Ο όσιος Στέφανος, καθώς ήταν φυλακισμένος στο διοικητήριο, έλεγε λόγια ψυχωφελή και σωτήρια στους άλλους όσιους πατέρες που ήταν φυλακισμένοι μαζί του. Ξαφνικά όρμησαν μέσα σαν άγρια θηρία άνθρωποι που ήθελαν να φανούν αρεστοί στον τύραννο (στον εικονομάχο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’). Αφού έριξαν τον άγιο στη γη και τον τράνταξαν, του έβγαλαν τα χοντρά σιδερένια δεσμά που έδεναν τα πόδια του και τον έσυραν για να τον βγάλουν στον δημόσιο δρόμο, δίνοντάς του κλωτσιές, πετώντας του πέτρες, χτυπώντας τον με ξύλα, και γενικά χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο τιμωρίας και προσβολής.
Όταν τον πέρασαν σέρνοντας από την πρώτη πύλη του διοικητηρίου και ήταν κοντά στα προπύλαια του ναού του μάρτυρος Θεοδώρου, ο όσιος στήριξε τα χέρια στη γη και ύψωσε λίγο το κεφάλι, αποδίδοντας στον Μάρτυρα την τελευταία προσκύνηση – γιατί ακόμη και μέσα σε τέτοια συμφορά δεν ξέχασε την ευλάβειά του.
Μόλις τον είδε κάποιος αιμοβόρος που λεγόταν Φιλομάτιος, έγινε έξαλλος από παράλογο θυμό και είπε: «Βλέπεις τον ακατονόμαστο, που θέλει να πεθάνει τάχα σαν μάρτυρας;» Με τα λόγια αυτά έτρεξε στις αντλίες που βρίσκονταν εκεί για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών και άρπαξε από αυτές ένα μεγάλο ξύλο· πρόφτασε έπειτα τον όσιο καθώς τον έσερναν, τον χτύπησε στον κρόταφο με όλη του τη δύναμη και αμέσως τον άφησε νεκρό. Έτσι εκείνον τον ανέδειξε μάρτυρα, ενώ τον εαυτό του φονιά ενός μάρτυρα, πράγμα που είναι το πιο αποτρόπαιο από όλα.
Πρόσεξε όμως και τη θεία δίκη, η οποία δεν καθυστέρησε, όπως το συνηθίζει πολλές φορές, αλλά ενήργησε αμέσως: με το που έδωσε αυτός το χτύπημα, έπεσε και ο ίδιος στη γη χτυπημένος από τον δαίμονα, τρίζοντας απαίσια τα δόντια και βγάζοντας από το στόμα αφρούς. Και αυτή η φοβερή μάστιγα έμεινε να πιέζει και να τιμωρεί έτσι τον άθλιο ως το τέλος του.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΙΘ’ (19), σελ. 154. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2006.

