Ηταν γιορτή, και μάλιστα η πρώτη και κύρια από τις γιορτές, δηλαδή το άγιο Πάσχα. Είχε κιόλας φτάσει το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου, και οι μαθητές του μεγάλου Θεοδοσίου δεν είχαν τίποτε από τα απαραίτητα για φαγητό, ούτε ψωμί ούτε λάδι ούτε κανένα άλλο φαγώσιμο. Είχαν λοιπόν λύπη οι μαθητές, που ήταν δώδεκα συνολικά· και λυπούνταν όχι μόνο για τον εαυτό τους, αλλά και επειδή τους έλειπε ακόμη και το πρόσφορο για τη θεία Λειτουργία και έτσι θα γιόρταζαν το Πασχα αλειτούργητοι και χωρίς την κοινωνία του Σώματος του Χριστού. Πήγαν λοιπόν στον διδάσκαλό τους και του ανέφεραν την έλλειψη.
Ο άγιος περιορίστηκε να τους πει να ετοιμάσουν την αγία τράπεζα και πρόσθεσε: «Περα από αυτό κανένας σας μη νοιαστεί για τίποτε. Γιατί ο Θεός που παλιά έθρεψε χορταστικά στην έρημο τον ισραηλιτικό λαό, που ήταν τόσες χιλιάδες, και έκανε αργότερα το ίδιο σε ένα μεγάλο πλήθος (Ματθ. 14:15-21), αυτός ο ίδιος προνοεί και για εμάς, και ούτε η δύναμή του λιγόστεψε τώρα, ούτε η διάθεσή του να δίνει».
Αυτά είπε ο άγιος· πώς όμως τα λόγια του έγιναν πολύ γρήγορα πραγματικότητα και πώς η ελπίδα που έδωσε στους μαθητές του δεν διαψεύστηκε, θα το πούμε αμέσως. Όπως λοιπόν παλιά παρουσιάστηκε στον Αβραάμ το πρόβατο στο φυτό σαβέκ (Γεν. 22:13) έτοιμο για να το θυσιάσει, έτσι και σε αυτόν τον μακάριο: ο ήλιος είχε κιόλας δύσει, όταν κατέφθασε κάποιος που οδηγούσε δυό μουλάρια φορτωμένα με διάφορα τρόφιμα κατάλληλα για ασκητές. Δεν έλειπαν μάλιστα ούτε τα πρόσφορα, που είναι ο ορατός και νοητός άρτος της αγίας τράπεζας, αλλά υπήρχαν και αυτά ανάμεσα στα άλλα, και περισσότερο γι’ αυτά χάρηκαν οι μαθητές. Και τα τρόφιμα αυτά τους έφτασαν μέχρι την Πεντηκοστή.
Άλλοτε πάλι κάποιος πλούσιος, ο οποίος είχε επιλέξει να είναι πλούσιος και σε αγαθοεργίες, διασκόρπιζε την περιουσία του σε δωρεές και έκανε τα χρήματά του αφορμή σωτηρίας ψυχών. Ενώ λοιπόν έδινε πλουσιοπάροχα σε όλους τους άλλους, και πρώτα πρώτα σε εκείνους που ζούσαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και ήταν μακριά από τον κόσμο για να είναι κοντά στον Θεό, μόνο στους μοναχούς του Θεοδοσίου δεν έκανε κάποια καλοσύνη, είτε επειδή τους λησμόνησε είτε γιατί δεν τους γνώριζε, ή ίσως γιατί ο Θεός με τον τρόπο αυτό δοκίμαζε τον άγιο ή γιατί ήθελε να τον δοξάσει.
Οι μαθητές λοιπόν πήγαιναν στον άγιο και τον παρακινούσαν ενοχλητικά να κάνει γνωστή σε αυτόν τον δωρητή την ύπαρξη τη δική του και των μαθητών του. Τον πίεζαν πολύ επίμονα, λέγοντας ότι δεν είχαν τίποτε άλλο για να τραφούν, παρά μόνο λίγα χαρούπια· μερικές φορές μάλιστα, όταν τελείωναν και αυτά, έβραζαν τα κουκούτσια που έμεναν από τους χουρμάδες και με αυτά ξεγελούσαν την πείνα τους. Έτσι, από την ολιγοψυχία τους οι μαθητές, τον άγιο, που πάντοτε φρόντιζε να κρύβεται και που ήταν συνηθισμένος να στρέφει τα μάτια του στον Θεό, τον ανάγκαζαν πιεστικά να φανερωθεί και να απλώσει αναξιοπρεπώς το χέρι σε ανθρώπους, αφήνοντας το χέρι του Θεού, το οποίο ανοίγει και χορταίνει κάθε πλάσμα με ό,τι αυτό επιθυμεί –σαν να κατηγορούσε δηλαδή το χέρι αυτό του Θεού ότι, για την ώρα τουλάχιστο, φαινόταν σφιχτό και τσιγκούνικο.
