Προερχόμενος από γεωργιανή πριγκιπική οικογένεια του Κάρτλι (κεντρική Γεωργία), ο όσιος Ιλαρίων γεννήθηκε το 822 κοντά στην Τιφλίδα. Ανατράφηκε από παιδαγωγό βαθύτατα χριστιανό και έπεισε τον πατέρα του να κτίσει για τον δάσκαλό του και τον ίδιο ένα ερημητήριο, όπου σύντομα ήρθαν να μείνουν κοντά τους άλλοι δεκαέξι νέοι. Έχοντας όμως μέσα του τον έρωτα της ησυχίας, ο Ιλαρίων αποτραβήχθηκε μόνος σε ηλικία μόλις δεκαπέντε χρόνων σε μία σπηλιά της ερήμου Γκαρέζντγια, όπου σύντομα τον περιέβαλαν δέκα μαθητές.
Σε ηλικία είκοσι πέντε χρόνων χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον τοπικό επίσκοπο, και απέκτησε τόση φήμη σε όλη τη Γεωργία, που ο βασιλιάς και ο λαός θέλησαν να τον ανεβάσουν στο αξίωμα του καθολικού και πατριάρχη της Εκκλησίας τους. Ο Ιλαρίων όμως προτιμούσε την ησυχαστική ζωή και την υπομονετική μετάφραση ελληνικών έργων στα γεωργιανά. Διέφυγε κρυφά στην Ελλάδα και κατόπιν πήγε να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Εγκαταστάθηκε στη Λαύρα του Αγίου Σάββα, αλλά μετά από επτά χρόνια η Θεοτόκος του έδωσε εντολή να επιστρέψει στη χώρα του.
![]()
Επιστρέφοντας στη Γεωργία, ο Ιλαρίων ίδρυσε πολλά κοινοβιακά μοναστήρια και κατόπιν, αναζητώντας πάντα την ησυχία, αποσύρθηκε με τρεις αδελφούς στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας, την καρδιά του βυζαντινού μοναχισμού την εποχή εκείνη. Μετά από πέντε χρόνια ερημητικού βίου, πήγε να προσκυνήσει το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού στην Κωνσταντινούπολη, μετέβη στη Θεσσαλονίκη, και εν συνεχεία στη Ρώμη, όπου παρέμεινε δέκα χρόνια. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε ονομαστός για τα θαύματά του, ίδρυσε μονή και τρία χρόνια αργότερα εκοιμήθη εν Κυρίω, στις 19 Νοεμβρίου του 882 (ή 875). Ένα χρόνο αργότερα, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ φρόντισε να μεταφερθούν τα θαυματουργά λείψανά του σε ένα γεωργιανό μοναστήρι της Κωνσταντινουπόλεως.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος τρίτος, Νοέμβριος. Ίνδικτος, Αθήναι, 2004, σελ. 210.

