Ο γέροντας Φανούριος από την Καψάλα
Οι γεροντάδες μας ήταν πολύ αυστηροί. Πηγαίναμε την Κυριακή στην Θ. Λειτουργία στο Πρωτάτο. Μετά το «Άξιον εστί» μας έπαιρναν –για να μη τελειώσει η Θ. Λειτουργία και μας πιάσει κουβέντα κανείς άλλος· να μη δούμε κανέναν– και το απόγευμα της Κυριακής μας έπαιρνε ή ο π. Ιωάσαφ ή ο π. Αγαθάγγελος και κάναμε καμιά βόλτα. Πηγαίναμε στα εξωκέλλια, πότε προς τα δω, πότε προς τα κάτω, πότε προς τα πέρα. Αυτή ήταν όλη η έξοδός μας από το κελλί· μόνοι μας πουθενά.
Ως επί το πλείστον πηγαίναμε στην Καψάλα και βλέπαμε ασκητές. Αυτό μας άρεζε πολύ, γιατί αναπαυόμασταν εκεί πέρα. Βλέπαμε πώς ζούσαν απλά, πολύ απλά.
Πάμε μια μέρα και βλέπουμε έναν γέροντα να διαβάζει ένα βιβλίο. Ήταν ο π. Φανούριος από την Ρουμανία. Έμενε στο κελλί του αγίου Βασιλείου, εκεί που είχε ζήσει και αγίασε ο άγιος Θεόφιλος ο Μυροβλύτης. Βλέπω μέσα στο κελλί που έμενε ότι είχε ένα κρεβάτι με τάβλες ξύλινες και μια πέτρα για προσκέφαλο. Εγώ πρώτη φορά έβλεπα προσκέφαλο πέτρας. «Σ’ αυτή την εποχή;», λέω. Κι όμως! Το έκανε για άσκηση. Πόσα χρόνια έχει; Ίσως από το 1964. Το 1961-62 ήρθαμε εμείς εδώ πέρα. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση, να βλέπεις έναν να κοιμάται στην πέτρα επάνω. Ούτε κουβέρτα από κάτω ούτε τίποτα· εξεπλάγημεν. Μάλιστα, όταν πήγαμε εκεί πέρα, αυτός εξακολουθούσε να διαβάζει, σαν να μην ήταν άνθρωποι τριγύρω του. Τόσο αφοσιωμένος ήταν στην προσευχή. Προς ανατολάς κοιτούσε και προσευχότανε.
Αυτά μας άρεζαν, γι’ αυτό και μας πήγαιναν οι γεροντάδες μας προς τα εκεί. Ρώσσους, Ρουμάνους, αλλά και Έλληνες είχε πολλούς.
Πατήρ Ηρωδίων ο Ρουμάνος
Κάποτε πήγαμε με έναν αδελφό –τον πατέρα Νικόλαο, τον υποτακτικό του πατρός Αρσενίου του οδοντιάτρου–, να δούμε τον πατέρα Ηρωδίωνα, που ήταν έγκλειστος σαράντα χρόνια. Ο π. Νικόλαος του πήγαινε τρόφιμα στα τελευταία του. Μάλιστα, όταν ανακαλύφθηκε – παρουσιάστηκε τελευταία ο π. Ηρωδίων, ο π. Παΐσιος όλους τους προσκυνητές τους έστελνε εκεί. «Εγώ», τους έλεγε, «δεν είμαι τίποτε, δεν έχω αρετή. Πηγαίνετε να πάρετε από κει την ευλογία του πατρός Ηρωδίωνος, γιατί αυτός έκανε μεγάλη άσκηση· έμεινε σαράντα χρόνια έγκλειστος μέσα σ’ ένα κελλάκι».
Όταν πήγαμε, άνοιξε μια μισόπορτα που ήτανε κλεισμένη. Ήτανε σκεπασμένος με μια κουρελιασμένη κουβέρτα. Επειδή ήτανε καμπούρης, λέω στον π. Νικόλαο: «Δίνε του ένα-ένα τα τρόφιμα, και μάλιστα σήκωνέ τα λίγο ψηλά, ώστε, καθώς θα τα παίρνει, να μπορέσω εγώ να τον φωτογραφήσω». Σήκωνε λίγο το κεφαλάκι του για να τα βλέπει, και έτσι του έβγαλα μερικές φωτογραφίες. Μετά από λίγο καιρό –κανέναν χρόνο– κοιμήθηκε.
