Λατρεία και προσευχή

Για την παράθεση εαυτών και αλλήλων στον Θεό

Αφού προσευχηθούν για όλα, ο ιερεύς καλεί τους παρευρισκόμενους πιστούς να παραθέσουν τους εαυτούς των στον Θεό, λέγοντας: «Της παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, μετά πάντων των Αγίων μνημονεύσαντες, εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».

Αλλά δεν ανήκει σε όλους να παραθέτουν τον εαυτό τους στον Θεό. Διότι δεν αρκεί μόνο να το πει κανείς, πρέπει να συμφωνήσει και ο Θεός. Αυτό οπωσδήποτε απαιτεί παρρησία προς τον Θεό, και την παρρησία την προξενεί η καθαρή συνείδηση, όταν η καρδιά μας δε μας κατηγορεί (Α’ Ιω. 3:21), όταν φροντίζουμε τα του Θεού, όταν για χάρη της φροντίδας που έχουμε στα του Θεού καταφρονούμε τα δικά μας. Διότι τότε εμείς οι ίδιοι παραιτούμαστε από τη φροντίδα για τον εαυτό μας και την παραθέτουμε με ασφάλεια στον Θεό, με βέβαιη πίστη ότι θα δεχθεί την παρακαταθήκη του εαυτού μας και θα τη φυλάξει. Επειδή λοιπόν το πράγμα αυτό απαιτεί τόση σοφία και επιμέλεια, γι’ αυτό, άλλοτε μεν καλούμε σε βοήθεια την Παναγία Μητέρα του Θεού και όλη τη χορεία των Αγίων και έτσι κάνουμε την παράθεσή μας στον Θεό (διότι το ρήμα «μνημονεύσαντες» έχει τη σημασία του να καλέσουμε, να δεηθούμε)· άλλοτε δε, αφού ζητήσουμε πρωτύτερα «την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος», κατόπιν παραθέτουμε στον Θεό «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών».

Τι είναι η ενότητα της πίστεως; «Ο δίψυχος άνθρωπος, λέγει, είναι ακατάστατος σε όλες του τις ενέργειες» (Ιακ. 1:8)· δίψυχο εννοεί τον αμφίβολο και σε όλα αβέβαιο. Ο τέτοιος άνθρωπος κλίνει και προς τις δύο πλευρές και προς καμιά δε βαδίζει σταθερά. Το αντίθετο από αυτό δηλώνει η ενότητα: το μόνιμο, το βέβαιο, το σταθερό. Πράγματι, αυτός που πιστεύει με βεβαιότητα κάτι, ένα γνωρίζει γι’ αυτό, ή ότι είναι, ή ότι δεν είναι. Ο αμφίβολος όμως γίνεται φανερός και από την ονομασία του ότι κλίνει και προς τα δύο.

Αυτό είναι λοιπόν η ενότητα της πίστεως: κάτι το ακλόνητο, το απαλλαγμένο από κάθε αμφιβολία.

Η δε κοινωνία του Αγίου Πνεύματος σημαίνει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και λέγεται κοινωνία διότι, αφού ο Κύριος γκρέμισε δια του σταυρού το μεσότοιχο του φραγμού (Εφ. 2:14) που υπήρχε ανάμεσα στον Θεό και σ’ εμάς, έπρεπε πλέον εκείνοι που ήταν πρωτύτερα χωρισμένοι και δεν είχαν τίποτε κοινό μεταξύ τους, να έρθουν σε επαφή και κοινωνία. Αυτό το πραγματοποίησε η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος επάνω στους Αποστόλους. Έκτοτε το άγιο βάπτισμα και όλη η πηγή των θείων χαρίτων ανοίχθηκε για τους ανθρώπους και, κατά τον μακάριο Πέτρο, γίναμε «κοινωνοί θείας φύσεως» (Β’ Πετρ. 1:4).

Χρειάζονται λοιπόν και η βέβαιη πίστη και η βοήθεια του Αγίου Πνεύματος σ’ εκείνον που θέλει να παραθέσει καλώς τον εαυτό του στον Θεό.

Και όχι μόνο τον εαυτό του ο καθένας, αλλά και “αλλήλους” να παραθέτουμε στον Θεό. Διότι πρέπει όχι μόνο το δικό του καλό να ζητεί ο καθένας, αλλά και το καλό των άλλων, σύμφωνα με το νόμο της αγάπης (Α’ Κορ. 10:24).

 

Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας. Μετάφραση Αντ. Γαλίτη. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, σελ. 59.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Για την παράθεση εαυτών και αλλήλων στον Θεό

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.