Η παραβολή του άφρονος πλουσίου (Λουκ. 12.16-21) θέτει επί τάπητος την υπόθεση του πλούτου, αλλά και γενικότερα των ανέσεων που χορηγεί ο πλούτος στον υλόφρονα άνθρωπο. Και ξεσκεπάζει τη ματαιότητα της επίγειας ζωής· είναι αστάθμητη, επισφαλής και φθαρτή η επίγεια ζωή, είτε του φτωχού και ασήμου είτε του πλουσίου και τρανού.
Είπε στον πλούσιό μας ο Θεός, σε όνειρο προφανώς: «Άφρων, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται»;
Σε όνειρο ο ταλαίπωρος πλούσιος άκουσε –αργά και ανώφελα πιά– τη μεγάλη αλήθεια πως η ζωή αυτή είναι όνειρο απατηλό. Μόλις τότε ξύπνησε από τις τρυφηλές ψευδαισθήσεις του και κατάλαβε πως το όνειρο που είχε δει ήταν η πραγματικότητα, ενώ η “πραγματικότητα” που είχε ζήσει μέχρι τότε ήταν όνειρο, πως απλώς ήταν περαστικός από τη γη. «Ο βίος μου είναι ελαφρότερος από δρομέα», διαπίστωνε ο πολύαθλος Ιώβ (9.25).
Πράγματι μοιάζουμε με τον δρομέα, που τα πόδια του πριν σχεδόν πατήσουν στο έδαφος ξανασηκώνονται. Δεν πατάει σταθερά και μόνιμα πουθενά. Φεύγει, χάνεται. Τίποτε βέβαιο και παντοτινό υπό τον ήλιο. Ο Βίκτωρ Ουγκό σε ένα ποίημά του προς τιμή του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Β’ παρατηρεί ότι όλα τα πράγματα της γης, δόξα, πολεμική τύχη, αστραφτερά στέμματα και πραγματοποιημένες φιλοδοξίες, κάθονται πάνω μας όπως το πουλί πάνω στη στέγη μας.
Εφήμερη, μάταιη και φθαρτή η δόξα και τα αξιώματα και η φήμη. Το συμπέραινε πικρά ο Μέγας Ναπολέων εξόριστος πια στην Αγία Ελένη, όπως συμπέραινε και την αστάθεια και αναξιοπιστία των δήθεν φίλων του όσο ήταν ισχυρός (Επισκόπου Τιμοθέου Αναστασίου, Το Κυριακόν, τόμ. Α’, Εν Αθήναις 1920, σελ. 255-256).
Και αν είναι μάταιη η δόξα, ακόμη πιο μάταιη είναι η ματαιοδοξία, που συνήθως είναι απόρροια του πλούτου. Αυτός φουσκώνει τα μυαλά και ο ανόητος υποτελής του νομίζει ότι τα ξέρει όλα και έχει γνώμη για όλα.
Ματαιοδοξία μεγάλη είναι και το να καυχάται κανείς για ικανότητες και προσόντα που δεν οφείλονται σε αυτόν αλλά του δόθηκαν, όπως π.χ. για την ευγενική του καταγωγή, το παρουσιαστικό του, την καλλιφωνία του ή, ακόμη χειρότερο, να ματαιοδοξεί για μάταια και χαμηλά εξωτερικά πράγματα, όπως π.χ. για το ντύσιμό του, τα κοσμήματά του κλπ. Τι να πούμε δε όταν κενοδοξεί για όσα έπρεπε να ντρέπεται, όπως π.χ. για αμαρτωλές τρυφές, για ευτραπελία, για “δεξιοτεχνία” στα ψέματα κλπ.
Ο κοσμοξάκουστος βασιλιάς Σολωμών, ο πιο πλούσιος, σοφός, φημισμένος στα πέρατα μονάρχης των Ισραηλιτών, αφού απόλαυσε αφθονοπάροχα όλες τις χάρες της γης, αποφάνθηκε απογοητευμένος: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» (Εκκλ. 1.2).
