Ο πατήρ ημών Άνθιμος γεννήθηκε το 1869 από οικογένεια αγροτών της Χίου. Ανατράφηκε μέσα στην ευσέβεια και κατά την παιδική του ηλικία η Θεοτόκος σε πολλά οράματα του ανήγγειλε τις εύνοιες που προόριζε γι’ αυτόν. Σταμάτησε νωρίς το σχολείο για να μάθει το επάγγελμα του μπαλωματή. Μια μέρα, ήταν τότε δεκαεννέα χρόνων, η μητέρα του τού εμπιστεύθηκε μια παλιά εικόνα τής Θεοτόκου, της λεγόμενης «Καλή Βοήθεια», για να την συντηρήσουν στο μοναστήρι των Αγίων Πατέρων Νικήτα, Ιωάννη και Ιωσήφ [20 Μαΐου] που είχε προσφάτως ιδρυθεί στο όρος Προβατάς από τον πατέρα Παχώμιο, έναν άγιο μοναχό που υπήρξε και πνευματικός του αγίου Νεκταρίου Αιγίνης [9 Νοεμ.].
Ενθουσιασμένος από την ουράνια πολιτεία των μοναχών, μόλις επέστρεψε στο χωριό, έφτιαξε μια καλύβα σε απομακρυσμένο τόπο και άρχισε να ασκητεύει, απεκδυόμενος κάθε μέριμνα του κόσμου τούτου. Παρόλο που δεν εγκατέλειψε το πατρικό του, ακολουθούσε αυστηρά ό,τι του όριζε ο πατήρ Παχώμιος, που θαυμάζοντας την υπακοή του, την σιωπή του και τον ζήλο του για την προσευχή, έλεγε στους μοναχούς του: «Ο νεαρός αυτός δόκιμος είναι ήδη ολοκληρωμένος μοναχός, προορίζεται να γίνει επιφανής Πατέρας». Η εικόνα της Θεοτόκου, που την φύλαξε κοντά του σε όλη την ζωή του, ήταν η μόνη του «Βοήθεια», αυτή τον ενέπνεε στους θεάρεστους αγώνες του, αυτή τον παρηγορούσε στις δοκιμασίες και τους πειρασμούς και άρχισε να επιτελεί θαύματα προς όφελος των γειτόνων του που τον επισκέπτονταν στο ερημητήριό του. Τέλος αποσύρθηκε στην μονή των Αγίων Πατέρων, όπου έλαβε το Μικρό Σχήμα με το όνομα Άνθιμος.
Κινούμενος από μια νέα ορμή θείου έρωτα και ταπεινώνοντας κάθε επιθυμία τής σάρκας, δεν υστερούσε εντούτοις σε κανενός είδους εργασία, έτσι που του ανέθεσαν να διευθύνει τις εργασίες στην μονή του Αγίου Κωνσταντίνου που κτιζόταν την εποχή εκείνη. Σύντομα όμως αρρώστησε και ο ηγούμενος αναγκάσθηκε να τον στείλει στους γονείς του για να τον παρακολουθήσουν οι γιατροί. Ο Άνθιμος συνέχισε εκεί τον ασκητικό του βίο σαν να βρισκόταν στο μοναστήρι και ζούσε από το επάγγελμα του μπαλωματή, τρέφοντας τους γέρους γονείς του και μοιράζοντας ελεημοσύνες στους αναγκεμένους.
Παρά την εύθραυστη υγεία του, η αγάπη του για τον Θεό τον ικάνωνε να επιτελεί μεγάλους ασκητικούς άθλους που αποθηρίωναν το μίσος των δαιμόνων, οι οποίοι χυμούσαν κατεπάνω του με τρομερό πάταγο την ώρα των νυκτερινών προσευχών του που αρέσκονταν να κάνει στην κουφάλα μιας γέρικης ελιάς κοντά στο κελλί του. Δεν έδινε ποτέ ανάπαυση στον εαυτό του, «ούτε λεφτό», θα πει αργότερα, κι έτσι, με την βοήθεια της Θεοτόκου μπόρεσε να μείνει δεκαεννέα μέρες και νύχτες άγρυπνος εν προσευχή, έχοντας για τροφή λίγο ψωμί και λίγο νερό κάθε δύο μέρες. Μετά το κατόρθωμα τούτο, έπεσε σε έκσταση και το πνεύμα του μεταφέρθηκε στον Παράδεισο, εν μέσω αγγελικών χορών, ενώ επαναλάμβανε αδιαλείπτως το Κύριε ελέησον.
Οι αρετές του αγίου ασκητή και τα θαύματα της εικόνας της Θεοτόκου προσείλκυαν όλο και περισσότερους επισκέπτες στο ερημητήριό του και ένα χρόνο αφού έλαβε το Μεγάλο Σχήμα (1910), αποφασίσθηκε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος, για να ικανοποιηθεί το αίτημα του λαού. Ο επίσκοπος όμως Χίου αρνούνταν να χειροτονήσει έναν αγράμματο ιερέα κι έτσι ο ανάδοχός του τον κάλεσε στην επισκοπή Σμύρνης. Την στιγμή τής χειροτονίας του ένας σεισμός, συνοδευόμενος από αστραπές και βροντές, φανέρωσε την εύνοια του Θεού και λίγο αργότερα ο Άνθιμος ελευθέρωσε ένα δαιμονισμένο. Οι αρετές και τα θαύματά του γέννησαν όμως τον φθόνο ορισμένων ιερέων κι έτσι χρειάστηκε να εγκαταλείψει την περιοχή.
