
Ο πατέρας μου Αναστάσιος Κοκτσίδης – μαρτυρεί ο Γεώργιος Κοκτσίδης από την Δράμα – γεννήθηκε το 1884 στο χωριό Γιαζλάκιοϊ, 35 χιλιόμετρα από την Αμισό (Σαμψούντα) του Πόντου. Νυμφεύθηκε και απέκτησε επτά παιδιά.
Το 1914 έγινε επιστράτευση γενική, γιατί είχε αρχίσει ο ρωσσοτουρκικός πόλεμος.
Ο πατέρας μου τότε πήρε την οικογένειά του, έφυγε στα βουνά και κατατάχτηκε στο αντάρτικο, στον καπετάνιο Χρήστο Τσαούς Αβραμίδη μέχρι το 1922.
Τον πατέρα μου, πριν προλάβη να φύγη για την Ελλάδα, τον έπιασαν ως αντάρτη και τον έκλεισαν στο κρατητήριο ολομόναχο. Οι στιγμές που περνούσε ήταν γεμάτες φόβο και αγωνία. Ξαφνικά έλαμψε κάτι σαν αστραπή και ακούστηκε ένας θόρυβος. Μισοκοιμισμένος άκουσε κάποιο ψίθυρο: «Εμπρός». Είδε μπροστά του τον άγιο Γεώργιο που τον ευλαβείτο πάρα πολύ.
Είχε κυριευθή από αμηχανία και όρθιος μες στο σκοτάδι διέκρινε διανοιγμένο χώρο εξόδου. Προχώρησε μέχρι που βρέθηκε έξω από το στρατόπεδο. Η περιοχή ήταν έρημη και επικρατούσε άκρα ησυχία. Πήρε μία κατεύθυνση και με γρήγορο βάδην έφθασε σε κατοικημένη περιοχή, όταν άρχιζε να χαράζη. Προσανατολίστηκε και μετά συνάντησε την οικογένειά του.
Όταν πολλές φορές αργότερα διηγείτο την διάσωσή του, τόνιζε ότι δεν ήταν όνειρο αλλά πραγματικότητα.
Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Α’, Άγιον Όρος 2009, σελ. 335.