«Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαι-
τούσιν από σου· α δε ητοίμασας, τίνι έσται;»
Δύο ζητήματα, σημαντικώτατα για τη σωτηρία μας, προβάλλει η σημερινή Ευαγγγελική περικοπή, αγαπητοί εν Κυρίω αδελφοί. Το πρώτο, η αφροσύνη, στην οποία μας οδηγεί η πλεονεξία, η άκρατη επιθυμία του πλούτου· και το δεύτερο, το απροσδόκητο του αιφνιδίου θανάτου.
Αφορμή, για να διηγηθεί ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός την παραβολή του άφρονος πλουσίου (Λουκ. 12:16-21), που μόλις ακούσαμε, έλαβε από τη διαφωνία δύο αδελφών, κατά το μοίρασμα της πατρικής τους κληρονομίας. Εκεί δηλαδή που δίδασκε ο Χριστός μας για ουράνια και πνευματικά θέματα, ο ένας από τα δύο αδέλφια απευθύνθηκε κοντά Του, ζητώντας την παρέμβασή Του. Κι ο Χριστός πανσόφως αρνήθηκε κάτι τέτοιο, ξένο προς την αποστολή Του, αφήνοντας την επίλυσή του στην αμοιβαία υποχωρητικότητα και συνδιαλλαγή των ιδίων των αδελφών.
Επειδή όμως έβλεπε ότι δεν υπήρχε ίχνος διάθεσης συνδιαλλαγής, είπε: «Προσέχετε και προφυλάσσεσθε από κάθε μορφή πλεονεξίας, γιατί η ζωή του ανθρώπου, τόσο η πρόσκαιρη, πολύ δε περισσότερο η αιώνια και αληθινή, δεν εξαρτώνται από τα περίσσια πλούτη, ούτε και τα πολλά υπάρχοντά του». Και, για να δείξει ακριβώς τις φοβερές συνέπειες της πλεονεξίας, διηγήθηκε την παραβολή του άφρονος πλουσίου. Άφρονα, δηλαδή άμυαλο και ασύνετο, ονομάζει ο Κύριος τον πλούσιο της παραβολής. Γιατί όμως; Πού έγκειται η αφροσύνη του;
![]()
Η αφροσύνη, στην οποία οδήγησε τον πλούσιο – και οδηγεί τον κάθε αντίστοιχο άνθρωπο – η πλεονεξία, αγαπητοί αδελφοί, είναι τριπλή:
Πρώτον, λησμόνησε τον Θεό, τον Δημιουργό, σωτήρα και προνοητή μας. Όπως η ενάρετη εν Χριστώ ζωή φωτίζει τον νου, την καρδιά του ανθρώπου και αποκτά μια άλλη όραση, αίσθηση, βλέπει και αισθάνεται παντού τον Θεό, αντιλαμβάνεται και κατανοεί τους άλλους, το κάθε τι με την αξία του, αντίθετα, τα πάθη σκοτίζουν και ψυχραίνουν την καρδιά και τον νου, και καταντά ο άνθρωπος τυφλός, νεκρός πνευματικά. Σ’ αυτή τη θλιβερή λοιπόν εμπαθή κατάσταση χάνει ο πλεονέκτης την πίστη του στον Θεό. Δεν αισθάνεται. Δεν ζητεί τη βοήθειά Του. Πιστεύει μόνο στα πλούτη και τον εαυτό του. Αγνοώντας τον Θεό, επικεντρώνεται στα αγαθά του και μόνον, στον κόσμο τούτο, με όλα τα επακόλουθα. Γιατί, χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται. Ακόμη, αδυνατεί να δει τα υλικά του αγαθά ως δώρα Θεού κι ότι απλώς αυτός πρέπει να είναι ο καλός οικονόμος, δηλαδή διαχειριστής τους, για την ωφέλεια και των άλλων, για τη σωτηρία του. Γι’ αυτό ο θείος Παύλος στηλιτεύει έντονα την πλεονεξία, ονομάζοντάς την «ειδωλολατρία» (Κολ. 3:6), και δικαίως τη θεωρεί «ρίζα πάντων των κακών» (Α’ Τιμ. 6:10).
Δεύτερον, άφρονας ο πλούσιος και κάθε αντίστοιχος πλεονέκτης, επειδή λησμόνησε – και λησμονεί– τον συνάνθρωπό του. Τόσο τυφλώνει τούτο το πάθος, ώστε, όχι μόνο σκοτίζει τα μάτια της ψυχής, της πίστης, και δεν βλέπουν τον Θεό, μα και τα αισθητά μάτια και δεν βλέπουν, δεν αντιλαμβάνονται τον πόνο του πλησίον τους, του κάθε δυστυχισμένου και εμπεριστάτου συνανθρώπου τους. «Νους ορά και νους ακούει», έλεγαν ορθά και φιλοσοφημένα οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Κι αυτό ισχύει κι εδώ. Η τυφλή καρδιά του πλεονέκτη δεν βλέπει, δεν κτυπά παλμούς συμπόνιας του πονεμένου αδελφού.