Μα το ίδιο είχε διαπιστώσει πριν από αυτόν ο πατέρας του Δαβίδ: «[Ο] άνθρωπος με ματαιότητα ομοιώθηκε, οι μέρες του σαν σκιά περνούν» (Ψαλμ. 143.4).
Τα πάντα είναι στην ουσία μάταια και κίβδηλα, αφού καταλήγουν στον θάνατο. Μπορεί στη ζωή του να είναι κανείς εύπορος, μπορεί και όχι· ένδοξος, μπορεί και όχι· υγιής, μπορεί και όχι· σοφός, μπορεί και όχι. Όλα αβέβαια και ασταθή. Ένα το βέβαιο και πρόδηλο για όλους ανεξαιρέτως, ο θάνατος, η εξαφάνιση των πρόσκαιρων.
Και όμως! Το μοναδικό αυτό και αληθινό προσπαθεί να το λησμονεί ο άνθρωπος. Πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος, αν μας περνούσε από τον νου κάπου-κάπου ο θάνατος. «Να θυμάσαι τα τέλη σου, και δεν θ’ αμαρτήσεις στον αιώνα», συμβούλευε ο σοφός Σειράχ (7.36).
Βέβαια· αν είχαμε διαρκώς στο μυαλό μας ότι τα παρόντα δεν είναι μόνιμα, ότι είμαστε περαστικοί και πλάνητες σε τούτο τον πλανήτη, και ότι κάποτε θα λογοδοτήσουμε για τη βιοτή μας, πόσο πιο προοδευμένοι θα ήμασταν, πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος! «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (Εβρ. 9.27).
Τέτοια κάνουν τους μοναχούς να βγαίνουν από τον κόσμο και να κρατούν τη λεγόμενη «μνήμη θανάτου». Ο τάφος αποτελεί την απόδειξη καί αποθέωση και το έμβλημα της ματαιότητας. «Όλα ματαιότητα τα ανθρώπινα, όσα δεν υπάρχουν μετά θάνατο· δεν παραμένει ο πλούτος, δεν συνοδεύει η δόξα· γιατί όταν επήλθε ο θάνατος, πάντα ταύτα εξαφανίσθηκαν», ψάλλει με σκεπτικισμό ο άγιος Δαμασκηνός Ιωάννης (Νεκρώσιμη Ακολουθία Ιδιόμελο Ήχος Γ’). Η νεκρώσιμη ακολουθία κρύβει πολλή φιλοσοφία. Αυτός είναι ο πραγματικός ρεαλισμός. Να βλέπεις τα πράγματα στο βάθος τους και όχι επιφανειακά.
Δεν είναι μόνιμα και οριστικά τα παρόντα. «Ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού», μας εφιστά την προσοχή η Γραφή (Α’ Ιω. 2.17). «Τα πάντα ρέουν», διαπίστωνε ο Ηράκλειτος. Η ζωή είναι ποτάμι που κυλάει και φεύγει. Παρερχόμαστε.
Οι κορυφαίοι –και μόνο;– απόστολοι προέτρεπαν τους χριστιανούς να νιώθουν ξένοι και πάροικοι και παρεπίδημοι (Α’ Πέτρ. 2.11· Εβρ. 11.13), όπως αισθανόταν ο Αβραάμ στη Χαναάν (Γεν. 23.4). «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν» (Εβρ. 13.14)· «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. 3.20).
Τελειώνοντας ας θυμηθούμε την παραίνεση της Κλίμακος (3.42-43) να πιστεύουμε σε όνειρα που σχετίζονται με την Κρίση και μας προκαλούν συντριβή και κατάνυξη και όχι σε αγγελοφάνειες δήθεν και στα όμοια που προκαλούν εγωϊστική χαρά και δεν είναι τίποτε άλλο παρά διαβολοφάνειες. Η πραγματικότητα ήταν το όνειρο που είδε σήμερα ο πλούσιος.
Ιερομόναχος Ιουστίνος