Μετά από τρία χρόνια σκληρής ασκήσεως στις πνευματικές σχολές, στα μοναστήρια και τις ερήμους των Ιεροσολύμων και του Αγίου Όρους, ο Γέρο-Γεώργιος επέστρεψε πάλι στο χωριό του, το Σουγκάγκ. Ξυπόλυτος με τα πόδια του σκασμένα και πληγωμένα από τις πέτρες, ξεσκούφωτος, ηλιοκαμένος και παγωμένος, με το ίδιο γελέκο κουρελιασμένο, με το Ψαλτήρι στη μασχάλη και το ραβδί του στο χέρι έμπαινε στο χωριό. Είχε αναχωρήσει σαν προσκυνητής μαζί με πολλούς άλλους χριστιανούς και επέστρεφε τώρα μόνος του φορτωμένος με χαρίσματα, σαν ένας μεγάλος όσιος.
Ένας από τους γέροντες του χωριού διηγήθηκε: «Ήταν εξάδελφος με τον πατέρα μου. Όταν μπήκε στο χωριό μας, συναντήθηκε με κάποιον γνωστό του και του είπε:
– Μη τρομάξεις που με βλέπεις έτσι. Ο Θεός μου έδωσε τη χάρη Του και μπορώ να περπατώ ξυπόλυτος μέσα στον χειμώνα.
– Γέρο-Γεώργιε, να σου αγοράσουμε εμείς τσαρούχια.
– Άφησε, αγαπητέ μου, διότι τα πόδια μου είναι πιο ζεστά από τα δικά σας…
Όταν έφτασε στο σπίτι του, η γυναίκα του είχε πάει να σπείρει καλαμπόκι και τα παιδιά απουσίαζαν κι αυτά. Μόνο η μικρή κόρη του, η Μαρία ήταν εκεί. Όταν τον είδε, νόμισε ότι ήταν ένας ζητιάνος και κρύφθηκε από τον φόβο της.
– Άνοιξε, αγαπητό μου παιδί, της είπε εκείνος, διότι κι εγώ είμαι άνθρωπος δικός σας.
Αλλά η κορούλα έτρεξε προς τη μητέρα της και της είπε κλαίγοντας:
– Μαμά, μπήκε ένας ζητιάνος στο σπίτι μας!
Αλλ’ όμως δεν έμεινε στο σπίτι του ο Γέρο-Γεώργιος, παρά μόνο ένα μήνα. Η ψυχή του είχε πληγωθεί από την αγάπη του Χριστού και δεν μπορούσε να ζήσει πνευματικά στον τόπο του. Τότε μερικοί τον ρωτούσαν πού ήταν, άλλοι γιατί γυρίζει ξυπόλυτος, άλλοι γιατί δεν τρώει, ενώ οι γείτονές του, μόλις έμαθαν ότι είχε έρθει στο σπίτι του με σχισμένα ρούχα και ξυπόλυτος, ήλθαν να τον καλωσορίσουν και του έφεραν ρούχα λέγοντάς του:
– Γέρο-Γεώργιε, ήρθες φτωχός, γυμνός και ξυπόλυτος, ορίστε από εμάς ρούχα, φόρεσέ τα για να μην αρρωστήσεις.
– Σας ευχαριστώ, αγαπητοί μου –έτσι συνήθιζε να μιλάει προς όλους τους ανθρώπους–, όμως δεν έχω ανάγκη από τίποτε. Ο Θεός να ευλογήσει την αγάπη σας, δώστε τα σε άλλους φτωχότερους.
Και δεν έλαβε για τον εαυτό του τίποτε απ’ αυτά. Κατόπιν είπε στη σύζυγό του:
– Γυναίκα Πελαγία, εγώ δεν μπορώ να ζήσω πλέον στο Σουγκάγκ και πηγαίνω να ζήσω ανάμεσα στους ξένους και να υπηρετώ τον Θεό. Εσύ μείνε στο σπίτι με τα παιδιά. Θα έχεις μεγάλο μισθό στους ουρανούς από τον Θεό. Έχουμε ένα χρέος να πληρώσουμε. Αλλά πρώτα να εξοφλήσουμε ένα χρέος που έχουμε απέναντι στον Χριστό και κατόπιν θα το ξεπληρώσουμε κι αυτό. Στην ανάγκη πούλησε ένα μέρος από τα βόδια και τα χωράφια μας και δώσε για το χρέος μας. Ομοίως και εγώ ό,τι συγκεντρώσω από τα χέρια των ανθρώπων, θα σου τα στείλω για να απαλλαγούμε από το χρέος μας.
– Πήγαινε, Γεώργιε, του είπε η γυναίκα του, στον δρόμο που σε καλεί ο Θεός. Κράτησε τον δρόμο που πήρες και να έρχεσαι στο σπίτι μας, όταν σου είναι εύκολο. Ο Τίμιος Σταυρός να σε βοηθήσει. Προσευχήσου για μένα και τα παιδιά μας…
Από εκείνη την ώρα ο Γέρο-Γεώργιος έγινε ένας αληθινός προσκυνητής της πατρίδος του. Διότι δεν στεκόταν σ’ έναν ορισμένο τόπο. Οπουδήποτε βρισκόταν και άκουγε για κάποιο άλλο μοναστήρι ή σκήτη, μετέβαινε εκεί με τα πόδια μετά από λίγες ημέρες. Προσευχόταν στις άγιες εκκλησίες και ενίοτε στεκόταν ολόκληρες νύχτες προσευχόμενος.
