Γέροντες

Η μακαρία και αφανής κοίμηση του αγίου Παϊσίου

Ενώ ο Γέροντας Παΐσιος υποτασσόταν ταπεινά στις υποδείξεις των γιατρών, κάποια ημέρα κάλεσε τον γιατρό και του είπε:

– Εδώ θα σταματήσουμε την θεραπεία.

– Γιατί, Γέροντα;

–Τώρα θα κάνεις υπακοή εσύ. Θα δώσεις εντολή να σταματήσουμε. Τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Χθες θέλησα να προσευχηθώ γονατιστός και δεν μπόρεσα. Δεν μπορώ να δω κανέναν· έληξε η αποστολή μου. Αυτό ήταν. Εδώ θα με αφήσετε.

Ύστερα ρώτησε:

– Μπορώ να πίνω λίγο νερό ή στειμμένο καρπούζι; Τίποτε άλλο. Και θα σε παρακαλέσω, θα έρθεις άλλη μια φορά και μετά δεν θα ξανάρθεις.

«Την τελευταία φορά που τον είδα», διηγείται ο θεράπων ιατρός του κ. Γεώργιος Μπλάτζας, «επτά ημέρες πριν κοιμηθή, φαίνεται ήμουν στενοχωρημένος. Πολλές φορές με απασχολούσε το θέμα αν, αυτό που κάνουμε στους αρρώστους, είναι το σωστό. Μου είπε:

– Άκουσε, Γιώργο. Όλα έγιναν όπως έπρεπε. Άξιος ο μισθός σου. Μη στενοχωριέσαι. Ήθελα να ξέρης, όποτε με χρειασθής, θα είμαι κοντά σου.

– Γέροντα, το συκώτι σας πρήστηκε και σας πονάει, του είπα, γιατί είχε κάνει μεταστάσεις φοβερές.

» Χαμογέλασε και μου είπε:

– Α, αυτό είναι το καμάρι μου, μη στενοχωριέσαι. Αυτό με κράτησε ως τα εβδομήντα, και αυτό τώρα με στέλνει, όσο πιο γρήγορα μπορεί, εκεί που πρέπει να πάω. Μη στενοχωριέσαι γι’ αυτό, μια χαρά είμαι».

Συγχρόνως είχε δύσπνοια. Είχε συσκευή οξυγόνου που όταν δυσκολευόταν πολύ, την χρησιμοποιούσε. Οι πόνοι γίνονταν πιο έντονοι. Δεν δεχόταν να κάνη ενέσεις παυσίπονες. Δεν ήθελε να λείψη τελείως ο πόνος. Μόνο έπαιρνε καμμιά κορτιζόνη, για να μπορή, μέχρι να παραδώση το πνεύμα του, να αυτοεξυπηρετήται.

Ο Γέροντας είχε επιθυμία να επιστρέψη στο Άγιον Όρος. Να κοιμηθή και να ταφή αφανώς στο Περιβόλι της Παναγίας, στην πνευματική του Πατρίδα. Είχε μάλιστα παρακαλέσει ένα πνευματικό του τέκνο να διαμορφώση κατάλληλο χώρο για να μείνη εκεί τις τελευταίες ημέρες του, γιατί στην “Παναγούδα” ήταν αδύνατο πια να μείνη μόνος. Ετοιμάστηκε κάποια Τετάρτη και υπολόγιζε την ερχομένη Δευτέρα να μπη στο Όρος. Αλλά αιφνιδίως χειροτέρεψε η κατάστασή του. Ο πολιτικός Διοικητής του Αγίου Όρους προσφέρθηκε να διαθέση ελικόπτερο, αλλά ο γιατρός γνωμάτευσε ότι μπορεί να πεθάνη στον δρόμο. Φυσικά και ο Γέροντας δεν αναπαυόταν σε τέτοιους τρόπους μεταβάσεως.

Πάλι προγραμμάτισε την επιστροφή του στο Όρος, μόλις βελτιώθηκε λίγο η υγεία του, αλλά και πάλι εμποδίστηκε από νέα επιδείνωση της ασθενείας. Πίσω από αυτές τις δυσκολίες και τα εμπόδια κρυβόταν το θέλημα του Θεού, δηλαδή να ταφή έξω στον κόσμο. Οι άνθρωποι, όσο τον είχαν ανάγκη, όταν ζούσε, άλλο τόσο θα τον χρειάζονταν και μετά την κοίμησή του.

Έτσι αποφάσισε να μείνη και να ταφή στο μοναστήρι της Σουρωτής, κοντά στον Άγιό του. Πιθανώτατα, πριν από την οριστική του απόφαση, να έλαβε και σαφέστερη πληροφορία από τον Θεό για το θέμα αυτό.

Ειδοποίησε και του έφεραν το Μεγάλο Σχήμα και το κουκούλι. Ώρισε την θέση του τάφου και έδωσε εντολές και οδηγίες σχετικά με τον τρόπο της κηδείας του.

Το τελευταίο διάστημα ζήτησε από δύο γνωστούς του Επισκόπους που πέρασαν να τον δουν, να του διαβάσουν συγχωρητική ευχή, ευχή εις ψυχορραγούντα, και να κάνουν και την νεκρώσιμη ακολουθία, όπου συνέψαλε ο Γέροντας. Κοινωνούσε τακτικά. Με κόπο και δυσκολία πήγαινε μόνος του στην Εκκλησία. Όταν του πρότειναν να έρχεται ο παπάς να τον κοινωνά στο κελλί, αρνήθηκε λέγοντας:

– Εγώ πρέπει να πάω στον Χριστό, όχι να ‘ρθή ο Χριστός σε μένα.

