Στη Σκήτη Λάκκου αγωνίζεται με την πενταμελή συνοδεία του και ο μοναχός Δοσίθεος, καταγόμενος από το χωριό Μπαϊσιέστι του νομού Σουτσεάβας. Στο Άγιον Όρος είναι από το 1991. Αυτός είπε για τον Γέροντα Διονύσιο τα εξής:
Τον Γέροντα Διονύσιο τον γνώρισα το 1991, όταν ήλθα για πρώτη φορά στο Άγιον Όρος. Τον ερώτησα αν θα μείνω στο Όρος και μου είπε: «Το Άγιον Όρος, παιδί μου, είναι το Περιβόλι της Παναγίας μας. Εμείς είμαστε τα παιδιά της και μας φροντίζει σαν μητέρα μας. Η Παναγία σε κάλεσε και θα μείνεις εδώ και θα προκόψεις πνευματικά». Ήταν πολύ ταπεινός. Μιλούσε με περιστατικά για την ζωή του με βαθιά ταπείνωση. Μετά από κάθε συζήτηση που έκανε, στο τέλος έλεγε: «Συγχωρέστε με, πατέρες και αδελφοί».
Είχε πολλή αγάπη για όλους. Δεχόταν όλους όσοι έρχονταν στο Κελλί του και φρόντιζε για τη φιλοξενία και την ανάπαυσή τους. Το 1991 ήλθε στη Σκήτη Λάκκου, όπου τότε ζούσαν μόνο δύο γέροντες Ρουμάνοι μοναχοί, ο π. Νεόφυτος και ο π. Μιχαήλ, ενώ ο διακο-Αρκάδιος είχε μεταφερθεί στη Σκήτη του Προδρόμου λόγω των πολλών του ασθενειών. Μας λειτούργησε στο Κυριακό τού Αγίου Δημητρίου. Μας μίλησε για την ιστορία της Σκήτης Λάκκου, ότι παλιότερα είχε σαράντα πατέρες, οι οποίοι πέθαναν και κατόπιν ερήμωσαν όλες σχεδόν οι Καλύβες. Του ζήτησα μουλάρι για να μεταφέρω τα οικοδομικά υλικά στην υπό κατασκευή καλύβα μου και μου έδωσε δύο, τα οποία κράτησα επί τέσσερις μήνες και μετέφερα όλα τα υλικά για το κτίσιμο.
Ήταν πολύ συγχωρητικός για τα λάθη των άλλων. Ποτέ δεν έκανε παρατηρήσεις για τυχόν αδιάκριτα λόγια ή πράξεις των άλλων. Κάποια φορά στο κελλί του, είπα στη Λειτουργία το Σύμβολο της Πίστεως χωρίς την ευλογία κάποιου, διότι σαν νέος δεν ήξερα τα αγιορείτικα τυπικά. Ο Γέροντας Διονύσιος, μετά τη Λειτουργία, στην ώρα του πρωινού καφέ με πολλή λεπτότητα μου εξήγησε ότι το «Πιστεύω» το λέει ο προϊστάμενος του Κελλίου, χωρίς καθόλου να με θίξει.
Όταν επισκεπτόμασταν το Κελλί του για την πανήγυρη του πολιούχου Αγίου Γεωργίου, έψαλλε στην εκκλησία πολύ μελωδικά, διότι γνώριζε τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική. Αγαπούσε πολύ τις ακολουθίες και στεκόταν σχεδόν πάντοτε όρθιος ασκώντας βία στο αγώνισμα της προσευχής και της ορθοστασίας. Μας έλεγε: «Ο Θεός μού πήρε το φως των οφθαλμών μου, διότι δεν είμαι άξιος να το έχω, λόγω των αμαρτιών μου. Ελπίζω να μου δώσει ο Θεός το άλλο φως τού Παραδείσου».
Ήταν πάντοτε ειρηνικός, φωτεινός στο πρόσωπο και γελαστός. Όποιος πήγαινε κοντά του, αισθανόταν χαρά. Συνομιλούσε με τους προσκυνητές του, χωρίς να υπολογίζει την κούραση. Έδινε συμβουλές για όλα τα θέματα των μοναχών και των εγγάμων στον κόσμο χριστιανών.
![]()
Βοηθός και αφοσιωμένος υποτακτικός του Γέροντα Ιουλιανού είναι ο μοναχός π. Χαρίτων, ο οποίος είναι στο Άγιον Όρος από το 1997. Συναντήθηκε πολλές φορές με τον Γέροντα Διονύσιο της Κολιτσούς. Αυτός διηγείται ό,τι θυμάται για τον Γέροντα:
Ο Γέροντας Διονύσιος ήταν από εκείνες τις μορφές που διαβάζουμε στα Γεροντικά. Κρατούσε τη μοναχική τάξη με περισσή ευλάβεια. Δεν έκανε οικονομία στον εαυτό του. Όσο κουρασμένος και να ήταν, κατέβαινε πάντοτε στις ακολουθίες του ημερονυκτίου. Μας δίδασκε με τη ζωή του. Ήταν ο πνευματικός κρίκος που συνέδεε το Άγιον Όρος με τη Ρουμανία. Συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη και αναβάθμιση του ορθοδόξου ρουμανικού μοναχισμού. Γι’ αυτό και έρχονταν σ’ αυτόν να εξομολογηθούν όχι μόνο χιλιάδες Ρουμάνοι χριστιανοί, αλλά και κληρικοί από τη Ρουμανία όλων των βαθμίδων της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Την ίδια προσέλευση είχαν και οι Έλληνες χριστιανοί και κληρικοί. Τακτικά τον επισκέπτονταν οι Μητροπολίτες πρώην Αργολίδος Ιάκωβος και Σιατίστης Αντώνιος και πολλοί άλλοι. Ο ίδιος είχε γίνει μεγαλόσχημος μοναχός στην κυρίαρχη Μονή του Βατοπεδίου. Έκτοτε, σαν μεγαλόσχημος, έδινε το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα σε μοναχούς, ιερομονάχους και ιεράρχες της Ρουμανικής Εκκλησίας. Έτσι, βοήθησε τους αγάμους κληρικούς της Ρουμανίας να ενδύονται το κανονικό Μοναχικό Σχήμα, πράγμα το οποίο είχε εγκαταλειφθεί για πολλά χρόνια.
Ο Γέροντας Διονύσιος είχε πολλή διάκριση και πνευματική αρχοντιά. Απαλλαγμένος από τα κατώτερα πάθη, κινούνταν στη σφαίρα της απάθειας και της καλογερικής απλότητας. Συμπεριφερόταν στον καθένα με άπειρη ψυχική ευγένεια και απέφευγε να πληγώνει κάποιον, έστω και με το νεύμα των ματιών του. Ήξερε να αναπαύει τις ψυχές, διότι αναπαυόταν πρώτα μέσα του το Πανάγιο Πνεύμα με όλες τις αρετές.
Πηγή: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης, “Αυθεντικές μαρτυρίες Αγιορειτών πατέρων και προσκυνητών για την προσωπικότητα του οσίου Γέροντα Διονυσίου του Ρουμάνου, Αγιορείτη ησυχαστή”. Ομιλία στο Μοναχικό συμπόσιο προς τιμήν τού οσίου Γέροντα Διονυσίου του Ρουμάνου, Αγιορείτη ησυχαστή. Ιάσιο Ρουμανίας, 12-15 Νοεμβρίου 2015. (Αποσπάσματα.)

