
Αυτός ο ευλογημένος ήταν από την Βλαχία (τμήμα της σημ. Ρουμανίας). Τον καιρό λοιπόν του ηγεμόνα Μίχνα Βοεβόδα, του επιλεγομένου Τζιβάν μπέη, επειδή ζητούσαν από αυτόν οι Αγαρηνοί βαρείς φόρους και αυτός δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει, επαναστάτησε, και όπου έβρισκε Τούρκο, (*) τον έβαζε στο σπαθί· έπειτα πέρασε και στα μέρη της Τουρκίας και έκαψε και αφάνισε και αιχμαλώτισε πολλούς.
Όταν το άκουσε ο σουλτάνος Μεχμέτ, έστειλε τους Τάταρους και άλλο στρατό δικό του στη Βλαχία. Ο Τζιβάν μπέης, μη μπορώντας να αντισταθεί, έφυγε, και οι Τάταροι και οι Τούρκοι εισέβαλαν στη Βλαχία και έκαμαν μεγάλο αφανισμό στο γένος των Χριστιανών και σκλάβωσαν αμέτρητα πλήθη ανδρών και γυναικών.
Μαζί με αυτούς σκλαβώθηκε και αυτός ο ευλογημένος Ιωάννης, γέννημα και θρέμμα της Βλαχίας, από γένος αρχοντικό, δεκαπέντε χρόνων στην ηλικία. Ένας στρατιώτης Αγαρηνός τον είδε που ήταν πολύ όμορφος και τον αγόρασε με μιαρό σκοπό· και ενώ τον πίεσε να δεχτεί τη μιαρή μίξη, ο νέος, όντας σώφρων και καθαρός, δεν έστερξε. Τότε εκείνος σκέφτηκε να τον δέσει σ’ ένα δέντρο για να τον μιάνει, και ο Ιωάννης, νιώθοντας γι’ αυτό οδυνηρή λύπη και φοβούμενος το βίαιο μίασμα, βρήκε ευκαιρία και σκότωσε εκείνον τον μιαρό και ασελγή.
Οι συνοδοιπόροι τον ρώτησαν, και όταν έμαθαν τι έγινε, τον έδεσαν και τον πήγαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον παρέδωσαν στη γυναίκα του σκοτωμένου Αγαρηνού, και εκείνη τον έφερε στον βεζίρη, ο οποίος τον ανέκρινε. Ο Ιωάννης ομολόγησε την αλήθεια και ο βεζίρης τον παρέδωσε στη γυναίκα να τον κάνει ό,τι θέλει. Αυτή, βλέποντάς τον πολύ όμορφο, μεταχειρίστηκε τρόπους απατηλούς για να τον νικήσει, υποσχόμενη ότι αν γίνει Τούρκος θα τον πάρει άντρα της και θα του δώσει όλη την περιουσία της, και του έκανε και άλλα πολλά τέτοια ταξίματα. Αλλά ο νέος, ακούγοντας αυτά, έκανε τον σταυρό του παρακαλώντας τον Χριστό να τον στερεώνει και να τον φυλάξει ως το τέλος ακλόνητο στην πίστη των Χριστιανών.
Η νέα Δαλιδά, βλέποντας και ακούγοντας αυτά, τον παρέδωσε στον έπαρχο, ο οποίος τον έβαλε στη φυλακή και τον υπέβαλε σε τόσα φρικτά και φοβερά βασανιστήρια, που όχι μόνο να τα πάθει κανείς, αλλά και μόνο να τα συλλογιστεί ο άνθρωπος, αληθινά τρομάζει και φρίττει· και αυτά τα έκανε στον Μάρτυρα σε διάστημα πολλών ημερών. Και στο διάστημα αυτό η παμβέβηλη εκείνη γυναίκα δεν έλειπε κάθε μέρα να τον κολακεύει και να τον παρακινεί προς την ασέλγεια, προσπαθώντας να τον απομακρύνει από την πίστη των Χριστιανών. Ο νέος όμως, σαν στερεότατο διαμάντι, έστεκε ακλόνητος και αμετακίνητος στην πίστη και την αγνότητα, αποβλέποντας μόνο στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, από τον οποίο έπαιρνε δύναμη και νικούσε τους ορατούς και αόρατους εχθρούς.
Τέλος πάντων, βλέποντας ότι δεν κατορθώνουν τίποτε, ζήτησαν από τον βεζίρη να τον θανατώσει, και εκείνος πρόσταξε τον έπαρχο να το κάνει αυτό. Πήραν λοιπόν οι δήμιοι το ευλογημένο παιδί, τον Ιωάννη, τον οδήγησαν στο Παρμάκ καπί, κοντά στο Μπεζεστένι, και εκεί τον κρέμασαν, και έτσι έλαβε ο μακάριος από το χέρι του Κυρίου το στεφάνι του μαρτυρίου (12 Μαΐου 1662).
Με τις πρεσβείες του είθε να αξιωθούμε κι εμείς των αιωνίων και αφθάρτων αγαθών. Αμήν.
(*) Η λ. Τούρκος εδώ εννοείται κυρίως κατά το θρήσκευμα και σημαίνει Μωαμεθανός.
Από το βιβλίο «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου (1799), σελ. 89.
Απόδοση για την Κ.Ο.