
Όταν εκοιμήθη ο στάρετς Μακάριος το 1860, ο Αμβρόσιος εκλήθη να ασκήσει το λειτούργημα της πνευματικής καθοδηγήσεως, που σύντομα θα διαδιδόταν σε ολόκληρη τη Ρωσία. Πλούσιοι και πτωχοί, μορφωμένοι και αγράμματοι, άνθρωποι του λαού, αριστοκράτες ή διαπρεπείς διανοούμενοι, προσέρχονταν όλοι σ’ αυτόν τον κλινήρη μοναχό σαν σε κάποιο νέο προφήτη, για να τον συμβουλευθούν, να βρουν παρηγοριά στον πόνο τους, να ακούσουν έναν σωτηριώδη λόγο που θα κατηύθυνε τη ζωή τους, μια προτροπή να μετανοήσουν ή να πάρουν μια απλή ευλογία.
Παρά την ασθενή κράση του και τις αλλεπάλληλες αρρώστιες του, τους δεχόταν όλους με καλή διάθεση και είχε το χάρισμα να προσαρμόζει τη συμπεριφορά και τα λόγια του στον καθένα ώστε μετά από μια συνομιλία με τον στάρετς της Όπτινα, πολλών η ζωή άλλαζε τελείως. Όπως έλεγαν οι συνομιλητές του, μπορούσε να περνά χωρίς δυσκολία από τις πιο υψηλές θεολογικές συζητήσεις στη λύση πρακτικών προβλημάτων της καθημερινής ζωής. Όταν κάποτε τον έψεξαν επειδή έχανε τον χρόνο του εξηγώντας σε μια χωρική πώς να ταΐζει τις γαλοπούλες της, τους απάντησε: «Μα δεν καταλαβαίνετε ότι για εκείνη όλη η ζωή της συνδέεται με αυτές τις γαλοπούλες και ότι η ειρήνη της ψυχής της αξίζει για μένα όσο κι εκείνων που έρχονται και μου θέτουν τα πιο υψηλά ερωτήματα;»
Ο συγγραφέας Λέων Τολστόι, που έλαβε μεγάλη ψυχική ωφέλεια από μια επίσκεψη στον στάρετς, έγραψε: «Απλώς του μίλησα, τίποτε παραπάνω, και η ψυχή μου αμέσως ξαλάφρωσε. Όταν μιλάς με τέτοιους ανθρώπους, αισθάνεσαι πόσο είναι κοντά σου ο Θεός!» Ένας άλλος συγγραφέας έκανε λόγο για την «απροσμέτρητη άβυσσο αγάπης» του στάρετς, που απλωνόταν επάνω σε όλους τους ανθρώπους.
Ο στάρετς ζούσε λίγο έξω από τη μονή, στη Σκήτη. Η ημέρα του ξεκινούσε στις τέσσερεις το πρωί. Μετά την Ακολουθία του όρθρου, την οποία διάβαζε με τους υποτακτικούς του στο κελλί, αφιερωνόταν στην προσευχή για τρεις ώρες· κατόπιν, από τις εννέα το πρωί και ύστερα, άρχιζε να βλέπει τους επισκέπτες που ήδη σχημάτιζαν ουρά έξω από το κελλί του, πρώτα τους μοναχούς και στη συνέχεια τους λαϊκούς. Οι συνομιλίες του διαρκούσαν μέχρι τις ένδεκα το βράδυ, με μια φευγαλέα διακοπή για ένα λιτό γεύμα. Στις σπάνιες ελεύθερες στιγμές του, υπαγόρευε αναρίθμητες επιστολές· απαντούσε σε περισσότερα από σαράντα γράμματα ημερησίως, συχνά χωρίς καν να ανοίξει τον φάκελλο.
Ο Γέροντας επέμενε στο άθλημα αυτό – πολύ πιο κοπιαστικό από την άσκηση στην ησυχία της ερήμου – για τριάντα περίπου χρόνια. Τον συνέδραμαν στο έργο του πολλοί μοναχοί, ιδίως δε ο υποτακτικός του κελλιού του Ιωσήφ [11 Οκτ.], ο οποίος τον διαδέχθηκε ως στάρετς της Όπτινα.