Αυτοί λοιπόν είχαν κυριευτεί από αθυμία, ο άγιος όμως τους συμβούλευε με πραότητα: «Από αυτούς που στήριξαν το θάρρος τους στον Θεό, ποιος ποτέ εγκαταλείφθηκε για πάντα; Ή ποιος περίμενε υπομονετικά ως το τέλος τη βοήθειά του και δεν παρηγορήθηκε; Ο Θεός χορταίνει κάθε πλάσμα· εξασφαλίζει την τροφή στα κοράκια και στα πουλάκια τους, για να αναφέρω τα λόγια του Ιώβ μαζί με του ιερού Δαβίδ (Ιώβ 38:41, Ψαλμ. 146:9). Ας αναλογιστούμε πόσο απέχει η ανθρώπινη φροντίδα από τη θεία πρόνοια, η οποία φτάνει και στις τελευταίες λεπτομέρειες, και θα μάθουμε πώς, και εκείνα τα οποία στερηθήκαμε για τον Χριστό θεληματικά, αυτά με την πρόνοια του Χριστού θα τα απολαύσουμε και πάλι πλουσιοπάροχα».
Αυτά είπε ο άγιος, και σε λίγο φάνηκε κάποιος που οδηγούσε ένα ζώο φορτωμένο και που δεν πήγαινε στη μονή του αγίου, αλλά είχε σκοπό να την προσπεράσει και να παραδώσει κάπου αλλού το φορτίο. Μόλις όμως πλησίασε τη μονή, το υποζύγιο τον σταμάτησε και χωρίς ο ίδιος να θέλει, και ενώ το μαστίγωνε πολύ, εκείνο έμενε ακίνητο σαν βράχος. Τότε ο άνθρωπος κατάλαβε σωστά ότι αυτό δεν γινόταν χωρίς θεϊκή ενέργεια, και αμέσως άλλαξε τους ρόλους και άφησε το ζώο να οδηγήσει αυτόν, χαλαρώνοντας το χαλινάρι και επιτρέποντάς του να πάει όπου ήθελε. Αμέσως μετά από αυτό, το ζώο δεν πήγε πουθενά αλλού αλλά, σαν κάποιος να του τραβούσε αόρατα το χαλινάρι και να το οδηγούσε, προχώρησε ίσια στη μονή.
Μολις ο άνθρωπος μπήκε μέσα εκεί, διαπίστωσε την πολύ μεγάλη ανέχεια που επικρατούσε σε αυτούς και έμεινε έκπληκτος από την ανείπωτη πρόνοια του Θεού, η οποία για εκείνους κανόνισε σοφά να στεφανωθούν με αυτή τη δοκιμασία της ανέχειας και σε αυτόν να βάλει τέλος στη δοκιμασία τους. Γιατί ήταν φανερό ότι γι’ αυτό έδειξε απείθεια το ζώο του, επειδή η θεία πρόνοια τον καλούσε να θρέψει ψυχές που υπηρετούσαν τον Θεό αλλά είχαν εξαντληθεί από την αδυναμία του δικού τους υπηρέτη, δηλαδή του σώματος. Όταν λοιπόν τα διαπίστωσε αυτά εκείνος ο άνθρωπος, έδωσε ελεημοσύνη διπλάσια από όση έδινε ο δωρητής που προαναφέρθηκε. Και από εκεί και πέρα οι μαθητές έπαψαν να ενοχλούν τον άγιο και να λιγοψυχούν· αντίθετα, φρόντιζαν να μιμούνται με ζήλο την ελπίδα και την πίστη του πνευματικού τους πατέρα στον Θεό.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΚΑ’ (21), σελ. 163. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2006.