Αγιολόγιο - Εορτολόγιο

Ο όσιος Λεωνίδας ηγούμενος της Μονής Ουστνεδούμα

Γεννημένος το 1551 στην περιοχή του Γιαροσλάβλ, ο όσιος Λεωνίδας έζησε επί πενήντα χρόνια απλά και θεοσεβώς, αφιερωμένος στις αγροτικές εργασίες του, μέχρι την ημέρα που η Θεοτόκος τον πρόσταξε σε όραμα να μεταβεί στην Μονή του Αγίου Νικολάου του Μορζέφσκ, επί του ποταμού Ντβίνα, για να πάρει την εικόνα της και να την μεταφέρει στο όρος Τουρίν, που βρισκόταν κοντά στον ποταμό Λουζά της περιοχής Ουστιούγκ, όπου όφειλε να κτίσει ναό για να την στεγάσει (1603).

Ο Λεωνίδας αποτάχθηκε τα του κόσμου και εκάρη μοναχός στην Μονή Κοζεοζέρκ, στο νησί της λίμνης Κοζά της περιοχής του Αρχαγγέλου, όπου και εγκαταβίωσε έναν χρόνο με τρόπο θεάρεστο. Λησμόνησε όμως το όραμα, θεωρώντας ότι επρόκειτο για ένα συνηθισμένο όνειρο. Η Παναγία του εμφανίσθηκε για δεύτερη φορά και επανέλαβε την εντολή της.

Ο όσιος άφησε τότε το μοναστήρι χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν και μετέβη στην Μονή Σολοφκί, στην Λευκή Θάλασσα. Έζησε εκεί χρόνους τρεις, διακονώντας ως αρτοποιός, ξέχασε όμως πάλι το όραμα. Η Θεοτόκος του παρουσιάσθηκε εκ νέου και με τόσο ζωντανό τρόπο, ώστε δεν μπορούσε πια να εκλάβει την εμφάνισή της αυτή ως όνειρο. Πήγε να αναφέρει το γεγονός στον ηγούμενο Αντώνιο (1603-1612), εξομολογούμενος με ποταμούς δακρύων την ανυπακοή του, και έλαβε την ευλογία να εκπληρώσει την θεία αυτή αποστολή.

Φθάνοντας στην Μονή Μορζέφσκ πέρασε εκεί έναν χρόνο δίχως να τολμά να αποκαλύψει στον ηγούμενο Κορνήλιο (1599-1623) τον σκοπό της παρουσίας του· τον βάραινε ωστόσο η αγωνία για το γεγονός ότι χρονοτριβούσε τόσο. Η Θεοτόκος συμπόνεσε άλλη μια φορά τον δούλο της και του παρουσιάσθηκε για να του υποδείξει τον συγκεκριμένο τόπο στον οποίο έπρεπε να φέρει την εικόνα.

Κατά τον Όρθρο ο όσιος έκανε γνωστό στον ηγούμενο και τους αδελφούς το όραμα, δείχνοντάς τους την εικόνα που είχε διαλέξει η Θεοτόκος. Ο καθηγούμενος πεισθείς ότι επρόκειτο για θείο σημείο παραχώρησε την αγία εικόνα στον Λεωνίδα και όλοι οι αδελφοί τον ξεπροβόδισαν ως την πύλη με ευχές για καλό ταξίδι.

Φθάνοντας με κόπο στην συμβολή του ποταμού Λουζά με τον Γιακουσίτσα, ογδόντα περίπου βέρστια από το Ουστιούγκ, ο όσιος έφτιαξε μια καλύβα, κοντά σε ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στην Ανάληψη, όπου πέρασε ένα διάστημα εν νηστεία και προσευχή, συλλογιζόμενος τον τρόπο της ανέγερσης του ναού της Θεοτόκου.

Μετά από λίγο ο Λεωνίδας εκδιώχθηκε από τους κατοίκους της περιοχής, που ήσαν αγροίκοι και ακόμη σε ημιάγρια κατάσταση, και αναχώρησε με δάκρυα στα μάτια κρατώντας την εικόνα στα χέρια. Περιπλανιόταν μέσα στο δάσος, ακολουθώντας την όχθη του ποταμού, όταν συνάντησε έναν εύπορο αγρότη, τον Νικήτα Ναζορώφ, που ήταν ο γαιοκτήμων της περιοχής.

Έκπληκτος που έβρισκε έναν γέροντα σε τόσο έρημο τόπο, ο Νικήτας τον ρώτησε τι γύρευε εκεί και γιατί έκλαιγε. Ο Λεωνίδας έπεσε στα πόδια του ικετεύοντάς τον να του δείξει ένα μέρος όπου θα μπορούσε να κτίσει ναό για την αγία εικόνα και όπου θα εγκαταβίωνε ο ίδιος. Ο Νικήτας του παραχώρησε τον τόπο στον οποίο είχαν μόλις συναντηθεί. Αμέσως ο όσιος απέθεσε την εικόνα πάνω σε ένα δένδρο και άρχισε να ξεχερσώνει το μέρος βοηθούμενος από τον Νικήτα.

