
Ο άγιος Ιωσήφ καταγόταν από την Δημητσάνα της Πελοποννήσου, όπως και ο σύγχρονός του άγιος Γρηγόριος ο Ε’ [10 Απρ.]. Έλαβε σημαντική μόρφωση στα θύραθεν και εκκλησιαστικά γράμματα και έγινε διάκονος του μητροπολίτου Εφέσου, κατόπιν δε εξελέγη μητροπολίτης Δράμας το 1787. Ενθαρρύνοντας κάθε πρωτοβουλία που θα μπορούσε να συμβάλει στην μόρφωση του λαού του Θεού, ήταν εκείνος που ζήτησε από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη να ετοιμάσει την έκδοση σε δημώδη ελληνική γλώσσα του Συναξαριστού, ενώ μετά τον θάνατο του αγίου Νικοδήμου φρόντισε να εκδοθεί το έργο αυτό.
Το 1810 ορίστηκε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και με σύνεση και σοφία ποιμαντική προσπάθησε να μετριάσει τις υπερβολικά τολμηρές και επικίνδυνες για τον λαό επαναστατικές πρωτοβουλίες. Με την κήρυξη της εξέγερσης στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο, τον Μάρτιο του 1821, ο σουλτάνος διέταξε να συλληφθούν και να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη μερικοί από τους πλέον περίοπτους επισκόπους, όπως ο Αθανάσιος Νικομηδείας και ο Ευγένιος Αγχιάλου, οι οποίοι θανατώθηκαν ταυτόχρονα με τον άγιο Γρηγόριο Ε’.
Λίγο αργότερα συνελήφθη ο Ιωσήφ, μαζί με τους επισκόπους Γρηγόριο Δέρκων, Ιωαννίκιο Τιρνόβου και Δωρόθεο Αδριανουπόλεως. Παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην φυλακή και μετά την πυρπόληση ενός τουρκικού πλοίου στην Λέσβο απαγχονίσθηκαν όλοι στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, στις 3 Ιουνίου 1821.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δέκατος, Ιούνιος. Ίνδικτος, Αθήναι 2008, σελ. 45.