Οπουδήποτε άκουγε για κάποιον ευλαβή ιερέα, ενάρετο μοναχό ή ξακουστό πνευματικό, πήγαινε σ’ αυτόν και ζητούσε την ευλογία του. Από κανέναν δεν ζητούσε τίποτε, ούτε ρούχα, ούτε ανάπαυση, ούτε φαγητό, διότι η Χάρη του Θεού ήταν πάντοτε μαζί του και τον φρόντιζε για κάθε ανάγκη του. Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή ουδέποτε έτρωγε κάτι. Αν ήταν δεσποτική εορτή, έτρωγε κάτι το βράδυ. Τις υπόλοιπες ημέρες έτρωγε μόνο μία φορά την ημέρα και μόνο λαχανικά, τυρί και γάλα. Κρασί έπινε μόνο τις Κυριακές. Όσον αφορά τον ύπνο, κοιμόταν το πολύ 3 ώρες. Το καλοκαίρι κοιμόταν στο προαύλιο της εκκλησίας του χωριού που βρισκόταν. Τον χειμώνα κοιμόταν στο σπίτι κάποιου ανθρώπου του Θεού, επάνω σε κάποιο τραπέζι ή μέσα στον φούρνο.
Όλη η περιουσία του ήταν ό,τι είχε επάνω του: το γελέκο, το Ψαλτήρι, τη μαγκούρα και τον σταυρό στον λαιμό του. Επί 40 χρόνια ήταν ένας ακούραστος οδοιπόρος του Θεού, που περπατούσε από χωριό σε χωριό, από εκκλησία σε εκκλησία και από μοναστήρι σε μοναστήρι. Περπατούσε απαγγέλλοντας από στήθους το Ψαλτήρι, το οποίο γνώριζε από τη νεότητά του. Γνώριζε ότι ο διάβολος φοβάται την ανάγνωση και ψαλμωδία του Ψαλτηρίου. Γι’ αυτό το έφερε πάντοτε μαζί του.
Ουδέποτε περπατούσε βιαστικά, ούτε δυσαρεστούσε κανέναν, οτιδήποτε και να του έκαναν. Ουδέποτε ήταν λυπημένος ή σκυθρωπός στο πρόσωπό του, στο οποίο διαχεόταν μία θεία πραότητα. Και μέχρι τον θάνατό του δεν προσβλήθηκε από καμιά αρρώστια. Ήταν κοντός στο ανάστημα, χαρούμενος στο πρόσωπο, με μάτια γαλανά, με ρούχα ξεσχισμένα, αλλά αρκετά καθαρά, ζωσμένος με ένα δερμάτινο λουρί, στο στήθος πάντοτε ξεκούμπωτος, όπου φαινόταν ένας μεγάλος και βαρύς σταυρός που κρεμόταν από τον λαιμό του.
Την ασκητική του αυτή τάξη την κράτησε αναλλοίωτη 40 χρόνια διατηρώντας πάντοτε την ίδια γαλήνη και χαρά στην καρδιά και στο πρόσωπό του. Ο νους του πάντοτε ήταν στον Θεό και ουδέποτε στη γη. Δεν ρωτούσε κανέναν για κάποιο επίγειο γεγονός. Δεν τον ενδιέφερε ποιος κυβερνά τον κόσμο, την πατρίδα ή την Εκκλησία του Χριστού. Ζούσε έξω από τις επίγειες φροντίδες, ανώτερος από τις χαρές, τους πειρασμούς και τα τραγούδια των ανθρώπων αυτού του κόσμου. Γι’ αυτό ήταν πάντοτε μια ζωντανή εικόνα ευλαβείας και φόβου Θεού του ορθοδόξου ρουμανικού λαού.
Στο χωριό του πήγαινε κατά αραιά διαστήματα, αλλά δεν πήγαινε στο σπίτι του. Έμενε σ’ ένα υπόστεγο πλησίον της κεντρικής εκκλησίας του χωριού του και εκεί τον έβλεπε όποιος ήθελε από τους συγγενείς του. Συνήθως στο χωριό του έμενε περί τις δύο εβδομάδες. Κάποιο καλοκαίρι είχε πάει στο χωριό του και επιθύμησε να επισκεφθεί το σπίτι του. Δεν πήγε, αλλά έκανε ό,τι έκανε και ο αββάς Ποιμήν του Γεροντικού. Ξεκίνησε μία νύχτα προς το σπίτι του, χωρίς να τον δει κανείς. Ανέβηκε την πλαγιά του λόφου, περίπου 500 μέτρα μακριά από το σπίτι του, από όπου μπορούσε να το αντικρύσει. Το κοίταξε αρκετή ώρα. Κατόπιν έκανε το σημείο του Σταυρού και κατέβηκε πάλι στην εκκλησία του χωριού του, δοξάζοντας τον Θεό.
Σ’ αυτή την υψηλή βαθμίδα πνευματικής ζωής είχε φθάσει ο παμμακάριστος Γέρο-Γεώργιος μετά από τρία χρόνια ασκήσεως στα Ιεροσόλυμα και στο Άγιον Όρος. Εκεί ωρίμασε πνευματικά. Εκεί στην πλάκα του Παναγίου Τάφου δυνάμωσε περισσότερο η πίστη του και άναψε στην καρδιά του η θεία φλόγα της αγάπης του για τον Κύριο. Τα Ιεροσόλυμα και το Άγιον Όρος ήταν τα πνευματικά σχολεία της υψηλής ασκήσεως για τον Γέρο-Γεώργιο.
Από το βιβλίο: Μητροπολίτου Κραγιόβας Νέστορος, αρχιμ. π. Ιωαννίκιου Μπαλάν, πρωτ. π. Κωνσταντίνου Γαλερίου, Ιεροσολύμας μοναχής, «Αγιασμένες μορφές της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας». Μετάφραση – επιμέλεια υπό αδελφών Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους Άθω, 2002 (αποσπάσματα).