Το φθινόπωρο του έτους 1909 δυο αδελφοί, οι Ιωάννης και Χαράλαμπος Παβαλούκα, έφτασαν με το κοπάδι τους από 350 πρόβατα στο μοναστήρι Νεάμτς της Μολδαβίας, όπου και έγιναν μοναχοί με τα ονόματα Αθανάσιος και Κύριλλος.
Ο π. Κύριλλος αργότερα πήγε στο Άγιον Όρος, όπου και πέθανε το 1930. Ο π. Αθανάσιος παρέμεινε στο μοναστήρι ως τσοπάνης των προβάτων μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο π. Αθανάσιος διάβαζε το Ψαλτήριο από την παιδική του ηλικία. Κάποτε τον ρώτησε ένας μαθητής του:
– Πάτερ Αθανάσιε, γιατί αγαπάς τόσο πολύ το Ψαλτήριο;
– Άκουσε! Όποιος δεν ξέρει το Ψαλτήριο, δεν είναι μοναχός, του απάντησε ο Γέροντας.
– Και πώς το έμαθες να το λες απ’ έξω;
– Όταν ήμουν είκοσι ετών και έβοσκα τα πρόβατά μου στο βουνό, το διάβαζα αδιάκοπα, κατά την εντολή του Γέρο-Γεωργίου Λαζάρ, (*) και από τότε το έμαθα απ’ έξω.
– Πάτερ Αθανάσιε αφήνεις καμιά φορά αδιάβαστο το Ψαλτήριο;
– Με τη Χάρη του Θεού, αφότου έγινα καλόγερος, δεν θυμάμαι να έφαγα ποτέ, πριν τελειώσω την ανάγνωση του Ψαλτηρίου.
– Και πώς το διαβάζεις;
– Το αρχίζω τα μεσάνυχτα, δηλαδή κάνω 10-12 μετάνοιες και διαβάζω ένα Κάθισμα. Έτσι συνεχίζω μέχρι το πρωί, οπότε ξεκινώ με τα πρόβατα για τη βοσκή. Ό,τι απέμεινε, το λέω στο βουνό πηγαίνοντας κοντά στα πρόβατα.
– Γιατί διαβάζεις τους Ψαλμούς, πάτερ Αθανάσιε;
– Δεν άκουσες τον Προφήτη που λέει: «Αινέσω Κύριον εν τη ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω» (Ψαλμ.145:1) και: «Αινείτε αυτόν εν ψαλτηρίω και κιθάρα… πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον»; Λοιπόν πώς μπορώ να σιωπήσω, όταν ολόκληρη η κτίση υμνεί τον Κτίστη;
Ο Γέροντας ουδέποτε ξάπλωνε στο πλευρό, ούτε στο κρεβάτι, ούτε στο πάτωμα, αλλά από την νεότητά του, συνηθισμένος από τον δάσκαλό του Γέρο-Γεώργιο, αναπαυόταν επάνω σ’ ένα μικρό σκαμνί που το είχε φτιάξει με τα χέρια του.
– Πάτερ Αθανάσιε, κοιμάσαι για πολύ καιρό στο σκαμνί; τον ρώτησε ένας μαθητής του.
– Αφότου έγινα καλόγερος, δεν θυμάμαι ποτέ να κοιμήθηκα ξαπλωμένος.
– Και δεν αρρώστησες εξαιτίας αυτής της κακής αναπαύσεως του σώματός σου;
– Κάποτε αρρώστησα πολύ από το στομάχι μου, αλλά δεν ήθελα ν’ αφήσω κι αυτή την άσκηση. Παρεκάλεσα πολύ την Κυρία Θεοτόκο και τη δεύτερη ημέρα με θεράπευσε. Από τότε δεν αρρώστησα πάλι.
Άλλοτε πάλι τον ρώτησε ο αδελφός:
– Πάτερ Αθανάσιε, τι καλά έργα πρέπει να κάνω για να σωθώ;
– Άκουσε, αδελφέ μου, σ’ όλη τη ζωή σου να έχεις τον νου σου στον Χριστό και θα σωθείς.
– Και πώς μπορώ να κρατώ τον Χριστό μέσα στην καρδιά μου;
– Με την αδιάκοπη προσευχή και τη φυλακή του νου από τους κακούς λογισμούς. Κράτησε μέσα σου πάντοτε την ευχή του Ιησού, απομακρύνσου από τους ανθρώπους και μη συγκατατίθεσαι με τον νου σου στους κακούς λογισμούς.
– Πάτερ Αθανάσιε, τον ρώτησε ένας άλλος αδελφός, τόσα χρόνια που περπατάς μέσα στα δάση με τα πρόβατα, συνάντησες κάποτε κάποιον ερημίτη;
– Ναι, όταν ήμουν στον κόσμο, βρήκα στη φωλιά ενός ζώου, κοντά στην περιοχή Κοβάσνα, έναν μεγάλο ησυχαστή. Έκανε μια ζωή αληθινά αγία. Ήμουν με τον αδελφό μου. Αφού του βάλαμε μετάνοια, αυτός μας ευλόγησε και προφητικά μας είπε: «Να γνωρίζετε ότι και οι δυο σας θα πεθάνετε μοναχοί».