Άφρονας, τέλος, ο πλούσιος, γιατί μέσα στον παραλογισμό, όπου τον οδήγησε η πλεονεξία του, ξέχασε και τον ίδιο τον εαυτό του, δηλαδή τον πραγματικό εσώτερο της καρδίας άνθρωπο, τον αληθινό και αιώνιο προορισμό του. Ξέχασε, πως σκοπός της πρόσκαιρης τούτης ζωής δεν είναι να τρώμε και να πίνουμε και να ικανοποιούμε τις αισθήσεις μας. Αλλ’ αυτός, τυφλωμένος καθ’ όλα στην ψυχή, κόλλησε σ’ αυτά, κόλλησε στη λάσπη του βυθού των παθών. Ξέχασε την αναπόδραστη πραγματικότητα του θανάτου. Κι αυτή ακριβώς την ώρα, που μελετούσε πώς να αυξήσει τον χώρο των αποθηκών του και να στοιβάσει κι άλλα αγαθά, για να ευφραίνεται ξέγνοιαστα, ακούγεται η φοβερή φωνή της θείας δικαιοσύνης: «Άφρων, άμυαλε. Αυτή τη νύχτα θα έρθουν άγγελοι να πάρουν την ψυχή σου. Κι αυτά τα υλικά αγαθά, που με τόσους κόπους και προσπάθεια ετοίμασες, για ποιον θα είναι; Ποιος θα τα χαρεί;»
![]()
Ω! Φοβερή στιγμή και τέλος αξιοθρήνητο, αδελφοί, για να έρθουμε στο δεύτερο ζήτημά μας, αυτό του αιφνιδίου θανάτου! Πόσες φορές δεν είδαμε το δρέπανο του θανάτου ν’ αρπάζει γνωστούς, συγγενείς, τους γύρω μας, σε ώρα που δεν προσδοκούσαν και σε στιγμή που δεν περίμεναν; Και μικροί και μεγάλοι, και νέοι και γέροι, και άρρωστοι και υγιείς φεύγουν ξαφνικά από τον μάταιο τούτο κόσμο. Με τον Θεό συμβόλαιο κανείς δεν έχει για του θανάτου του την ώρα. Την αγνοούμε για το συμφέρον μας, για να αγωνιζόμαστε πνευματικά, να είμαστε έτοιμοι, όταν ο Κύριος μας καλέσει για εκείνο το ταξίδι, απ’ όπου επιστροφή δεν υπάρχει, οπόταν αρχίζει για τον άνθρωπο η αιώνια πραγματικότητα.
Και, πώς επισφραγίζει τη σημερινή παραβολή Του ο Κύριος; «Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ και μη εις Θεόν πλουτών». Αυτό δηλαδή θα είναι το τέλος και καθενός, που δεν φροντίζει να πλουτίζει πνευματικά, τον άσυλο εκείνο πλούτο, αλλά συνάζει τα παρερχόμενα αγαθά του κόσμου τούτου.
Τι μας φωνάζει ο Κύριος αλλού στο Ευαγγέλιο, αδελφοί; «Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος, εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή;» (Ματθ. 16:26). Κι ο απόστολος των εθνών, ο Παύλος, γράφει στον μαθητή του Τιμόθεο, να συμβουλεύει τους πλουσίους του παρόντος αιώνος, του απατεώνος, να μην υψηλοφρονούν, ούτε να ελπίζουν στο άδηλο, στην αβέβαιη έκβαση του πλούτου τους, αλλά στον ζώντα Θεό, ο Οποίος, σ’ όσους τον υπηρετούν, παρέχει πλούσια τα ελέη του, τα αναγκαία για τη συντήρησή τους (Α’ Τιμ. 6, 17).
Ας παρακαλούμε πάντοτε, αδελφοί, τον Κύριο, την Παναγία μας, όλους τους αγίους, να μας χαρίζουν μετάνοια, βίου διόρθωση, να μη λησμονούμε τον Θεό, τον θάνατο, την αιώνια ζωή, αλλά να αγωνιζόμαστε να την αξιωθούμε, χάριτι του παναγάθου Θεού, στον Οποίο αρμόζει δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν!
Αρχιμανδρίτης Φώτιος Ιωακείμ
Από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου

