Ας επιστήσουμε την προσοχή μας σε δύο σημεία της σημερινής αποστολικής περικοπής.
α’. «Πας ο πιστεύων επ’ αυτώ ου καταισχυνθήσεται». Είναι απόλυτη και κατηγορηματική η διαβεβαίωση αυτή του προφήτη Ησαΐα, την οποία επαναλαμβάνει ο απόστολος Παύλος. Καθένας που πιστεύει στον Χριστό δεν θα ντροπιασθεί. Πότε ντροπιάζεται κανείς; Όταν σε κάποιον ή σε κάτι στηρίζει τις ελπίδες και τις προσδοκίες του και αργά ή γρήγορα βλέπει να διαψεύδονται, γιατί αυτός, στον οποίο στηρίχθηκε, δεν ήθελε ή δεν ήταν σε θέση να του δώσει αυτό που περίμενε. Ντροπιάζεται τότε, γιατί βλέπει ότι έκανε λάθος. Και το λάθος αυτό έχει σοβαρότατες συνέπειες, όταν πρόκειται για τη μεγάλη υπόθεση της σωτηρίας μας.
Έτσι οι Ιουδαίοι περίμεναν τη σωτηρία από την τήρηση του νόμου. Ο νόμος βέβαια ήταν καλός και άγιος, ο σκοπός του όμως δεν ήταν να δώσει ο ίδιος τη σωτηρία, αλλά να οδηγήσει στον σωτήρα. Έτσι οι Ιουδαίοι απέτυχαν στις ελπίδες τους και καταισχύνθηκαν. Οι εθνικοί πάλι στήριζαν τις ελπίδες τους στους ψεύτικους θεούς, στους οποίους πίστευαν και τους οποίους φαντάζονταν σαν ανθρώπους, με όλες μάλιστα τις αδυναμίες των ανθρώπων, ή και σαν ζώα. Ήταν έθνος ασύνετο· δεν είχαν τη στοιχειώδη σύνεση, για να καταλάβουν ότι από τέτοιους θεούς τίποτε δεν μπορούσαν να περιμένουν.
Όταν όμως Ιουδαίοι και εθνικοί, όσοι ήταν καλοπροαίρετοι, δέχθηκαν το κήρυγμα και πίστεψαν στον Χριστό, διαπίστωσαν ότι μόνο σ’ αυτόν μπορούσαν να στηρίζουν τις ελπίδες τους χωρίς φόβο να ντροπιασθούν. Με τη χάρη της σταυρικής θυσίας του Κυρίου, με τον φωτισμό και την ενίσχυσή του, αναγεννήθηκαν και ανακαινίσθηκαν, έγιναν νέοι άνθρωποι, λυτρωμένοι και χαριτωμένοι. Και σήμερα πολλοί στηρίζουν τις ελπίδες τους για τη λύτρωση από το κακό και για την πνευματική τους πρόοδο στα γράμματα, στις τέχνες, στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, στα διάφορα πολιτικά και κοινωνικά συστήματα.
Είναι άραγε ανάγκη να πούμε ότι όλοι αυτοί θα καταισχυνθούν και θα μετανοιώσουν, αν δεν έχουν ήδη καταισχυνθεί; Ας θυμηθούμε μόνο την πρόσφατη κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, που τόσες υποσχέσεις είχαν δώσει για ισότητα, δικαιοσύνη, ευημερία. Πόσοι δεν είχαν στηρίξει σ’ αυτά τις ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή! Και αντί γι’ αυτά που περίμεναν, βρήκαν τη μεγαλύτερη αδικία και τη φρικτότερη καταπίεση. Ντροπιασμένοι και απογοητευμένοι τα απορρίπτουν τώρα με αηδία και περιφρόνηση και στρέφονται, πού αλλού; στη χριστιανική πίστη· γιατί βλέπουν ότι μόνο εκεί υπάρχει αληθινή σωτηρία.
Ας ευλογούμε τον Θεό, γιατί μας αξίωσε να βρισκόμαστε στην πίστη αυτή και ελεύθερα να την εκδηλώνουμε και να την καλλιεργούμε. Και ας είμαστε βέβαιοι ότι, αν η πίστη μας είναι αληθινή, θερμή, ζωντανή, δεν πρόκειται να καταισχυνθούμε ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στη μέλλουσα. Γιατί «πας ο πιστεύων επ’ αυτώ ου καταισχυνθήσεται».
