Γέννηση και παιδικά χρόνια του Οσίου
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε σε μια πόλη της Δεκαπόλεως της Ισαυρίας που λεγόταν Ειρηνόπολις. Γιατί έπρεπε να αναλάβει τον μελλοντικό πόλεμο προς τους αοράτους εχθρούς και να τον αρχίσει από έναν τόπο που έφερε το όνομα της ειρήνης και να γίνει για όλους γαλήνιο και ειρηνικό στήριγμα.
Γονείς του, λοιπόν, ήταν ο Σέργιος και η Μαρία. Ο πατέρας του ανησυχούσε μόνο για το σώμα του κι ελάχιστα φρόντιζε για θέματα της σωτηρίας του, ενώ αντίθετα η μητέρα του οπλισμένη με μεθόδους ευσεβείας και μεγαλώνοντας τον γιο της με παρόμοιους τρόπους τον κατέστησε εύκαρπο δένδρο.
Μόλις, λοιπόν, έγινε οκτώ χρόνων τον έστειλαν να φοιτήσει σε δασκάλους. Όταν έμαθε πολύ καλά τα πρώτα γράμματα καθώς κι όσα οδηγούν σε πιο ολοκληρωμένη γνώση, έπεισε τον εαυτό του ότι αυτή η μόρφωση ήταν πολύ ικανοποιητική για να τον οδηγήσει στην ενασχόληση με τα ανώτερα. Άρχισε, λοιπόν, να συχνάζει στους σεπτούς ναούς κι εκεί, αφού διάλεγε τα σωτηριώδη για την επίτευξη της αρετής, δεν προνοούσε καθόλου για τις σωματικές του ανάγκες ούτε με το να ικανοποιεί τον κορεσμό της κοιλιάς του έδινε την εντύπωση ανθρώπου κοιλιόδουλου και λαίμαργου. Όταν πάλι οι γονείς του τον καλούσαν να φάει, έτρωγε λιτά κι αμέσως επέστρεφε στον ιερό ναό, για να υμνήσει τον Θεό με τις δαυϊτικές ψαλμωδίες. Γιατί αυτό ήταν έργο και αγώνισμά του, το να ασχολείται διαρκώς με τα θεία ζητήματα και να κατευθύνεται με ορμή προς την αρετή. Και όταν επέτυχε αυτό που ποθούσε κι άρχισε να συνομιλεί κατά μόνας με τον ίδιο τον Θεό, αφού ανέμειξε και συνέπλεξε άριστα την ευφυΐα με την αρμονία, έμαθε καλά περίπλοκες χειρωνακτικές τέχνες, για να μπορεί μόνος του να εξυπηρετεί τις προσωπικές του ανάγκες αλλά και των γονέων του και να θυμάται όσους είχαν ανάγκη το κατά δύναμιν.
Και φυσικά δεν φορούσε μεταξωτά ενδύματα ούτε τέτοια που αρέσκονται να κατασκευάζουν οι υφαντές με ομορφιά και τέχνη, αν και οι γονείς του, όταν ήταν μικρός, έσπευδαν να καμαρώνουν τον γιο τους φορώντας του τέτοια ρούχα. Αυτός, απεναντίας, ντυνόταν με όσο πιο ευτελή ενδύματα γινόταν και με την τραχύτητά τους υπέτασσε τη σάρκα του. Γιατί γνώριζε καλά εκείνον τον λόγο του Κυρίου, πως όσοι ενδύονται πολυτελώς ζουν μέσα σε βασιλικά παλάτια (Ματθ. 11:8).
Σε νεαρή ηλικία εντάσσεται σε κοντινή συνοδία μοναχών
Όταν πλέον ο άγιος έφθασε στη νεανική ηλικία κι άρχισε ήδη το πρώτο χνούδι να σκιάζει το πρόσωπό του, οι γονείς του τον πίεζαν να παντρευθεί. Τον έστειλαν, λοιπόν, μαζί με δύο υπηρέτες να ετοιμάσει τα αναγκαία για τον γάμο, σκοπεύοντας να προβούν στη σύνταξη των συμβολαίων της μνηστείας παρουσία εμπίστων μαρτύρων. Για λίγον καιρό είχε συνοδοιπόρους του αυτούς τους δύο υπηρέτες. Όμως τον κεντούσε το θεϊκό κεντρί της αγνότητος· αφού νέκρωσε, λοιπόν, τις επιθέσεις των σαρκικών πειρασμών και απέκτησε πνεύμα σωτήριο, ως αποτέλεσμα του φόβου του Κυρίου, τον οποίο καλλιεργούσε μέσα του, διέφυγε της προσοχής των υπηρετών και ακολουθώντας καινούργιο δρομολόγιο έσπευδε να πραγματοποιήσει τον πόθο του.