Οι πόνοι συνεχώς επιτείνονταν και έφθασαν πλέον να ισοτιμούνται με τους πόνους των μαρτύρων.

– Γέροντα, δεν πονάτε; τον ρώτησε Αγιορείτης, που τον έβλεπε ήρεμο και ειρηνικό.

– Συνήθισα, απάντησε.

Πράγματι, σε όλη του την ζωή είχε εξοικειωθή με τον πόνο. Δεν πανικοβαλλόταν, δεν γόγγυζε, αλλά υπέμενε και δοξολογούσε. Τώρα φιλοσοφούσε ανατρέχοντας νοερώς στα μαρτύρια των Αγίων μαρτύρων. Έλεγε: «Όσο με ωφέλησαν οι αρρώστιες, δεν με ωφέλησε η άσκηση που σαν μοναχός έκανα τόσα χρόνια».

Κάπου-κάπου έψαλλε, για να διασκεδάση τον δυσβάσταχτο πόνο και να αντικαταστήση με την ψαλμωδία τυχόν αναστεναγμούς αθέλητους.

Είχε σταματήσει να βλέπη κόσμο. Τώρα που πλησίαζε το τέλος, δεν ήθελε ούτε οι αδελφές να μπαίνουν στο κελλί του. Όταν χρειαζόταν κάτι, χτυπούσε τον τοίχο και ερχόταν η αδελφή. Ήθελε να είναι μόνος, να προσεύχεται απερίσπαστα και να προετοιμασθή καλύτερα για την έξοδό του. Εξυπηρετείτο μέχρι τέλους μόνος, εταλαιπωρείτο αφάνταστα, ήταν όμως χαρούμενος και ειρηνικός.

Στην εορτή της αγίας Ευφημίας, 11 Ιουλίου (ν.η.), ημέρα Δευτέρα, κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός στο κρεββάτι του, αφού πλέον αδυνατούσε να μεταβή στην Εκκλησία.

Ο Γέροντας πέρασε την τελευταία νύχτα μαρτυρική. Επεκαλείτο την Παναγία μέσα στους πόνους του: «Γλυκειά μου Παναγία», έλεγε. Του έπαιρναν τον σφιγμό και ήταν ανύπαρκτος. Μόνο όταν ανάσαινε φαινόταν πως ζη. Μέχρι το τέλος αισθανόταν, καταλάβαινε τα πάντα και συνεχώς προσευχόταν. Μόνο για δύο ώρες έχασε τις αισθήσεις του, και όταν συνήλθε, με σβησμένη φωνή είπε: «Μαρτύριο, πραγματικό μαρτύριο», και έπειτα εκοιμήθη ειρηνικά. Ήταν η 12η Ιουλίου του έτους 1994, ημέρα Τρίτη και ώρα 11η π.μ. και με το παλαιό εορτολόγιο η 29η Ιουνίου, μνήμη των πρωτοκορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου.

Ενταφιάσθηκε πίσω από το ναό του οσίου Αρσενίου, χωρίς να μάθη και χωρίς να κληθή κανείς στην κηδεία του. Αυτό ήταν το θέλημα του Γέροντα. Να γίνη αφανώς η κηδεία του.

Μετά από τρεις ημέρες, που έγινε γνωστή η κοίμησή του, το τι συνέβη είναι απερίγραπτο. Από όλα τα μέρη μια κοσμοσυρροή ξεχυνόταν για να προσκυνήσουν τον τάφο του. Έβλεπε κανείς αυθόρμητες εκδηλώσεις αγάπης και ευλαβείας. Άλλοι τον επεκαλούντο ως Άγιο. Άλλοι από ευλάβεια έπαιρναν χώμα από τον τάφο του. Όσοι είχαν κάποιο προσωπικό του αντικείμενο το θεωρούσαν μεγάλη ευλογία.

Το Κελλί του στο Άγιον Όρος, η “Παναγούδα”, υπέστη «ευσεβή λεηλασία». Προσκυνητές μπήκαν κάτω από τα σύρματα και σκαρφάλωσαν μέχρι την απλωταριά. Έπαιρναν ό,τι εύρισκαν, για να το έχουν ευλογία από τον Γέροντα: Κύπελλα, μαχαίρια, ξύλα, χαλάκια λασπωμένα, σχοινιά, χαρτιά, ακόμη και κούτσουρα που τα είχε για καθίσματα.

Οι θρήνοι και τα δάκρυα έπνιγαν πολλούς, ιδιαίτερα εκείνους που είχαν ευεργετηθή από τον Γέροντα. Αισθάνονταν την έλλειψή του, την ορφάνια. Αλλά έπειτα μια παρήγορη ελπίδα ανέτειλε, ότι τώρα βρίσκεται πλέον κοντά στην Αγία Τριάδα και πρεσβεύει για όλους.

Επάνω στον απέριττο τάφο του, σε μαρμάρινη πλάκα, χαράχθηκε το ποίημα που γράφτηκε από τον ίδιο:


 

 

 

Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 359.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η μακαρία και αφανής κοίμηση του αγίου Παϊσίου

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.