– Δεν κουράστηκες, Γέροντα, τόσα χρόνια σ’ αυτό το διακόνημα του τσοπάνη; Διότι να, πλησιάζεις τώρα τριάντα χρόνια αφότου ανέλαβες αυτό το διακόνημα, χωρίς καμία εναλλαγή.
– Άκουσε, αδελφέ μου, πώς είναι δυνατόν να υποστώ πλήξη; Δεν γνωρίζεις ότι το διακόνημα είναι ζωή και η παρακοή είναι θάνατος; Και πού μπορώ, σε παρακαλώ, να βρω περισσότερη ησυχία και μοναξιά, όση έχω τώρα περπατώντας μόνος μου μέσα στα δάση και δίπλα στα πρόβατα;
– Γιατί δεν μπαίνεις σ’ ένα κελί του μοναστηριού τουλάχιστον την περίοδο του χειμώνα, πάτερ;
– Τι καλύτερο έχει το κελί στο μοναστήρι; Εκεί μοιάζει με νοσοκομείο, ενώ εδώ στην ερημιά αισθάνομαι ότι είμαι στον κήπο του παραδείσου.
Ένας αδελφός που εργαζόταν στη στάνη των ζώων πολεμήθηκε κάποτε πολύ σκληρά από το πνεύμα της ακολασίας. Τότε ρώτησε τον Γέροντα:
– Τι να κάνω, πάτερ Αθανάσιε, για να λυτρωθώ από τον πόλεμο των κακών λογισμών;
– Υπόμενε τον πόλεμο, αλλά φυλάξου από τους λογισμούς. Μην απογοητεύεσαι, διότι χωρίς πόλεμο δεν υπάρχει στεφάνι. Να οπλίζεσαι με τη νηστεία, την αδιάλειπτη προσευχή, την ανάγνωση του Ψαλτηρίου και τη συχνή εξομολόγηση. Ο μεγαλύτερος πόλεμος του μοναχού στη ζωή αυτή είναι ο πόλεμος της πορνείας. Όταν βλέπεις ότι κινδυνεύεις, να νηστεύεις μέχρι θανάτου ακόμη! Και δεν θα σε αφήσει η Κυρία Θεοτόκος…
Ο Γέροντας φρόντιζε επίσης να ζουν ειρηνικά μαζί του και οι άλλοι μοναχοί βοηθοί του.
– Πατέρες μου, τους έλεγε συχνά. Μη φυλάγετε μόνο τα πρόβατα, αλλά φυλαχθείτε και εσείς από τους κακούς λογισμούς για να μη σας αρπάξουν οι λύκοι της κολάσεως. Να κάνετε τον κανόνα σας, την τακτική εξομολόγησή σας και μη ξεχνάτε την ώρα του θανάτου.
Πηγαίνοντας κάποτε με τα πρόβατα στα βουνά της σκήτης Σύχλα, συνάντησε την ασκήτρια μοναχή Ισιδώρα. Εκείνη βγαίνοντας από το καλυβάκι της, του είπε:
– Ευλόγησέ με, πάτερ Αθανάσιε.
– Ο Θεός και η Μητέρα του Κυρίου να σε σκεπάζουν από κάθε κακό.
– Πάτερ Αθανάσιε, δος μου μία ωφέλιμη συμβουλή.
– Γερόντισσα Ισιδώρα, σκέψου ότι εδώ μόνη σου δεν πρέπει να χάνεις τον χρόνο σου. Διότι, εάν δεν προσεύχεσαι περισσότερο εδώ απ’ ότι προσεύχονται οι πατέρες του κοινοβίου, μάταια κατοικείς στην έρημο. Στην ησυχία να επιδιώκεις περισσότερο την προσευχή και τη φυλακή των λογισμών, ενώ στις αδελφότητες των Μονών και Σκητών επιβάλλεται σαν πρώτο πνευματικό αγώνισμα η υπακοή.
Αυτός ήταν ο μοναχός Αθανάσιος Παβαλούκα. Γεννήθηκε στις 7 Μαΐου του 1877 και εκοιμήθη στις 9 Οκτωβρίου 1955.
Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστε αδελφέ Αθανάσιε.
(*) Ο Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ (1846-1916), μεγάλος λαϊκός ασκητής της Ρουμανίας, ανακηρύχθηκε άγιος από το Πατριαρχείο Ρουμανίας στις 25 Μαρτίου 2018, με την επωνυμία: άγιος Γέρο-Γεώργιος ο προσκυνητής.
Από το βιβλίο: Μητροπολίτου Κραγιόβας Νέστορος, αρχιμ. π. Ιωαννίκιου Μπαλάν, πρωτ. π. Κωνσταντίνου Γαλερίου, Ιεροσολύμας μοναχής, «Αγιασμένες μορφές της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας». Μετάφραση – επιμέλεια υπό αδελφών Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους Άθω, 2002 (αποσπάσματα).