
Μετά την κοίμηση του οσίου Θεοδοσίου, ηγούμενος της ιεράς μονής των Σπηλαίων έγινε ο μακάριος Στέφανος.
Ο όσιος Στέφανος ήταν πολύ δραστήριος και φρόντισε μ’ επιμέλεια για την κτιριακή ολοκλήρωση της μονής. Με τη χάρη του Θεού και τις πρεσβείες των οσίων Αντωνίου και Θεοδοσίου ολοκλήρωσε πολύ σύντομα την εκκλησία, περιμάντρωσε τη μονή και μετέφερε εδώ την αδελφότητα από το παλαιό μοναστήρι των Σπηλαίων, που το χρησιμοποιούσαν πια μόνο για τον ενταφιασμό των αδελφών. Εκεί έμειναν μόνο λίγοι μοναχοί για την επιτήρηση και συντήρησή του.
Ο όσιος Στέφανος όρισε να τελείται καθημερινά η θεία Λειτουργία στη μονή, για τις ψυχές των μακαρίων κτιτόρων και των κεκοιμημένων αδελφών, καθώς και για τη σωτηρία των ζώντων αδελφών και όλων των ορθοδόξων χριστιανών.
Η χάρη του Θεού σκέπαζε προστατευτικά τον άγιο εκείνο τόπο και παρείχε στο μοναστήρι και στην αδελφότητα ό,τι είχε ανάγκη.
Ο επίβουλος διάβολος όμως, βλέποντας τον ένθεο ζήλο του Στεφάνου, πληγώθηκε από φθόνο και κακία. Ξεσήκωσε λοιπόν μερικούς αδελφούς εναντίον του αγίου ηγουμένου τους και δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στην αδελφότητα. Ο όσιος όχι μόνο απομακρύνθηκε από την ηγουμενία, αν και είχε εκλεγεί ομόφωνα από τους αδελφούς, αλλά και από τη μονή διώχτηκε αναίτια.
Ωστόσο τα υπέμεινε όλα αγόγγυστα, χωρίς παράπονο ή μνησικακία. Η καρδιά του ήταν γεμάτη αγάπη για τ’ αχάριστα πνευματικά του τέκνα, από τα οποία είχε χωριστεί σωματικά, όχι όμως και ψυχικά. Αδιάλειπτα προσευχόταν γι’ αυτά στο Θεό, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του προστάτη του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην».
Και ο Θεός ευλόγησε τόσο τον πιστό δούλο Του, ώστε αξιώθηκε σε λίγο καιρό να χτίσει μοναστήρι στο Κλοβ, όχι μακριά από τη Λαύρα των Σπηλαίων, με πέτρινο ναό αφιερωμένο στην κατάθεση της τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου.
Η αρετή του οσίου Στεφάνου προσείλκυσε πολλές ευσεβείς ψυχές, που ήρθαν κοντά του και δέχτηκαν από τα χέρια του το μοναχικό σχήμα. Ακολουθώντας απαρασάλευτα το τυπικό της Λαύρας των Σπηλαίων, οι αδελφοί της μονής του Κλοβ, με υπόδειγμα τη ζωή του αγίου ηγουμένου τους, προόδευαν διαρκώς πνευματικά.
Η φήμη του οσίου Στεφάνου απλώθηκε σ’ όλη τη ρωσική γη. Γι’ αυτό, όταν στα 1091 ο επίσκοπος του Βλαντιμίρ εκοιμήθη, ο όσιος χειροτονήθηκε αρχιερεύς και διάδοχός του από το μητροπολίτη Κιέβου Ιωάννη.
Έχοντας τώρα το υψηλό αξίωμα της αρχιερωσύνης, ο όσιος Στέφανος αύξησε τους ασκητικούς του αγώνες, ποιμαίνοντας με ζήλο και φόβο Θεού το ποίμνιο που του εμπιστεύθηκε η πρόνοια του Κυρίου. Ήταν «τύπος των πιστών εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία». Έτσι αγιάστηκε και στεφανώθηκε από τον Κύριο με το αμάραντο στεφάνι της θείας δόξης.
Ο μακάριος ιεράρχης εκοιμήθη ειρηνικά στις 23 Απριλίου του 1094.
Από το βιβλίο: Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου. Έκδοση δεκάτη. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2009, σελ. 101.