
Ο οσιομάρτυς Ιλαρίων κατήγετο από το Ηράκλειο της Κρήτης. Οι ευσεβείς γονείς του στο βάπτισμα τον ονόμασαν Ιωάννη και τον ανέθρεψαν με την χριστιανική πίστη. Φροντίζοντας για την μόρφωσή του τον έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη, σε κάποιον θείο του γιατρό, ο οποίος τον φιλοξένησε επί δέκα έτη. Δεν έδειξε όμως κανένα ενδιαφέρον προς τον ανεψιό του, και ο Ιωάννης τον εγκατέλειψε και προσελήφθη στην υπηρεσία Χίου εμπόρου.
Επιστρέφοντας κάποτε από ταξίδι, ο έμπορος ισχυρίσθηκε ότι βρήκε έλλειμμα στα κέρδη του καταστήματος και με απειλές απαίτησε από τον Ιωάννη να του αποδώση το ποσόν. Ο άγιος απεγνωσμένος κατέφυγε για βοήθεια στο ανάκτορο του σουλτάνου, όπου συναντήθηκε με τον Αιθίοπα Μπας αγά. Με την συνεργία του διαβόλου αυτός έπεισε τον νέο να εξισλαμισθή.
Τρεις ημέρες μετά την αποστασία του ο Ιωάννης, ελεγχόμενος από την συνείδηση, μετενόησε θερμά, έφυγε από το παλάτι και βρίσκοντας πλοίο ανεχώρησε στην Κριμαία, όπου παρέμεινε δέκα μήνες. Φλεγόμενος όμως από την επιθυμία να αποκαταστήση την άρνησή του με το μαρτύριο, επέστρεψε στην Πόλη και ζήτησε την συμβουλή πνευματικών. Με υπόδειξή τους πήγε στο Άγιον Όρος.
Για λίγον καιρό έμεινε στην σκήτη της Αγίας Άννης, υποτασσόμενος στον ιερομόναχο Βησσαρίωνα, ο οποίος του έδωσε ως κανόνα να κάνη χίλιες μεγάλες μετάνοιες το ημερονύκτιο και να τρώγη μετά την δύση του ηλίου μόνον ψωμί και νερό. Μετά από λίγο τον έκειρε μοναχό με το όνομα Ιλαρίων. Η δίψα όμως του αγίου για μετάνοια εθέρμαινε διαρκώς μέσα του τον πόθο να μιμηθή τον Κύριο δια του μαρτυρίου.
Διαβλέποντας ο γέροντάς του ότι ο σκοπός του ήταν κατά Θεόν, συγκατένευσε στην επιθυμία του, και ο άγιος επανερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη παρουσιάσθηκε στα ανάκτορα. Μπροστά στον Μπας αγά ομολόγησε με παρρησία ότι ήταν χριστιανός, αναθεμάτισε την ομολογία της τουρκικής πίστεως και ποδοπάτησε το σαρίκι. Με διαταγή του αγά τον βασάνισαν σκληρά και τέλος τον απεκεφάλισαν στις 20 Σεπτεμβρίου 1804.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος πρώτος, Σεπτέμβριος. Εκδόσεις Ορμύλια, 2001, σελ. 216.