
Γόνος ευγενούς οικογένειας Πικτών της Ιρλανδίας, ο όσιος Κόμγκαλ γεννήθηκε το 516. Τον ανέθρεψε ο άγιος Φίνταν του Κλόνεναχ και γρήγορα ο Κόμγκαλ απέκτησε βαθειές γνώσεις των αρχών της μοναχικής πολιτείας. Αφού χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, διήγαγε για κάποιο διάστημα ερημιτικό βίο στο Λοχ Ερν, με κανόνα άκρας αυστηρότητος.
Εν συνεχεία, περί το 555, ίδρυσε στον κόλπο του Μπέλφαστ τη μεγάλη Μονή του Μπάνγκορ, η οποία έμελλε να γίνει η επιφανέστερη και πολυπληθέστερη σε όλη την Ιρλανδία: αριθμούσε περίπου τρεις χιλιάδες μοναχούς στο μοναστήρι και τα εξαρτήματά του, οι οποίοι ασχολούνταν με χειρωνακτικά έργα και αναλάμβαναν την εκπαίδευση των νέων στα θύραθεν και ιερά γράμματα, έχοντας διαρκώς στα χείλη τους λόγους της αγίας Γραφής και την μνήμη Θεού στην καρδιά. Ο όσιος τούς είχε χωρίσει σε επτά χορούς, με τριακόσιους μοναχούς στον καθένα, οι οποίοι ανέπεμπαν νυχθημερόν δοξολογία στον Θεό και μεσίτευαν για τον λαό.
Από το σχολείο τούτο της αγιότητος προήλθε ο όσιος Κολομβανός [23 Νοεμ.] που επρόκειτο να μεταδώσει την κληρονομιά αυτή στην ηπειρωτική Ευρώπη, καθώς και άλλοι άγιοι μοναχοί και επίσκοποι. Η Μονή Μπάνγκορ έγινε με αυτόν τον τρόπο το υπόδειγμα της μοναστικής τάξης και της θείας λατρείας για το σύνολο της κελτικής Εκκλησίας.
Ονομαστός για την πνευματική γνώση του και την διάκρισή του στην διακυβέρνηση των ψυχών, ο όσιος Κόμγκαλ ήταν φίλος με τους σπουδαιότερους αγίους του καιρού εκείνου, ιδιαιτέρως με τον άγιο Κολόμπα [9 Ιουν.], τον οποίο επισκέφθηκε στην νήσο Αϊόνα και με τον οποίο ξεκίνησε από εκεί για να ευαγγελίσουν την Σκωτία. Επιστρέφοντας στην Ιρλανδία, ίδρυσε άλλο ένα μοναστήρι, το Κελλ Κόμγκαρ. Εκοιμήθη εν ειρήνη στις 10 Μαΐου 602, αφήνοντας πίσω του ως κληρονομία στην κοινότητά του έναν μοναστικό Κανόνα γραμμένον σε στίχους.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος ένατος, Μάιος, σελ. 121. Ίνδικτος, Αθήναι 2007.