Πολύ περισσότερο από τους μεγάλους και κοπιώδεις ασκητικούς αγώνες, οι οποίοι μπορεί να υποκινούνται από τη φιλαυτία όταν δεν τους ελέγχει η αυστηρή υπακοή, ο στάρετς Αμβρόσιος συνιστούσε στους επισκέπτες του τη μετάνοια και την ταπεινή συντριβή της καρδίας, που αποκτώνται όταν στρέψει κανείς τη ζωή του προς τον Θεό και μισήσει με όλες τις δυνάμεις του την αμαρτία, διότι αρχή κάθε αμαρτίας είναι η υπερηφάνεια. Επιπλέον των πνευματικών του νουθεσιών, ο στάρετς οργάνωσε σε διάφορα μέρη συνδέσμους ευλαβών λαϊκών, αφιερωμένων στις αγαθοεργίες και στην αρωγή των πτωχών και των ορφανών.
Μετά τις καταστροφικές μεταρρυθμίσεις της Αικατερίνης Β’, δεν ήταν πλέον δυνατόν οι νεαρές κοπέλλες από πτωχές οικογένειες να ασπασθούν τον μοναχικό βίο, αφού όλα τα μοναστήρια ήταν υποχρεωμένα να απαιτούν από τις υποψήφιες μεγάλη προίκα. Για να διορθώσει αυτή την αδικία ο στάρετς Αμβρόσιος ανέλαβε, κατά τα δέκα τελευταία έτη της ζωής του, την ίδρυση και την οργάνωση ενός γυναικείου μοναστηριού στο Σαμορντίνο, δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα μακριά από την Όπτινα.
Χάρη στο ενδιαφέρον και στην πατρική του φροντίδα, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα εγκαταβίωναν στη μονή περισσότερες από χίλιες μοναχές, από όλες τις κοινωνικές τάξεις, οι οποίες με αρμονική αγάπη ζούσαν βιοτή βασισμένη στις παραδόσεις των αγίων Πατέρων, έχοντας ως άξονά τους τη μορφή του στάρετς Αμβροσίου, πνευματικού τους πατρός και ζωντανής εικόνας του Χριστού. Στα κτήρια της μονής προσέθεσε άσυλο, σχολείο, νοσοκομείο και πτωχοκομείο για ηλικιωμένες γυναίκες, και έτσι το μοναστηριακό συγκρότημα κατέστη αληθώς πόλη της αγάπης, και προσείλκυε πλήθη απόρων, ασθενών και αναξιοπαθούντων, που εύρισκαν στο μοναστήρι παράκληση και ελπίδα.
Οι ανάγκες του μοναστηριού υποχρέωναν τον στάρετς να το επισκέπτεται συχνά, κι όταν άρχισε η ανέγερση ενός λιθόκτιστου ναού, αναγκάσθηκε να εγκατασταθεί στο Σαμορντίνο, για να επιβλέπει τις εργασίες. Η απουσία αυτή προκάλεσε σχόλια μεταξύ των μοναχών της Όπτινα και αντίδραση από πλευράς του επισκόπου της Καλούγκα. Ο άγιος πέρασε όλο το καλοκαίρι του 1891 στο Σαμορντίνο, για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις της μονής και να οργανώσει τον βίο της, κάτι που η νέα ηγουμένη, επειδή δεν ήταν ικανή στα διοικητικά, δεν μπορούσε να αναλάβει.
Φαινόταν ότι ο στάρετς Αμβρόσιος βιαζόταν να ολοκληρώσει το έργο του και προετοιμαζόταν για την επικείμενη εκδημία του. Αρρώστησε, καταπονημένος από την κόπωση, στις αρχές του φθινοπώρου. Όταν του ανήγγειλαν ότι ο επίσκοπος είχε αποφασίσει να έλθει αυτοπροσώπως στη μονή για να τον στείλει πίσω στην Όπτινα, δέχθηκε την είδηση με μεγάλη ηρεμία και την παραμονή της αφίξεως του ιεράρχου, στις 10 Οκτωβρίου 1891, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, αφού εξακολούθησε να δέχεται μέχρι την τελευταία στιγμή τους επισκέπτες που συνωστίζονταν έξω από το κελλί του. Έτσι, επληρώθη η προφητική φράση που έλεγε συχνά στους μαθητές του: «Όλη μου την ζωή την πέρασα ανάμεσα στους ανθρώπους, και έτσι θα πεθάνω».
Όλη η Ρωσία θρήνησε για τον θάνατό του, και το σκήνωμά του ενταφιάσθηκε πλάι στους στάρετς Λεωνίδα και Μακάριο, στην Όπτινα. Στην επιτύμβια πλάκα χάραξαν τη φράση: Εγενόμην τοις ασθενέσιν ως ασθενής, ίνα τους ασθενείς κερδήσω· τοις πάσι γέγονα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω (Α’ Κορ. 9:22).
βλ. Α’ μέρος
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δεύτερος, Οκτώβριος. Ίνδικτος, Αθήναι 2006, σελ. 116.