Σιγά-σιγά οι κάτοικοι της περιοχής έρχονταν να επισκεφτούν τον ερημίτη. Τιμώντας την εικόνα, κατάλαβαν ότι επρόκειτο για ένα σημάδι που αποκάλυπτε την εύνοια της Θεοτόκου απέναντί τους και άρχισαν να βοηθούν στην ανέγερση ενός παρεκκλησίου προμηθεύοντας στον γέροντα τα χρειώδη για την επιβίωσή του. Για να ανταποκριθεί στην αφοσίωση του λαού, ο όσιος μετέβη στο Ροστώφ προκειμένου να ζητήσει από τον μητροπολίτη Φιλάρετο την ευλογία να κτίσει ναό. Ο ιεράρχης ευλόγησε το εγχείρημα και χειροτόνησε τον όσιο ορίζοντάς τον ηγούμενο της μοναχικής κοινότητας που έμελλε να συγκροτηθεί εκεί.

Επιστρέφοντας ο όσιος Λεωνίδας συγκέντρωσε τον λαό και χάρις στην γενναιόδωρη αρωγή όλων στάθηκε δυνατό να εγκαινιασθεί σύντομα ένας ναός αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου (1608). Η εικόνα που αποτέθηκε εκεί, κατέστη πηγή αδαπάνητος ιαμάτων και πλήθος προσκυνητών ζητούσαν να γίνουν μοναχοί υπό την καθοδήγηση του ανθρώπου του Θεού, που ήταν ζωντανό παράδειγμα της μοναχικής τελειότητος.

Η τοποθεσία ήταν ωστόσο υγρή και ελώδης, διόλου κατάλληλη για κοινοβιακή ζωή. Παρά την προχωρημένη ηλικία του, ο Λεωνίδας αποφάσισε να σκάψει ένα αυλάκι για να αποστραγγίσει τα εδάφη, έργο μεγάλο που ανέλαβε δίχως να εγκαταλείψει τον κανόνα του της προσευχής και της ασκήσεως.

Εκτός από τα ευεργετήματα για τους χριστιανούς της περιοχής λόγω της παρουσίας του οσίου, των διδαχών του και κυρίως του παραδείγματός του, η ίδρυση του μοναστηριού συνέβαλε τα μέγιστα στην μόρφωση των αναλφάβητων ακόμη κατοίκων, έτσι ώστε ο όσιος Λεωνίδας θεωρήθηκε φωτιστής της περιοχής.

Παρά τους μόχθους του και τις μέριμνες που γεννούσε η καθοδήγηση της αδελφότητος, ο όσιος διψούσε για ερημία και συχνά αποσυρόταν σε ένα ακρωτήριο πάνω από την Μαύρη Λίμνη, κοντά σε έναν Σταυρό που είχε στήσει. Περνούσε εκεί ημέρες και νύκτες προσευχόμενος, παραμένοντας απαθής στα τσιμπήματα των κουνουπιών και στα παράσιτα έντομα του δάσους. Επειδή ορισμένοι τον κατηγορούσαν επί του προκειμένου για ματαιοδοξία και πλάνες, ο όσιος προείπε ότι ο άγριος εκείνος τόπος θα γινόταν σύντομα μονή όπου θα σήμαιναν καμπάνες.

Όταν ολοκληρώθηκε το αυλάκι την άνοιξη, ο ποταμός ξεχείλισε και πλημμύρισε τον ναό και το μοναστήρι. Δεν απέμενε πια στους μοναχούς παρά να εγκαταλείψουν το καθίδρυμα εκείνο για να βρουν έναν υπερυψωμένο τόπο, καλύτερα προστατευμένο.

Εκατονταετής σχεδόν, ο όσιος Λεωνίδας εθλίβη σφόδρα βλέποντας να ματαιώνεται τόσος μόχθος, αλλά οπλισμένος με πίστη και θάρρος πρότεινε στους αδελφούς να εγκατασταθούν στο ακρωτήριο που είχε σταθεί μάρτυρας των ερημικών αγώνων του. Πραγματοποιώντας έτσι την προφητεία του, πήρε την εικόνα και παρουσία όλου του λαού την τοποθέτησε πλησίον του Σταυρού, αρχίζοντας ο ίδιος τα έργα της εκχέρσωσης, ενώ τον μιμήθηκαν οι αδελφοί και οι χωρικοί. Όταν εγκαινιάσθηκε ο νέος ναός τον επόμενο χρόνο (1652), ο όσιος ομολόγησε ότι η ημέρα εκείνη ήταν η ευτυχέστερη της ζωής του.

Αποσυρόμενος στο κελλί του αφού εμπιστεύθηκε την καθοδήγηση της αδελφότητος σε έναν μαθητή του, πέρασε τον υπόλοιπο βίο του στην ησυχία και την προσευχή, σαν κεράκι που αργοσβήνει, και εκοιμήθη εν ειρήνη δύο χρόνια αργότερα, στις 17 Ιουλίου του 1654. Τα τίμια λείψανά του κατατέθηκαν στον ναό του μοναστηριού του, που μετατράπηκε σε ενοριακό ναό κατά τους χρόνους της Αικατερίνης Β’.

 

 

Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος ενδέκατος, Ιούλιος. Ίνδικτος, Αθήναι 2008.

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο όσιος Λεωνίδας ηγούμενος της Μονής Ουστνεδούμα

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.