύριο για κάθε σάρκα… είτε δέκα είτε εκατό… έτη» (Σειρ. 41.4). Και έλεγε ένας γεροθυμόσοφος ότι στου χασάπη τα τσιγγέλια δεν κρέμονται μόνο παλιοπροβατίνες αλλά και αρνάκια του γάλακτος.
Πεθαίνουν και εκείνοι και εκείνες που διαθέτουν ελκυστική σωματική διάπλαση: «Κάθε σάρκα [είναι σαν] χόρτος… Ξεράθηκε ο χόρτος, και το άνθος έπεσε», καθώς μας είπε ο Ησαΐας (40.6-7).
Πεθαίνουν και οι ένδοξοι και ισχυροί: «Δεν υπάρχει εξουσία την ημέρα του θανάτου», ελεεινολογεί ο Εκκλησιαστής βασιλιάς Σολομών (8.8)· «ουδέ θα κατεβεί μαζί του [στο μνήμα] η δόξα του» συμπληρώνει ο Ψαλμωδός (48.18).
Στη βυζαντινή αγιογραφία ο όσιος Σισώης εξεικονίζεται πάντα σε μια αποκαλυπτική ιδιαίτερη παράσταση: Ολοφύρεται πάνω από τον σκελετό του Μ. Αλεξάνδρου μέσα στο ανοιχτό μνήμα εκείνου. Η δυνατή και εκφραστική στιγμή τον «απαθανάτισε» να φρικιά για «το άστατο του καιρού και της δόξας της πρόσκαιρης» και έχοντας σηκώσει τα χέρια στο κεφάλι του να μελετάει και να λέει: «Βλέποντάς σε, τάφε, δειλιάζω τη θέα σου και χύνω καρδιοστάλακτο δάκρυ συλλογιζόμενος το κοινό χρέος [του θανάτου] που οφείλουμε. Πώς άρα μέλλω να περάσω τέτοιο πέρας; Ε, ε, θάνατε, ποιος μπορεί να σε αποφύγει»;
Μια παράλληλη εξίσου χτυπητή και συγκλονιστική εικόνα μας έδωσε όχι με τον χρωστήρα αλλά με την πένα του ο προφήτης Ησαΐας. Περιγράφει την αναπόφευκτη ανθρώπινη μοίρα, τον θάνατο του μυθικού, του ημίθεου για τότε αυτοκράτορα της Βαβυλώνας. Κατεβαίνει στον Άδη και σηκώνονται όλοι οι μεγιστάνες έκπληκτοι μα και είρωνες. Του λένε μ’ ένα στόμα:
«Και συ αλώθηκες όπως ακριβώς κι εμείς, καταλογίσθηκες δε μεταξύ μας. Κατέβηκε στον Άδη η δόξα σου, η πολλή σου ευφροσύνη· [αντί για τα πολυτελέστατα και βαρυτιμότατα κλινοσκεπάσματά σου] θα στρώσουν από κάτω σου σήψη, και το κατάλυμά σου [θα είναι το] σκουλήκι. Πώς ξέπεσε από τον ουρανό ο εωσφόρος που ανατέλλει το πρωί; Συντρίφθηκε στη γη… Συ δε είπες με το μυαλό σου: “Στον ουρανό θ’ ανεβώ, πάνω από τα αστέρια του ουρανού θα βάλω τον θρόνο μου… θ’ ανέβω πάνω από τα σύννεφα, θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο [ημίθεος]”. Τώρα ωστόσο θα κατεβείς στον Άδη και στα θεμέλια της γης. Αυτοί που σε είδαν θα θαυμάσουν με την περίπτωσή σου και θα πουν: “Αυτός [είναι] ο άνθρωπος… που έσειε βασιλείς; που έκανε έρημο όλη την οικουμένη;”» (14.4-17).
Κατά τον ίδιο προφήτη Ησαΐα τέτοιοι άνθρωποι, καίτοι θνητοί, είχαν νομίσει ότι έκαναν συμβόλαιο και συνθήκη με τον θάνατο να μη τους αγγίσει η όποια θυελλώδης καταιγίδα, αλλά να τους αντιπαρέλθει (28.15).
Συνοψίζει η απορία του υμνωδού: «Θυμήθηκα τον προφήτη [Αβραάμ] που φώναζε: “Εγώ είμαι γη και στάχτη [Γεν. 18.27)”· και πάλι κοίταξα στα μνήματα και είδα τα οστά τα γυμνωμένα και είπα: “Άραγε, ποιος είναι, βασιλιάς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή φτωχός, ή δίκαιος ή αμαρτωλός;”» (Νεκρώσιμη ακολουθία Ιδιόμελο Ήχος πλ. Α’).
«Ίδε ο άνθρωπος»! (Ιω. 19.6). Αυτό είναι! «Ο άνθρωπος [είναι] σαπρία και ο γιος του ανθρώπου σκουλήκι» (Ιώβ 25.6)… Ο επίγειος σάρκινος άνθρωπος είναι η ύψιστη ματαιότητα. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» (Εκκλ. 1.2) είναι το αξίωμα-καταστάλαγμα της πείρας του ζάπλουτου, σοφού βασιλιά Σολομώντα. Μας αποκαλύπτει: «Κάθε τι που ζήτησαν τα μάτια μου, δεν τους το στέρησα, δεν εμπόδισα την καρδιά μου από κάθε ευφροσύνη… Και να, τα πάντα ματαιότητα… και μίσησα… τη ζωή… γιατί τα πάντα ματαιότητα» (Εκκλ. 2.10-17· πρβλ. Ψαλμ. 38.6).
Το συμπέρασμα: Πεθαίνουμε αναπόδραστα όλοι εξίσου: «Μια [είναι] η είσοδος όλων στον βίο, και η έξοδος ίση» (Σοφ. Σολ. 7.6). Μιλάμε και προσπαθούμε για ισότητα μαύρων-λευκών, παιδιών-ενηλίκων, γυναικών-ανδρών. Βέβαιη και… κατοχυρωμένη άκοπα είναι η ισότητα του τάφου· οι στρατιώτες και οι δούλοι του Βαβυλώνιου μονάρχη δεν ήσαν «πεθαμενέστεροί» του, στον θάνατο δεν υπάρχουν παραθετικά. Καθολικό το φαινόμενο και πλήρες ισότητος. Καθολικό και φοβερό «καθ’ όσον απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (Εβρ. 9.72).
Ιερομόναχος Ιουστίνος
Η ισότητα του θανάτου