Ο άγιος Συμεών έκανε κάποιο θαύμα στον θεοφιλή διάκονο Ιωάννη, τον άνθρωπο που μας διηγήθηκε και το βίο του. Το θαύμα αυτό έχει ως εξής. Κάποιοι κακούργοι, έκαναν ένα φόνο και παίρνοντας το πτώμα το έριξαν από μια μικρή πόρτα μέσα στο σπίτι του θεοφιλέστατου Ιωάννη. Επειδή έγινε μεγάλη αναταραχή, έφτασε η είδηση στον άρχοντα και αυτός αποφάσισε να απαγχονιστεί ο Ιωάννης.
Καθώς τον πήγαιναν για να τον θανατώσουν, τίποτε άλλο δεν έλεγε μέσα του παρά μόνο: «Θεέ του Σαλού, βοήθησέ με. Θεέ του Σαλού, στάσου κοντά μου την ώρα αυτή».
Επειδή ήταν θέλημα Θεού να σωθεί από αυτή την συκοφαντία, πήγε κάποιος στον αββά Συμεών και του λέει: «Φτωχέ, το φίλο σου εκείνον τον Ιωάννη, πάνε να τον κρεμάσουν κι αν πεθάνει, θα πεθάνεις και συ από την πείνα, γιατί κανείς δεν σε φροντίζει όπως εκείνος». Του διηγήθηκε ακόμη και τα σχετικά με το φόνο.
Ο άγιος, αφού προσποιήθηκε πάλι, όπως συνήθιζε, τον τρελό, τον άφησε και πήγε σ’ ένα κρυφό μέρος, που πάντοτε προσευχόταν, και που κανείς δεν το ήξερε παρά μόνο ο φίλος του, ο ευσεβής Ιωάννης. Εκεί γονάτισε και παρακαλούσε το Θεό να γλυτώσει το δούλο Του από ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο.
Όταν έφτασαν αυτοί που θα τον κρεμούσαν στον τόπο που θα έστηναν την κρεμάλα, ήρθαν τρέχοντας καβαλάρηδες και είπαν να τον αφήσουν ελεύθερο, γιατί είχαν βρεθεί οι πραγματικοί δολοφόνοι.
Όταν τον άφησαν ελεύθερο, πήγε αμέσως στο μέρος που ήξερε ότι προσεύχεται πάντοτε ο αββάς Συμεών. Τον είδε από μακριά με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό και φοβήθηκε. Ορκιζόταν ότι έβλεπε πύρινες σφαίρες να ανεβαίνουν από αυτόν στον ουρανό και αυτόν στο μέσο ενός καμινιού που έκαιγε γύρω του ώστε δεν τολμούσε να πλησιάσει, μέχρι που τελείωσε την προσευχή του.
Γύρισε τότε το κεφάλι του ο όσιος, τον είδε και αμέσως του λέει: «Τί γίνεται, διάκονε; Μα τον Ιησού, μα τον Ιησού, παρά λίγο θα το έπινες κι αυτό. Πήγαινε τώρα να προσευχηθείς. Σου έγινε αυτός ο πειρασμός, γιατί ήρθαν χθες σ’ εσένα οι δύο εκείνοι φτωχοί και, ενώ ήσουν σε θέση να τους βοηθήσεις, δεν το έκανες. Μήπως είναι δικά σου τα όσα δίνεις, αδελφέ; Ή δεν πιστεύεις σ’ Αυτόν που είπε ότι εκατονταπλάσια θα πάρετε σ’ αυτήν τη ζωή και στην άλλη θα κληρονομήσετε την αιωνιότητα (Ματθ. 19:29); Αν τον πιστεύεις, δίνε. Αν δεν δίνεις, είναι ολοφάνερο ότι δεν πιστεύεις στον Κύριο».
Να λόγια σαλού, μάλλον σοφού αγίου. Μπροστά στο διάκονο Ιωάννη, όταν ήταν μόνοι τους, δεν προσποιόταν τον σαλό, αλλά του μιλούσε με τόσο ωραίο τρόπο και τόση κατάνυξη, που πολλές φορές, όπως διαβεβαίωνε ο ίδιος ο διάκονος, «έβγαινε ευωδία από το στόμα του, και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είναι ο πριν από λίγο Σαλός».
Από το βιβλίο: Ο Άγιος Συμεών ο δια Χριστόν Σαλός, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 94.