
Ο παπα-Τύχων αγαπούσε πολύ την μελέτη. Διάβαζε δύο-τρεις ώρες και γλυκαινόταν. Έλεγε: «Τι γλυκός που είναι ο αββάς Ισαάκ!». Είχε διαβάσει δύο-τρεις φορές τα Άπαντα του αγίου Χρυσοστόμου.
Όλη τη νύχτα δεν εκοιμάτο σχεδόν καθόλου. Μόλις νύχτωνε καλούσε τους πατέρες στην Εκκλησία χτυπώντας τον τοίχο. Μέχρι προ του Μεσονυκτίου έκαναν προσευχή στο Εκκλησάκι και έψαλλε ο ίδιος. Τους έλεγε να κάθωνται σε κάποιες στιγμές, ύστερα πάλι όρθιοι. Εύχονταν για τους ευεργέτες και για όσους τους βοηθούσαν, και ύστερα πήγαιναν στα κελλιά τους. Έλεγε στα καλογέρια του: «Έχει ευλογία να κάνετε όσες μετάνοιες θέλετε, και αν μπορήτε να αγρυπνήσετε όλη τη νύχτα».
Έλεγε ο παπα-Τύχων ότι μέσα στα Μοναστήρια υπάρχουν αγωνιστές και προχωρημένοι πατέρες. Ένας από αυτούς είναι στου Καρακάλλου (παπα-Ματθαίος), ένας στων Ιβήρων (παπα-Θανάσης, ο οποίος και εξωμολογείτο στον παπα-Τύχωνα), και ένας στου Εσφιγμένου (παπα-Θανάσης).
Έλεγε ο Γέροντας: «Μετά από τρία χρόνια παραμονή στο Κοινόβιο, ο μοναχός είναι για πόλεμο» (πνευματικό).
«Οι καλές συνήθειες είναι αρετές και οι κακές είναι πάθη».
«Ο καλόγερος να μην έχη σχέση με τα ζώα, γιατί αυτά του παίρνουν το νου και την καρδιά. Διότι, αντί να δώση την αγάπη του στον Θεό, μοιράζεται στα ζώα». Ανέφερε ότι ο άγιος Βασίλειος απαγορεύει στον μοναχό που θα χαϊδέψει γάτα ή σκύλο, να κοινωνήση.
«Η ευχή το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” είναι σιτάρι καθαρό. Ο καλός υποτακτικός μπορεί να αποκτήση την ευχή».
«Με την μελέτη της Αγίας Γραφής, αν δεν προσέξη κανείς, μπορεί να πλανηθή, όπως ο Ωριγένης».
«Καλύτερα τρεις μετάνοιες με ταπείνωση, παρά χίλιες με υψηλοφροσύνη».
«Μόνο η ταπείνωση θα μας σώσει. Ταπεινόφρονες πραγματικούς πολύ λίγους θα βρεις. Πρέπει να τους ψάξης με το κερί». Τόσο αγάπησε την ταπείνωση που γύρισε ολόκληρο το Άγιον Όρος ψάχνοντας να βρη ταπεινό άνθρωπο. Επί τέλους βρήκε στου Εσφιγμένου ένα γεροντάκι που είχε ενδυθή σαν διπλοΐδα την αληθινή και τελεία ταπείνωση. Υπήρχαν βέβαια και πολλοί άλλοι αλλά ήταν κρυμμένοι στα μάτια των πολλών.
Καλούσαν τον παπα-Τύχωνα στου Εσφιγμένου για να εξομολογή τα καλογέρια. Τότε ήταν πάνω από εξήντα πατέρες. Είχε ευλάβεια στον άγιο Αντώνιο τον Ρώσσο και λειτουργούσε στο σπήλαιο που έζησε ο όσιος Αντώνιος Πετσέρσκι. Έπειτα επέστρεφε στο Κελλί του με τα πόδια, και μάλιστα βάδιζε πολύ γρήγορα.
Είχε φιλία και πολλές σχέσεις με τον άγιο Σιλουανό του Ρωσσικού, ο οποίος μετά την κοίμησή του παρουσιάσθηκε στον παπα-Τύχωνα και συνωμίλησαν.
Καρυώτης Γέρων μαρτυρεί: «Ο παπα-Τύχων ήταν πολύ απλός και ζούσε σ’ ένα δικό του κόσμο. Ήταν βιαστής πολύ και παρόλο που νήστευε ήταν σωματώδης. Όταν ερχόταν στο Κελλί μας και τον βάζαμε να φάη, έτρωγε μόνο δυο κουταλιές για ευλογία. Τωρα δεν έχει κανένα σαν αυτόν, μην ψάχνετε».
Κάποια μέρα είπε στα καλογέρια του, όταν πεθάνη, να μην τον ξεθάψουν. Ο ένας σκέφθηκε: «Θα τον βγάλω και θα πω ευλόγησον». Ο παπα-Τύχων διάβασε τον λογισμό του και του είπε: «Δεν έχει ευλογία». Και μέχρι σήμερα το τίμιο λείψανό του παραμένει θαμμένο αναμένοντας την κοινήν Ανάστασιν.
Εκοιμήθη στις 10 Σεπτεμβρίου του 1968 αφού είδε σε όραμα την Παναγία μαζί με τον άγιο Σέργιο και τον άγιο Σεραφείμ, και του προείπαν ότι θα περάσει η εορτή του Γενεθλίου της Θεοτόκου και θα τον πάρουν.
Κοντά του ήταν ο υποτακτικός του γέροντας Παΐσιος που τον γηροκόμησε, τον έθαψε και τον διαδέχθηκε στο Καλύβι. Μετά έγραψε τον βίον του παπα-Τύχωνα που του παρουσιάστηκε μετά την κοίμησή του.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 116.