Λέγεται γι’ αυτόν –μάλιστα έχει γράψει και ο π. Νικόλαος ο Μεσογαίας– ότι σαράντα χρόνια είχε κλεισθεί μέσα στο κελλί. Λένε ότι, όταν λειτουργούσε, τον ξελειτουργούσαν Άγγελοι. Έτσι λένε οι πατέρες οι πέριξ. Μόνο ένα παραθυράκι είχε, που του αφήνανε οι πατέρες και οι προσκυνητές κάποια τρόφιμα. Δεν άνοιγε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Ήτανε έγκλειστος σαράντα χρόνια. Φοβερή άσκηση.
Ο Ρουμάνος με τα πουλάκια
Ο Γέροντάς μας, ο π. Ιωάσαφ, έμαθε μουσικά στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα στον μέγα πρωτοψάλτη τότε, στον Συνέσιο τον Σταυρονικητιανό, που τον λέγανε «το αηδόνι του Αγίου Όρους». Μια μέρα –γιατί σαν νέο και αυτόν τον έπιανε καμιά φορά πειρασμός, μελαγχολία–, σκεφτότανε να φύγει στον κόσμο, γιατί τάχα εδώ δεν έχει πνευματικούς ανθρώπους. Του λέει τότε ο δάσκαλός του, ο π. Συνέσιος: «Έλα να σε πάω να δεις ότι και μέχρι σήμερα υπάρχουν άγιοι άνθρωποι εδώ στο Άγιον Όρος».
Πάνε προς την Μονή Παντοκράτορος. Είχε κάτι ασκητήρια εκεί. Σε μια περιοχή εκεί έχει ένα κελλάκι πάνω από τη θάλασσα πολύ όμορφο, τον Τίμιο Πρόδρομο. Εκεί κοντά βρίσκουν έναν Ρουμάνο γέροντα, δεν θυμάμαι πώς τον λέγανε, στον πατέρα Συνέσιο βέβαια γνωστό. «Να δεις», του λέει, «αυτός πόσο έχει εξοικειωθεί με την φύση, και τα ζώα δεν τον φοβούνται και έρχονται κοντά του».
«Όταν φθάσαμε εκεί», συνέχισε ο Γέροντάς μας, «μας κέρασε ένα σύκο, λίγο νεράκι και λίγο τσίπουρο». Του λέει ο π. Συνέσιος: «Γέροντα, θα φωνάξεις να ρθουν τα πουλάκια εδώ πέρα;». Αμέσως αρχινάει ο Ρουμάνος με την δική του γλώσσα να τα καλεί. Τότε απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα τρέχανε τα πουλάκια και ερχότανε σ’ αυτόν. Καθότανε επάνω του, από το κεφάλι του μέχρι τα πόδια του, επάνω στα ρούχα του, πάνω στα χέρια του, στον ώμο του, στο κεφάλι του. Όλο γεμάτο πουλάκια.
Μόλις το είδε ο γέροντάς μας θαύμασε. Απόρησε που υπάρχουνε τέτοιοι άνθρωποι, που δεν τους φοβούνται τα ζώα. Είχε ημερέψει και άλλα ζωάκια, αλεπούδες, λαγούς κτλ. Μας έλεγε ο Γέροντας: «Για, να δοκιμάσω τώρα και εγώ. Πάω και εγώ να πω κάποια λόγια παρόμοια με αυτά του Ρουμάνου ασκητή, αλλά κανένα πουλί δεν πάτησε σε μένα, μόνο στον Ρουμάνο». Το είδε αυτό το πράγμα ο Γέροντάς μας και θαύμασε. Όχι ένα πουλάκι. Γεμάτο! Γέμισε πουλάκια! Γύρω-γύρω φτερουγίζανε. Ένα θαυμαστό πράγμα ήταν αυτό. Άγρια πουλιά. Μας έκανε και εμάς εντύπωση αυτό που μας διηγήθηκε ο Γέροντας.
Αυτά για τον Ρουμάνο. Αυτά εκεί στην Καψάλα, κοντά στην Μονή Σταυρονικήτα προς Παντοκράτορα.
Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 32 (2007), άρθρο: «ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ. Συνομιλία με τους πατέρες του Ιερού Γρηγοριατικού Κελλίου των Ιωασαφαίων Καρυών», σελ. 107, 101 (αποσπάσματα).
Διηγείται ο π. Βασίλειος των Ιωασαφαίων.
Τρεις ξεχωριστοί Ρουμάνοι ασκητές του Αγίου Όρους