
Ο Δημήτρης – μετέπειτα μοναχός Δανιήλ Κατουνακιώτης – ένα πρωί πήρε την απόφαση. Με την ευλογία του Πνευματικού του, σε ηλικία δεκαεννέα ετών, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και ξεκίνησε να βρει το λιμάνι της ψυχής του. Κανένας δεν ήξερε τίποτε.
Είχε ακούσει πως στην Πελοπόννησο και στα νησιά του Αιγαίου, υπάρχουν ιερά προσκυνήματα και μοναστήρια με ενάρετους μοναχούς και σκέφθηκε να τα περιοδεύσει. Επισκέφθηκε το Μέγα Σπήλαιο, την Αγία Λαύρα, την Ύδρα, την Τήνο, την Πάρο κλπ. Στην Πάρο, στο μονύδριο του Αγίου Γεωργίου βρήκε τον Πνευματικό π. Αρσένιο, που ασκήτευε εκεί και ζωντανός ακόμα τιμόταν σαν όσιος.
Η συνάντησή του με τον άγιο εκείνον ασκητή υπήρξε σταθμός στη ζωή του. Παρακάλεσε μάλιστα να μείνει κοντά του. Ο ασκητής όμως, φωτισμένος όπως ήταν από το Θεό, του υπέδειξε την ασκητική παλαίστρα: Να πας, παιδί μου, καλύτερα στο Άγιον Όρος, στο Κοινόβιο του Αγίου Παντελεήμονος.
Τον ενίσχυσε πολύ στο ξεκίνημά του. Του έδωσε από την πείρα του σοφές οδηγίες και συμβουλές. Στο τέλος μάλιστα, προείπε πως θα τελειώσει τη ζωή του στους πρόποδες του Άθω, όπως και έγινε.
Η μητέρα του Δημήτρη σ’ όλο αυτό το διάστημα ήταν απαρηγόρητη.
Να φύγει κρυφά! έλεγε και ξανάλεγε. Να φύγει χωρίς να μου πει τίποτε! Αυτό δεν μπορώ να του το συγχωρήσω. Γιατί; Μήπως εγώ δε σέβομαι το Θεό; Γιατί δε ζήτησε την ευχή μου; Ω, Παναγία μου, σε θερμοπαρακαλώ, μην επιτρέψεις να γίνει μοναχός, αν δεν έρθει να με αποχαιρετήσει και να πάρει την ευχή μου.
Μετά την Πάρο ο Δημήτρης επισκέφθηκε την Ικαρία, όπου γνώρισε ενάρετους μοναχούς και έλαβε μεγάλη ωφέλεια. Ανάμεσά τους ξεχώριζε σαν φωτεινό αστέρι ο Ιερομόναχος Ισίδωρος, μαθητής του θαυμαστού αββά Απολλώ, «του μετά θάνατον ευωδιάσαντος».
Ενώ η ευσεβής μητέρα ικέτευε τη Θεοτόκο, το πλοίο με τον γιό της έφευγε από την Ικαρία, περνούσε τη Χίο και έπλεε προς βορράν. Τότε – πράγμα ανέλπιστο – ένας αντίθετος άνεμος το ανάγκασε να πλεύσει και να προσορμισθεί στο λιμάνι της Σμύρνης.
Ο Δημήτρης, χωρίς να το περιμένει, έπειτα από απουσία εννέα μηνών βρέθηκε στην πατρίδα του. Με τις επίμονες παρακλήσεις κάποιου παλιού φίλου του, που συνάντησε στην προκυμαία, αποφάσισε να επισκεφθεί το σπίτι του. Η μητέρα είδε το γεγονός σαν θαύμα και δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει τη Θεοτόκο, γιατί άκουσε τις προσευχές της. Όταν αργότερα ο γιός της φιλούσε το χέρι της και την αποχαιρετούσε, του ευχήθηκε δακρυσμένη: Τώρα, παιδί μου, πορεύου εν ειρήνη και η χάρις του Θεού να σε προστατεύει στο δρόμο που διάλεξες.
Ας σημειωθεί πως η ευσεβής αυτή γυναίκα απέθανε το 1892 στον Επάνω Μαχαλά της Σμύρνης, αφού αξιώθηκε εξ αποκαλύψεως να προγνωρίσει την ημερομηνία του θανάτου της. Από τέτοιες ευλογημένες και άγιες μητέρες πώς να μη προέλθουν άγιοι βλαστοί!
Το πλοίο, έπειτα από την απρόσμενη παρέκκλιση, συνέχισε κανονικά την πορεία του και περνώντας από τη Λήμνο, κατευθύνθηκε προς το Άγιον Όρος.
Η κορφή του Άθω φάνταζε γεμάτη ιερή μεγαλοπρέπεια στα μάτια του εκστατικού επιβάτη. Οι μεγάλες μονές πρόβαλαν μία-μία σαν κάστρα πνευματικά, που τα έστησαν εκεί οι εραστές του Θεού, προμαχώνες ηρωισμού στον πόλεμο «προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας του σκότους». Και η Θεοτόκος, η Κυρία του τόπου, την Οποία τόσο ευλαβείτο ο Δημήτρης, η Υπέρμαχος Στρατηγός, ενίσχυε από ψηλά με τη χάρη Της τους αγώνες των παιδιών Της.
Δεν τον απασχολούσε το πού θα πάει. Ο π. Αρσένιος του είχε υποδείξει το στίβο. Ήξερε, λοιπόν, ότι τον περιμένει το Κοινόβιο του Αγίου Παντελεήμονος.
Από το βιβλίο: Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές 4. Δανιήλ Κατουνακιώτης. Έκδοση 11η. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σελ. 15.
Η φυγή από τον κόσμο του αγίου Δανιήλ του Κατουνακιώτη