Ο άγιος Ονούφριος καταγόταν από το χωριό Γκάμπροβο του Μεγάλου Τυρνόβου (Βελίκο Τούρνοβο Βουλγαρίας), από Χριστιανούς γονείς, πλούσιους και εξέχοντες στον τόπο τους. Ο πατέρας του, Δέτζιο, μετονομάστηκε Δανιήλ, όταν έγινε μοναχός· η μητέρα του ονομαζόταν Άννα. Κατά τη βάφτισή του τον ονόμασαν Ματθαίο. Στην κατάλληλη ηλικία πήγε στο σχολείο και μάθαινε τα βουλγαρικά γράμματα.
Στην ηλικία των οχτώ ή εννέα ετών τον έδεαιραν οι γονείς του και αυτός, παρακινημένος από τη λύπη του, είπε μπροστά σε Τούρκους ότι ήθελε να τουρκέψει, και αν οι γονείς του δεν τον είχαν απομακρύνει αμέσως με τρόπο επιτήδειο, θα τον είχαν τουρκίσει οπωσδήποτε· παρέμεινε, λοιπόν, Χριστιανός. Μερικά χρόνια αργότερα έφυγε για το Άγιο Όρος και έμεινε στη σερβική Μονή Χιλανδαρίου, όπου μετά από αρκετά χρόνια χειροτονήθηκε διάκονος και μετονομάστηκε Μανασσής.
Ο μακάριος Μανασσής, προοδεύοντας στην αρετή και εξετάζοντας τις πράξεις του από την αρχή της ζωής του, συλλογίστηκε και το μεγάλο παράπτωμα της άρνησης. Επιπλέον, συλλογιζόταν τα λόγια του Χριστού: «Όποιος ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους ότι ανήκει σ’ εμένα, θα τον αναγνωρίσω κι εγώ για δικόν μου μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου. Όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον απαρνηθώ κι εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου» (Ματθ. 10:32-33), και γι’ αυτό είχε πάντοτε φόβο μήπως τον απαρνηθεί ο Χριστός μπροστά στο Θεό Πατέρα, εξαιτίας της παιδικής του άρνησης.
Αυτό που στην αρχή ήταν φόβος, έπειτα έγινε πόθος να ομολογήσει τον Χριστό μπροστά στους ανθρώπους και να λάβει μαρτυρικό θάνατο, πόθος που αυξανόταν μέρα με τη μέρα. Αλλά όταν φανέρωσε τον σκοπό του στον πνευματικό, έλαβε τη συμβουλή να συλλογιστεί καλά και να μην ορμήσει ασυλλόγιστα σε τέτοιον φοβερό αγώνα. Αυτός υπάκουσε στη συμβουλή και δόθηκε σε ασκητικούς αγώνες. Το μαρτύριο όμως του αγίου Ιγνατίου (8 Οκτ. 1814), όπως προηγουμένως και το μαρτύριο του αγίου Ευθυμίου (22 Μαρτίου 1814), αύξησαν τον πόθο του, και το τρίτο πλέον μαρτύριο, του αγίου Ακακίου (1 Μαΐου1816), άναψε μέσα του τη φλόγα της αγάπης και του μαρτυρικού θανάτου για τον Χριστό.
Κατευθύνθηκε τότε στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου προς τον σεβάσμιο πνευματικό Νικηφόρο, ο οποίος ήταν αυτός που είχε προετοιμάσει και τους νεομάρτυρες αυτούς Ιγνάτιο, Ευθύμιο και Ακάκιο. Του αποκάλυψε τον πόθο του και τον παρακάλεσε να τον κρατήσει κοντά του για να τον ετοιμάσει για το μαρτύριο. Εκεί, με άκρα μυστικότητα, εγκαταστάθηκε σε ένα μικρό κελί και έλαβε εντολές από τον πνευματικό σχετικά με το πώς να αγωνίζεται. Νήστευε πολύ, και ειδικά τις πρώτες σαράντα ημέρες έτρωγε ελάχιστο ψωμί και νερό ανά δύο ή τρεις ημέρες. Προσευχόταν αδιάλειπτα και έκανε 4.000 μετάνοιες το ημερονύκτιο, ή το λιγότερο 3.500. Στην καρδιά του κυριαρχούσαν το πένθος, η συντριβή και η κατάνυξη, ενώ συνεχώς θρηνούσε.
