
Ο όσιος πατήρ ημών Αβραάμιος ήταν γιος εύπορων και ευσεβών χριστιανών που αξιώθηκαν την γέννησή του χάρις στις προσευχές τους (1172). Στο σχολείο διακρίθηκε για την οξύνοιά του και την δίψα του για μάθηση, αλλά του άρεσε ιδιαίτερα να διαβάζει και να ψάλλει στην εκκλησία. Μετά τον θάνατο των γονιών του μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και αρνούμενος να παντρευτεί, ντύθηκε φτωχικά και πορεύτηκε σαν ζητιάνος, εγκαταλείποντας εαυτόν στην θεία Πρόνοια και υποκρινόμενος σαλότητα. Έγινε μοναχός σε ένα μοναστήρι της Θεοτόκου, έξι βέρστια απόσταση από το Σμολένσκ, όπου η αυστηρότητα του ασκητικού βίου του ήταν ορατή στο κάτισχνο σώμα του. «Ήταν αποστεωμένος όπως τα ιερά λείψανα και το πρόσωπό του ήταν χλωμό από τις αγρυπνίες και τις νηστείες», έγραφε ο μαθητής και βιογράφος του, άγιος Εφραίμ († 1238).
Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας προσευχόμενος γονατιστός, χύνοντας άφθονα δάκρυα και κτυπώντας αδιάκοπα το στήθος του ικετεύοντας τον Θεό να λυπηθεί τους ανθρώπους. Μελετούσε με δίψα τις ιερές Γραφές και τους Βίους των αγίων, αντέγραφε με επιμέλεια τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και συνέθετε ομιλίες και συλλογές προς πνευματική οικοδομή του λαού. Όταν έγινε ιερομόναχος τελούσε καθημερινά την θεία Λειτουργία και τα κηρύγματά του, στα οποία καλούσε με φλόγα σε μετάνοια ως προετοιμασία για την ημέρα της Κρίσεως, προσείλκυαν πλήθος πιστών.
Ο όσιος Αβραάμιος πέρασε έτσι τριάντα χρόνια στο μοναστήρι, αλλά η φήμη του προκάλεσε τον φθόνο μερικών μοναχών που κατάφεραν την εκδίωξή του, οπότε μετέβη στην Μονή του Τιμίου Σταυρού στο Σμολένσκ. Ο κόσμος συνέχιζε να συρρέει για να ακούσει το κήρυγμά του και οι εχθροί του υποκινούμενοι από τον δαίμονα δεν έπαψαν να τον καταδιώκουν με τις συκοφαντίες τους κατηγορώντας τον για αίρεση στον επίσκοπο, ο οποίος τον κάλεσε να παρουσιασθεί στο εκκλησιαστικό δικαστήριο.
Ο ηγεμόνας Ρωμανός Ροστισλάβοβιτς, που βρισκόταν τότε στην πόλη, παρευρέθηκε στην ακρόαση και μη βρίσκοντας τίποτε το επιλήψιμο στην διδασκαλία του οσίου διέταξε να τον αφήσουν ελεύθερο· την επόμενη μέρα όμως οι συκοφάντες πέρασαν εκ νέου στην επίθεση. Ούτε τα ειρηνικά λόγια του οσίου Αβραάμιος ούτε η μαρτυρία ενός μοναχού που παρουσιάσθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την επισκοπική καταδίκη που του απαγόρευε να τελεί την θεία Λειτουργία και να διδάσκει στον λαό. Δύο δίκαιοι ήλθαν τότε να προειδοποιήσουν τον επίσκοπο ότι ο Θεός θα τιμωρούσε την πόλη εξαιτίας της διώξεως του δούλου του.
Σύντομα, ξηρασία και επιδημίες ενέσκηψαν στην περιοχή. Οι δεήσεις πολλαπλασιάσθηκαν, αλλά η κατάσταση χειροτέρευε. Ο ιερέας Λάζαρος δήλωσε τότε στον επίσκοπο ότι αν δεν επανορθωνόταν η αδικία που είχε γίνει στον Αβραάμιος, θα συνέβαιναν οι μεγαλύτερες συμφορές. Ο επίσκοπος ήρε την απαγόρευση και ζήτησε συγχώρεση από τον όσιο.
Μόλις ο Αβραάμιος άρχισε να προσεύχεται, ξέσπασε ραγδαία βροχή εις ένδειξιν της αθωότητάς του και της παρρησίας που είχε αποκτήσει παρά τω Θεώ. Ορίστηκε τότε ηγούμενος μιας μονής αφιερωμένης στην Θεοτόκο, όπου και αναπαύθηκε εν ειρήνη το 1222 (1220), μετά από πενήντα χρόνια ασκητικών μόχθων. Τα άγια λείψανά του τοποθετήθηκαν σε κρυφό μέρος κατά την πολωνική εισβολή του 1611 και έκτοτε δεν στάθηκε δυνατό να ανευρεθούν.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δωδέκατος, Αύγουστος. Ίνδικτος, Αθήναι 2009, σελ. 227.