Πήγε, λοιπόν, σε κάποιον ποιμένα λογικής ποίμνης της προαναφερθείσης περιοχής της Δεκαπόλεως, ο οποίος προσφάτως είχε εγκαταλείψει την επισκοπή του και ζούσε περισσότερο στα βουνά, λόγω της κακόβουλης και φθοροποιού ανασυστάσεως της επικρατούσης αιρέσεως (διότι είχε ξαναζωντανέψει η αίρεση των εικονομάχων). Ήλθε κάποια στιγμή ο όσιος στον επίσκοπο αυτόν και έκρινε καλό να του ανακοινώσει τις σκέψεις του· αποφάσισε, λοιπόν, να του γνωστοποιήσει τον λογισμό που κατά θεία παραχώρηση έκρυβε μέσα του.
Ο επίσκοπος τότε του είπε να αποχαιρετήσει τον κόσμο και να υποταγεί δια της αγγελικής πολιτείας στον Χριστό. Ακολούθως, ο πιστός εκείνος ποιμήν χωρίς χρονοτριβή τον όπλισε σταυρώνοντάς τον με τον τύπο του τιμίου σταυρού και τον έστειλε σε κάποιους μοναχούς που ζούσαν κάπου εκεί κοντά, ώστε με τη δική τους καθοδήγηση και τη βοήθεια του Θεού να επιτύχει αυτό που επιθυμούσε.
Αλλαγή μονής – Μετάβαση σε άλλη μονή της περιοχής της Δεκαπόλεως
Όταν ο κατά σάρκα πατέρας του οσίου αναχώρησε για την άλλη ζωή, η μητέρα του βασάνιζε τον εαυτό της, όπως το συνηθίζουν οι μητέρες, με λύπες τυραννικές και δεν έπαυε να ζητάει τον γιο της. Όταν κάποτε τον βρήκε, δεν τον εμπόδισε καθόλου να ακολουθήσει τον δρόμο της ευσεβείας που εκείνος είχε αποφασίσει. Ακόμη περισσότερο, μάλιστα, τον παρότρυνε να προχωρήσει προς τον στόχο που είχε θέσει και ενισχύοντάς τον με μητρική στοργή προς την οδό της θεοσεβείας του υπέβαλε μια καλή πρόταση, να επιλέξει δηλαδή ως τόπο της αφιερώσεώς του το μοναστήρι στο οποίο είχε καρεί μοναχός ο αδελφός του και να πορευθεί μαζί με εκείνον τον κοπιώδη δρόμο της ασκητικής πολιτείας. Υπήκουσε ο όσιος στη μητρική συμβουλή, συγκατέλεξε τον εαυτό του μεταξύ των μοναχών της μονής εκείνης και υπέβαλε το σώμα του στις πιο σκληρές ασκητικές δοκιμασίες.
Όμως ο καθηγούμενος εκείνης της μονής συγχρωτιζόταν με τους αιρετικούς σαν να μην είχε μαζί τους διαφορές πίστεως και διατηρούσε κοινωνία με τη βδελυρή τους αίρεση. Γι’ αυτό ο όσιος χωρίς καθόλου να τον φοβηθεί, σαν άριστος γνώστης που ήταν των θεμάτων της πίστεως, ήλεγξε ενώπιον της ιεράς ομηγύρεως των αδελφών την ανίερη διαγωγή του ποιμένος τους και τον επέπληξε διότι πολιτευόταν αναξίως του αγγελικού του λειτουργήματος. Αυτός φουσκωμένος από υπερβολική οργή και ασυγκράτητο θυμό απειλούσε να υποβάλει τον άγιο σε βασανιστήρια, τα οποία και φανερά πραγματοποίησε, διαπράττοντας έτσι ένα έργο ατιμίας.
Ο όσιος αφού δέχθηκε το πλήθος των πληγών του σαν ουράνια δροσιά που απαλά έπεσε επάνω του, έφυγε από εκείνο το μοναστήρι και πήγε έχοντας το σώμα του μελανιασμένο από τα χτυπήματα σε κάποιον Συμεών, γνήσιο συγγενή από την πλευρά της μητέρας του, ο οποίος ήταν τότε αρχιμανδρίτης των μονών της περιοχής της Δεκαπόλεως. Του γνωστοποίησε όσα υπέστη από τον σκληρό εκείνο καθηγούμενο κι ύστερα καθοδηγήθηκε από αυτόν στο αποστολικό σχήμα και κανόνα κι επιδόθηκε σε κάθε είδος αρετής. Η αρετή του τον κατέστησε σεβαστό σε όλους και φροντίζοντας για την υψοποιό ταπείνωση συγκέντρωσε στο πρόσωπό του την ομορφιά της θεομιμήτου υπακοής.
Από το βιβλίο: Ο άγιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016, σελ. 23.