Αφού δοκιμάστηκε έτσι για τέσσερις μήνες, φούντωσε μέσα του η φλόγα της αγάπης τού Χριστού και ο πόθος τού μαρτυρίου. Τότε έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα και μετονομάστηκε Ονούφριος. Έπειτα, με την ευλογία του πνευματικού Νικηφόρου αποφασίστηκε να προχωρήσει στο μαρτυρικό στάδιο. Πήρε λοιπόν ως συνοδό του τον μοναχό Γρηγόριο τον Πελοποννήσιο και ταξίδεψαν στη Χίο.
Εκεί έφτασαν το Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 1817 και περίμεναν να έρθει η Παρασκευή, η ημέρα του πάθους του Κυρίου, για να παρουσιαστεί ο Ονούφριος στο Δικαστήριο των ασεβών και να ομολογήσει την πίστη του. Τις επτά αυτές ημέρες ο Ονούφριος και ο Γρηγόριος έμειναν κλεισμένοι σε ξεχωριστό οίκημα με ησυχία, προσευχή, δάκρυα, νηστεία και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων, και δεν σταμάτησαν τις αδιάλειπτες προσευχές, τις γονυκλισίες και τα κομποσχοίνια.
Μια νύχτα ο μακάριος Ονούφριος, κατάκοπος, κάθισε και τον άρπαξε ο ύπνος. Του παρουσιάστηκαν τότε ένα τάγμα ιερέων και αρχιερέων και ένα τάγμα στρατιωτών, με τη μορφή που έχουν οι άγιοι στις εικόνες. Αφού στάθηκαν μπροστά του, τον προέτρεψαν να έρθει μαζί τους, επειδή τον ζητούσε ο Βασιλιάς. Αυτός τρόμαξε και είπε ότι δεν ήταν άξιος να παρουσιαστεί μπροστά του. Εκείνοι επέμεναν και έτσι τους ακολούθησε και έφτασαν σε έναν φωτεινό και πλατύ τόπο. Εκεί είδε τον Βασιλιά να κάθεται στο θρόνο του και, αφού γονάτισε, τον προσκύνησε. Ο Βασιλιάς στράφηκε στους παρευρισκόμενους και είπε: «Ο τόπος του είναι έτοιμος», και του έδειξε κάποιο άλλο, πολύ φωτεινό μέρος.
Μόλις είδε αυτό το όραμα, ξύπνησε χαρούμενος και ευχαριστούσε τον Βασιλιά Χριστό που τον καλούσε· στην καρδιά του αισθανόταν θεϊκή ενέργεια και πνευματική θέρμη. Την επόμενη νύχτα, όμως, του έφυγε αυτή η θέρμη για κάποιο διάστημα και έντρομος για την αναχώρηση της θείας χάριτος είπε στον Γρηγόριο: «Πάτερ, η φωτιά έσβησε και δεν καίει στην καρδιά μου. Τι έπαθα, ο άθλιος!» Ο Γρηγόριος του αποκρίθηκε ότι υπερηφανεύτηκε και γι’ αυτό έφυγε από αυτόν η χάρη του Θεού.
Τόσο πολύ ταπεινώθηκε ο Ονούφριος, ώστε έπεσε στα πόδια του Γρηγορίου και έκλαιγε απαρηγόρητα. Έπειτα, άρχισε να προσεύχεται με πολλά δάκρυα, μέχρι να αισθανθεί ξανά τη συνηθισμένη θέρμη. Επειδή ο γέροντας ήταν προσεκτικός και γνώριζε τις παγίδες του πονηρού, το πρωί τον πρόσταξε να βάλει μετάνοια στους παρόντες και να ασπαστεί τα πόδια τους, ζητώντας τις προσευχές τους με ταπεινοφροσύνη. Ο γέροντας μεταχειρίστηκε αυστηρό και αποτελεσματικό τρόπο, προκειμένου να διαφυλάξει τον Ονούφριο από λογισμούς κενοδοξίας και υπερηφάνειας.