![]()
β’. «Πώς ακούσουσι χωρίς κηρύσσοντος;» Ιδιαιτέρως υπογραμμίζει ο Παύλος στη σημερινή περικοπή τη σημασία και την αναγκαιότητα του χριστιανικού κηρύγματος. Για να πιστέψουν οι άνθρωποι, πρέπει να ακούσουν· και για να ακούσουν πρέπει να γίνεται κήρυγμα. Το κήρυγμα λοιπόν είναι απολύτως απαραίτητο για τη διάδοση και την καλλιέργεια της χριστιανικής πίστεως. «Κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει», παρήγγειλε ο Κύριος στους αποστόλους (Μαρκ. 16:15). Με το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου ιδρύθηκε η πρώτη Εκκλησία στην Ιερουσαλήμ. Με το κήρυγμα των αποστόλων εξαπλώθηκε και στερεώθηκε η χριστιανική πίστη σε όλες τις χώρες. Με το κήρυγμα και σήμερα εξακολουθεί να απλώνεται και να οικοδομείται η Εκκλησία.
Το κήρυγμα στην αρχή ήταν προφορικό. Σύντομα όμως έγινε και γραπτό με τις επιστολές των αποστόλων και τα Ευαγγέλια, για να ακολουθήσει μια μακρά σειρά επιστολών, ομιλιών και άλλων συγγραμμάτων των πατέρων και των άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων, με τα οποία ερμηνεύεται η αγία Γραφή και οικοδομείται το πλήρωμα της Εκκλησίας. Σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας πλήθος πνευματικών και οικοδομητικών βιβλίων, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά κήρυγμα χριστιανικό.
Έχουμε λοιπόν άφθονο το γραπτό κήρυγμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το προφορικό κήρυγμα έχασε τη σημασία του και δεν είναι απαραίτητο. Τουναντίον εξακολουθεί να έχει πάντα βασική σημασία, γιατί είναι το ζωντανό κήρυγμα, που απευθύνεται σε όλους, ακόμη και στους αγραμμάτους. Το προφορικό κήρυγμα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τη θεία λατρεία· είναι στοιχείο απαραίτητο της θείας Λειτουργίας, συνέχεια των αγιογραφικών αναγνωσμάτων, του Αποστόλου και του Ευαγγελίου. Στο προφορικό κήρυγμα όμως περιλαμβάνονται και οι ομιλίες που γίνονται σε άλλες ώρες, είτε στον ναό είτε στην ενοριακή αίθουσα είτε οπουδήποτε αλλού.
Αναγκαίο λοιπόν και απαραίτητο είναι το κήρυγμα. Αλλά το κήρυγμα γίνεται για να το ακούμε. Αυτό είναι το χρέος και το συμφέρον μας. Και είναι αποκαρδιωτικό να βλέπουμε Χριστιανούς να φεύγουν από τον ναό την ώρα ακριβώς που αρχίζει το κήρυγμα ή να αδιαφορούν για τις ευκαιρίες που τους παρέχονται να ακούσουν κήρυγμα. Ας μην περιφρονούμε λοιπόν το κήρυγμα. Με το κήρυγμα σπέρνεται και ριζώνει ο λόγος του Θεού στις ψυχές μας και με αυτό επίσης αυξάνεται και καρποφορεί. Ας ακούμε με προσοχή το κήρυγμα που γίνεται στον ναό· ας τρέχουμε με προθυμία στο κήρυγμα που γίνεται στις αίθουσες· ας συμπληρώνουμε τις χριστιανικές μας γνώσεις με τη μελέτη του γραπτού κηρύγματος.
Το κήρυγμα είναι οι προσκλήσεις του Θεού. Και μας απευθύνει αδιάκοπα τέτοιες προσκλήσεις ο Θεός. «Όλην την ημέραν εξεπέτασα τας χείρας μου», λέει και σ’ εμάς. Από μας εξαρτάται να μη γινόμαστε «λαός απειθών και αντιλέγων», αλλά να δεχόμαστε και να αξιοποιούμε τις προσκλήσεις του Θεού για την πνευματική μας καλλιέργεια, για τη σωτηρία μας.
Από το βιβλίο: Πρωτοπρεσβ. Κωνσταντίνου Παπαγιάννη (†), ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2021, σελ. 179.

