
Ο όσιος πατήρ ημών Αμβρόσιος, η πλέον αξιοσημείωτη μορφή της πλειάδος των στάρετς (Γερόντων) της Μονής της Όπτινα, γεννήθηκε το 1812. Παιδί ζωηρό και προικισμένο με εξαιρετική ευφυΐα, διδάχθηκε τα ιερά γράμματα κατ’ αρχήν από τον παππού του, που ήταν ο εφημέριος του χωριού, και αργότερα έκανε λαμπρές δευτεροβάθμιες σπουδές στην ιερατική σχολή του Ταμπώφ, όπως συνηθιζόταν τότε, χωρίς ωστόσο να έχει πρόθεση να χειροτονηθεί ιερέας ή να καρεί μοναχός.
Προς το τέλος των σπουδών του, αρρώστησε σοβαρά και υποσχέθηκε να αποσυρθεί σε μοναστήρι αν θεραπευόταν. Όταν αποκαταστάθηκε η υγεία του, ανέβαλε για αργότερα την υλοποίηση της υποσχέσεώς του· προσελήφθη οικοδιδάσκαλος σε μια αρχοντική οικογένεια και αργότερα δίδαξε ελληνικά στη μικρή ιερατική σχολή του Λίπετσκ. Ο εύθυμος και εξωστρεφής χαρακτήρας του, όπως εκμυστηρευόταν αργότερα, τον έκανε να αναβάλλει την εκπλήρωση της υποσχέσεώς του και τον κρατούσε στον κόσμο. Η συνείδησή του όμως δεν έπαυε να τον ελέγχει και ο Αμβρόσιος περνούσε ώρες ολόκληρες με δάκρυα και προσευχή. Με διάφορα σημεία, ο Θεός τον καλούσε να τηρήσει την υπόσχεσή του. Μια ημέρα, στην όχθη ενός ρυακιού άκουσε μέσα στο κελάρυσμα του νερού μια φωνή που ψιθύριζε: «Τον Κύριο αινείτε! Τον Θεό φυλάξατε!» και στάθηκε με ανέκφραστο θαυμασμό για πολλή ώρα.
Μετά τέσσαρα χρόνια δισταγμών, ζήτησε τη συμβουλή ενός φημισμένου Γέροντα, του Ιλαρίωνος, που ασκήτευε ως έγκλειστος στην περιοχή. Ο στάρετς τον υποδέχθηκε μ’ ένα χαμόγελο και του είπε: «Πήγαινε στην Όπτινα, σε χρειάζονται εκεί πέρα!» Ο νεαρός Αμβρόσιος υπάκουσε στη θεία βούληση και δίχως χρονοτριβή πήγε στη Μονή της Όπτινα, στην επισκοπική περιφέρεια της Καλούγκα, κοντά στο Κοζέλσκ, η οποία είχε αρχίσει να γίνεται κέντρο ενός τεράστιου κινήματος πνευματικής ανανεώσεως στη Ρωσία.
Μπήκε στην υπηρεσία του στάρετς Λεωνίδα [11 Οκτ.]. Ο στάρετς όμως ήταν τότε σε προχωρημένη ηλικία και άρρωστος, και τα καθήκοντά του τα είχε αναλάβει ο στάρετς Μακάριος [11 Οκτ.], ο οποίος είχε ξεκινήσει το σημαντικό έργο της εκδόσεως πατερικών κειμένων. Στα τέλη του βίου του, ο άγιος Λεωνίδας, έχοντας διακρίνει τις πνευματικές αρετές και την υποδειγματική υπακοή τού δοκίμου του, τον εμπιστεύθηκε στην καθοδήγηση ατου στάρετς Μακαρίου.
Εκάρη μοναχός το 1842 και έλαβε το όνομα Αμβρόσιος· τρία χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και έλαβε από τον επίσκοπο ευλογία να βοηθεί τον στάρετς Μακάριο στα καθήκοντα του εξομολόγου τού διαρκώς αυξανομένου πλήθους των προσκυνητών, που έφθαναν στην Όπτινα για να ποτισθούν από τα καθάρια νάματα της ευαγγελικής σοφίας. Καθώς ήταν καλός γνώστης των
Η συναναστροφή με τα πατερικά κείμενα και η εφαρμογή τους στην καθημερινή ζωή μέσω των συζητήσεων με τον πνευματικό του, του παρείχαν την καλύτερη δυνατή προετοιμασία για το ενδεχόμενο να διαδεχθεί τον Γέροντά του στο έργο της καθοδηγήσεως των ψυχών· τότε όμως παρενέβη πάλι αποφασιστικά η θεία Πρόνοια στη ζωή του: ο Αμβρόσιος αρρώστησε σοβαρά και παρ’ ολίγον να πέθαινε. Έκτοτε απαλλάχθηκε από όλες τις μοναστικές του υποχρεώσεις και αναγκάσθηκε να παραμένει κλινήρης, ανήμπορος να τελεί τη θεία Λειτουργία, για όλο σχεδόν τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του.
Με τον τρόπο αυτό, ο Θεός έθεσε τροχοπέδη στον εξωστρεφή του χαρακτήρα, και του έδωσε την ευκαιρία να περιέλθει σε μεγαλύτερη αυτογνωσία· να σκάψει εντός του και να ανακαλύψει στα βάθη της καρδιάς του τα μυστικά της ανθρωπίνης φύσεως και τους τρόπους συμφιλιώσεως των ανθρώπων με τον Θεό. Η αρρώστια τού επέτρεψε να βιώσει ότι η δύναμις του Κυρίου εν ασθενεία τελειούται (Β’ Κορ. 12:9), ώστε να είναι μετά σε θέση να λέει: «Καλό είναι ο μοναχός να περνάει από αρρώστια. Όταν αρρωσταίνει κανείς, δεν πρέπει να τον φροντίζουμε να θεραπευθεί τελείως, αλλά μόνον κατά το ήμισυ…».
Συνεργάσθηκε τότε στη ρωσική μετάφραση της Κλίμακος του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου, και ο στάρετς Μακάριος άρχισε να του στέλνει τους αδελφούς της μονής για να τους νουθετεί πνευματικά· αργότερα του έδωσε την ευλογία να δέχεται και τους λαϊκούς στο αρχονταρίκι της μονής. Τους δεχόταν όλους με υπομονή, δίχως να κρίνει τα αμαρτήματά τους, και ως μαθητής των αγίων Πατέρων τους δίδασκε χωρίς ποτέ να εκφράζει την προσωπική του γνώμη. Μέσω της ενεργείας της θείας χάριτος και της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής, είχε αποκτήσει εξαιρετική διορατικότητα και μπορούσε να διεισδύει στα κρύφια της ψυχής, σε βαθμό που ένας φευγαλέος υπαινιγμός ή δυο τρεις λέξεις του επισκέπτη του αρκούσαν, για να μπορέσει να του αποκαλύψει τη λύση του προβλήματός του. Ποτέ δεν χρησιμοποιούσε το διορατικό του χάρισμα για να κρίνει ή να ελέγξει· πάντα με συμπόνια και μητρική σχεδόν στοργή μεριμνούσε για τις ψυχές που δοκιμάζονταν, ώστε να τις κάνει να καταλάβουν ότι το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν άγει (Ρωμ. 2:4).
(Συνεχίζεται)
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δεύτερος, Οκτώβριος. Ίνδικτος, Αθήναι 2006, σελ. 114.