Την Πέμπτη το βράδυ ο Ονούφριος άρχισε να ετοιμάζεται για το μαρτύριο. Ο γέροντας πρώτα του ξύρισε τα γένεια και τα μαλλιά και πέρασαν όλη τη νύχτα προσευχόμενοι. Μετά, αφού προσκύνησε τις εικόνες, κοινώνησε, ντύθηκε με ρούχα τουρκικά και αναχώρησε, αν και ακόμη δεν είχε ξημερώσει, έχοντας οδηγό έναν Χριστιανό, γιατί δεν ήξερε τα μέρη.
Πηγαίνοντας, πέρασε και προσκύνησε στον ναό της Αγίας Ματρώνας της Χιοπολίτιδος και στον ναό της Θεοτόκου της Κεχαριτωμένης. Έπειτα, πήγε στο Δικαστήριο και παρουσιάστηκε στον κατή (δικαστή) την ώρα που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι οι αγάδες. Αμέσως άρχισε να μιλά: «Πριν από δεκαπέντε χρόνια πληγώθηκα σε αυτόν τον τόπο, και από τότε μέχρι σήμερα ταξίδεψα σε πολλά μέρη, αλλά την πληγή μου δεν μπόρεσα να τη θεραπεύσω. Οι γιατροί μου είπαν ότι, αν δεν πάω στον τόπο όπου πληγώθηκα, η πληγή μου δεν θεραπεύεται. Γι’ αυτό και ήρθα εδώ για να την γιατρέψω».
Όταν ο κατής τον ρώτησε ποια είναι η πληγή και τι ζητά από αυτούς, ο νέος απάντησε: «Η πληγή μου είναι αυτή: Όταν ήμουν μικρό παιδί, εξαιτίας της άγνοιάς μου, αρνήθηκα τη χριστιανική πίστη και ομολόγησα τη δική σας. Ωστόσο, επειδή έμενα σε χριστιανικό μέρος, ζούσα και εγώ χριστιανικά και δεν λάτρευσα ποτέ την πίστη σας. Όταν μεγάλωσα, συνειδητοποίησα το αμάρτημα που διέπραξα, αρνούμενος την πίστη μου, και βλέποντας το θανάσιμη πληγή της ψυχής μου, γύρισα πολλούς τόπους για να τη θεραπεύσω με τη μετάνοια και παρακαλώντας τον Χριστό, τον Θεό μου, να με συγχωρήσει. Αλλά ποτέ δεν ησύχασα, επειδή συλλογιζόμουν το μέγεθος του αμαρτήματος που διέπραξα, να αρνηθώ την πίστη μου την αληθινή και να ομολογήσω τη δική σας την ψεύτικη. Τώρα, λοιπόν, ομολογώ με θάρρος μπροστά σε όλους σας ότι είμαι Χριστιανός και αρνούμαι και αναθεματίζω την πίστη σας». Και αμέσως, πέταξε μπροστά τους το πράσινο σαρίκι που φορούσε (το πράσινο χρώμα είναι ιερό για τους Μουσουλμάνους).
Εκείνοι, βλέποντας το τόλμημά του, έμειναν άφωνοι. Ένας εμίρης του είπε τότε: «Τι κάνεις, άνθρωπε; Πάρε και βάλε στο κεφάλι σου αυτό το άγιο πράγμα». Ο μάρτυρας, όταν τον άκουσε να το λέει άγιο, το εξευτέλισε, λέγοντας και πολλά εναντίον του Μωάμεθ. Τότε άρχισαν όλοι να φωνάζουν ότι δεν πρέπει πλέον να ζει και διέταξαν τη φυλάκισή του. Βγάζοντάς τον έξω τον χτύπησαν και τον κακοποίησαν και ο αστυνόμος τον οδήγησε στη φυλακή.
