
Η αληθινή ζωή, που περιέχει νόημα και σκοπό, προέρχεται από την πηγή της ζωής, τον Θεό, και κατευθύνεται προς αυτόν. Η αποσύνδεση από τον Θεό νεκρώνει τον άνθρωπο. Αυτό δηλώνει και η φράση του Χριστού προς εκείνον που ζήτησε να τον ακολουθήσει, αφού προηγουμένως επιστρέψει, για να θάψει τον πατέρα του: «Άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς» (Ματθ. 8:22).
Η πραγματική ζωή βρίσκεται με την υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου. Ο φθαρτός και θνητός άνθρωπος βρίσκει την αιώνια και αθάνατη ζωή με την μετοχή του στην άκτιστη θεία ζωή. Αυτό το προσφέρει η συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, και ιδιαίτερα στο Βάπτισμα και την θεία Ευχαριστία: «Εάν μη τις γεννηθή άνωθεν, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του Θεού» (Ιω. 3:3)· και «εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς» (Ιω. 6:53).
Η εν Χριστώ ανακαίνιση δεν περιορίζεται στον νου ή την ψυχή του ανθρώπου, αλλά επεκτείνεται σε ολόκληρη την ύπαρξή του. Η χάρη του Θεού αγιάζει τους ανθρώπους «ολοτελείς» (βλ. Α’ Θεσ. 5:23). Αυτό σημαίνει ότι και το σώμα δέχεται την ανακαινιστική χάρη του Θεού· γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος (βλ. Α’ Κορ. 6:19). Γι’ αυτό η περιφρόνησή του δεν έχει θέση στην Εκκλησία. Ο Χριστιανός αποστρέφεται και πολεμά το σαρκικό φρόνημα, όχι την σάρκα.
Κακή δεν είναι η σάρκα αλλά η αμαρτία. Η κακοπάθεια και η ταλαιπωρία του σώματος δεν αποβλέπουν στην καταστροφή της σάρκας, αλλά στην χαλιναγώγηση των επιθυμιών και την κατανίκηση των παθών, που εμποδίζουν την χάρη του Θεού να φανερωθεί στον άνθρωπο. Οι ασκητές υπομένουν εκούσιες στερήσεις, για να πολεμήσουν την αμαρτία και να γίνουν δεκτικότεροι στην χάρη του Πνεύματος.
Εξάλλου η νοερή φύση της ψυχής δεν την προστατεύει από την αμαρτία ούτε την φέρνει πλησιέστερα στον Θεό. Αντίθετα μάλιστα ο νους του ανθρώπου είναι «πρωτοπαθής»· αυτός επαναστάτησε πρώτος εναντίον του Θεού και συμπαρέσυρε την σάρκα. Γι’ αυτό τα πάθη του νου είναι βαρύτερα από τα σαρκικά. Ο εκπεσμένος άνθρωπος βρίσκεται μακριά από τον Θεό ως ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη. Και ο καινός εν Χριστώ άνθρωπος είναι κοντά στον Θεό και ζει την ανακαινιστική χάρη του ως ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη.
Ο Χριστός ελευθερώνει τον άνθρωπο από το παρά φύση, όπου τον οδήγησε η πτώση, τον επαναφέρει στο κατά φύση και ανοίγει την προοπτική για το υπέρ φύση, δηλαδή για την ένωση με τον Θεό και την θέωση. Ο άνθρωπος που στράφηκε προς το μη ον, αποκτά εν Χριστώ και πάλι την δυνατότητα να επιστρέψει στο ον. Προσλαμβάνεται στο σώμα του Χριστού και συνάπτεται με το είναι του Θεού, που αποτελεί και το όντως Ον. Όταν απομακρύνεται από τον Θεό, απομακρύνεται και από το είναι. Η διατήρησή του στο είναι πραγματοποιείται κατά την επίγεια ζωή του ως διαρκής νίκη εναντίον του μη όντος.
Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική. Δεύτερος τόμος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 517.
Η εν Χριστώ ανακαίνιση