Μετά από ένα προσκύνημα στο όρος Άθω, επέστρεψε στην Χίο, όπου τοποθετήθηκε στην θέση του ελεονόμου στο λεπροκομείο. Μέσα σε λίγο χρόνο μεταμόρφωσε το ίδρυμα αυτό, όπου η ανθρώπινη δυστυχία γινόταν αφορμή για την διαφθορά των ψυχών, σε μία εικόνα του Παραδείσου, όπου οι άνθρωποι ζούσαν τον κοινοτικό βίο ενός μοναστηριού. Επισκεπτόταν ο ίδιος προσωπικά τους ασθενείς, φρόντιζε με τα χέρια του εκείνους που ήσαν περισσότερο αποκρουστικοί και με την γλυκύτητα και τις συμβουλές του τους οδηγούσε να στραφούν προς τον Θεό, έτσι που πολλοί από αυτούς έγιναν μάλιστα μοναχοί και μοναχές. Μέσω αυτού η θεία ευσπλαχνία ξεχείλιζε έτσι και πάνω σε πολλούς που έρχονταν από έξω να ζητήσουν την μεσιτεία και τις συμβουλές τού ανθρώπου του Θεού, χάρις δε στις νηστείες και στις προσευχές του μπροστά στην εικόνα της Παναγίας τριάντα οκτώ δαιμονιζόμενοι λυτρώθηκαν.
Οι διωγμοί του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας που οδήγησαν στον μεγάλο ξεριζωμό του 1922-1924, έφεραν στην Χίο πλήθος προσφύγων, ιδιαίτερα δε μοναχές και νεαρά κορίτσια που όντας απροστάτευτα ήσαν καταδικασμένα στην μιζέρια και την ζητιανιά. Ο άγιος Άνθιμος, που από τα νιάτα του ονειρευόταν να ιδρύσει μοναστήρι σε έναν έρημο και απόκρημνο τόπο που είχε υποπέσει στην αντίληψή του, ενθαρρύνθηκε τότε από ένα όραμα της Θεοτόκου να πραγματοποιήσει το σχέδιό του για τις σαράντα περίπου γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του. Στα 1927 πήρε την άδεια να ιδρύσει το μοναστήρι στον τόπο που επιβεβαίωσε ο Θεός σε τρεις κληρώσεις που έγιναν μετά την Θεία Λειτουργία.
Ο άγιος έβαλε ο ίδιος σε πράξη τα σχέδιά του, προβλέποντας ό,τι ήταν αναγκαίο για την ζωή ενός μεγάλου μοναστηριού και με τον ιδρώτα του, τα δάκρυα και τις προσευχές του μπόρεσαν να προχωρήσουν οι οικοδομικές εργασίες, παρά την αντίπραξη ορισμένων που έβρισκαν άχρηστη και ξεπερασμένη την ίδρυση μιας τέτοιας μονής. Μόλις δύο χρόνια αργότερα η εικόνα τής Θεοτόκου Καλής Βοήθειας μπόρεσε να μεταφερθεί στο καθολικό της μονής που πήρε το ίδιο όνομα.
Το μοναστήρι κατοικήθηκε σύντομα από τριάντα μοναχές και οργανώθηκε σύμφωνα με τις αρχές των Αγίων Πατέρων από τον άγιο Άνθιμο που έκτοτε διέμενε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Ιδρυτής και πνευματικός πατέρας της κοινότητας, που σύντομα θα αριθμεί ογδόντα μοναχές και θα θεωρηθεί ως το πλέον παραδειγματικό μοναστήρι στην Ελλάδα, ο άγιος δεν έπαυε, ωστόσο, να είναι η παραμυθία, η μεσιτεία, ο πνευματικός πατέρας ολόκληρου του πληθυσμού της Χίου. Δεν άφηνε ποτέ άρρωστο ή μετανοούντα επισκέπτη δίχως να τον παρηγορήσει είτε με τις πνευματικές διδαχές του είτε με φαρμακευτικά βότανα, κυρίως όμως με την μετά δακρύων προσευχή του μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου. Υπήρχαν ημέρες που εξήντα ή εβδομήντα ασθενείς παρουσιάζονταν στο μοναστήρι για να ζητήσουν την βοήθεια του αγίου και της Παναγίας.
Για τριάντα και πλέον χρόνια, ο άγιος Άνθιμος συνέχισε να υπηρετεί την σωτηρία των ψυχών και την παρηγορία των σωμάτων. Όταν πια από τα γηρατειά δεν μπορούσε να εργάζεται με τα χέρια του, αποσύρθηκε στο κελλί του, προσευχόμενος στον Κύριο να τον αξιώνει να κάνει το καλό στο πλησίον του, όποιος κι αν είναι αυτός και με τον οποιονδήποτε τρόπο, μέχρι την τελευταία του πνοή. Αφού άφησε στην κοινότητα τις τελευταίες συμβουλές του, γεμάτες θεία σοφία και πατρική αγάπη, παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό στις 15 Φεβρουαρίου 1960, σε ηλικία ενενήντα ενός ετών. Τον έκλαψε όλο το νησί και συνεχίζει να είναι παρών και να σκορπίζει σε όλους τους χριστιανούς που προστρέχουν στην μεσιτεία του την ουράνια παραμυθία και την ίαση ποικίλων ασθενειών.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος έκτος, Φεβρουάριος. Εκδόσεις Ορμύλια, σελ. 172.