Όταν οι αγάδες βγήκαν από το τζαμί – ήταν Παρασκευή, η επίσημη μέρα των Μουσουλμάνων – συζήτησαν πάλι και αποφάσισαν τον θάνατό του. Ζήτησαν να τον φέρουν μπροστά τους και βλέποντας ότι ήταν αμετάπειστος διέταξαν τον αποκεφαλισμό του και τη ρίψη του σώματός του στη θάλασσα. Πρόσταξαν ακόμη και το χώμα στο οποίο θα έσταζε το αίμα του να πεταχτεί στη θάλασσα, και να μην επιτραπεί σε κανέναν Χριστιανό να πάρει κάτι από το μαρτυρικό σώμα.
Οι δήμιοι τον πήραν από το Δικαστήριο, τον οδήγησαν κάπου κοντά και του είπαν να γονατίσει. Όμως ο μάρτυρας πήγε και γονάτισε λίγο παρακάτω, σε ένα σημείο, όπου γνώριζε, επειδή είχε ρωτήσει, ότι είχε αποκεφαλιστεί ο νεομάρτυρας Μάρκος (5 Ιουνίου 1801). Εκεί τον χτύπησε ένας δήμιος με το μαχαίρι του στον λαιμό. Ο μάρτυρας έπεσε χωρίς να ταραχθεί κανένα μέλος του, και ένας άλλος από το πλάι τού έδωσε άλλες δύο μαχαιριές και τον αποτελείωσε.
Όλα αυτά διαδραματίστηκαν μέσα σε διάστημα πέντε ωρών. Μεγάλο πλήθος Χριστιανών, άνδρες, γυναίκες και παιδιά παρακολούθησαν το μαρτύριο, αν και δεν είχε γίνει γνωστό σε ολόκληρη την πόλη.
Ο νέος αυτός οσιομάρτυρας Ονούφριος τελείωσε τον αγώνα του μαρτυρίου του στις 4 Ιανουαρίου 1818, ημέρα Παρασκευή, ώρα ενάτη (3 το απόγευμα), σε ηλικία 32 ετών. Όλοι θαύμασαν τη φρόνηση και την ανδρεία του και διηγούνται ότι το πρόσωπό του, που πριν ήταν σαν νεκρό από τους αγώνες, μετά το μαρτύριο έλαβε μια ουράνια λαμπρότητα και χάρη.
Οι Χριστιανοί θεατές χάρηκαν πολύ και ευχαριστούσαν τον Θεό για τη λαμπρή νίκη του Ονουφρίου, και ο καθένας ήθελε να πάρει κάτι από τον μάρτυρα, αίμα ή μαλλιά ή ένα κομμάτι από τα ενδύματά του. Οι άπιστοι, όμως, σύμφωνα με την απόφαση των αρχόντων, σήκωσαν αμέσως το λείψανο, το έκλεισαν σε σάκο και το έβαλαν σε έναν κάδο, προκειμένου να μη χυθεί ούτε σταγόνα αίμα, μάζεψαν και το ματωμένο χώμα, και όλα μαζί τα μετέφεραν σε μια βάρκα για να τα ρίξουν στη θάλασσα. Μετά έπλυναν και τη βάρκα, για να μην προσκυνούν οι Χριστιανοί το σημείο όπου είχαν ακουμπήσει το ιερό λείψανο. Και τι απέγινε αυτό, δεν γνωρίζουμε. Μόνο δοξάζουμε τον άγιο Θεό και τιμούμε τον φίλο του, τον μάρτυρα Ονούφριο, που πρεσβεύει για εμάς προς τον Θεό, στον οποίο ανήκει η δόξα, η τιμή και η προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Από το βιβλίο: Συναξαριστής Νεομαρτύρων, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 215.
Διασκευή για την Κ.Ο.