
Θα ήθελα, αδελφοί μου, να επιστήσω την προσοχή όλων σας στο θέμα αυτό το σοβαρό, το θέμα το ηθικό. Να επιστήσω την προσοχή σας, αδελφοί μου, και να προσέξουμε. Καταρχήν όλοι να προσέξουμε για μας τους ίδιους.
Αλλά ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι να προσέξουν τα παιδιά τους. Και θα έλεγα, ότι το πρώτο και κύριο που χρειάζεται είναι η προσευχή. Δηλαδή να νιώσουμε τον κίνδυνο τον μεγάλο. Να θεωρήσουμε τις αμαρτίες αυτές τις σαρκικές σαν να είναι πανούκλα, να τις θεωρήσουμε όπως ήταν οι καταστροφικές επιδημίες χολέρας ή μιας άλλης από τις παλιές ασθένειες που θέριζαν τον κόσμο, και οι άνθρωποι μόνο που τις άκουγαν, όσο μακριά κι αν φαίνονταν ότι είναι, τρομοκρατούνταν και έσπευδαν να λάβουν τα μέτρα τους.
Να νιώσουμε λοιπόν τις αμαρτίες αυτές ως πολύ μεγάλο κίνδυνο για όλους μας και ιδιαίτερα για τα παιδιά, που είναι στην ηλικία αυτή και που βουλιάζουν κάθε μέρα και περισσότερο, καθώς ζουν μέσα σ’ αυτή την κοινωνία. Ακόμη κι εκείνα τα παιδιά τα οποία αγωνίζονται, ανθίστανται και έχουν κάποιες αρχές, ακριβώς επειδή ζουν σ’ αυτή την κοινωνία, πολλές φορές επηρεάζονται και, καθώς έχουν και άγνοια, ανεπαίσθητα πότε εδώ παγιδεύονται και πότε εκεί παγιδεύονται.
Να τις νιώσουμε ότι είναι μεγάλος κίνδυνος. Σαν να πρόκειται για την πιο θανατηφόρο, για την πιο καταστροφική ασθένεια. Όχι με την έννοια που είναι ο καρκίνος – όποιος έχει καρκίνο, έχει και τέλειωσε· δεν κινδυνεύουν οι άλλοι – αλλά με την έννοια της μεταδοτικής ασθενείας, που άμα την έχει ένας, όλοι θα την έχουμε. Να φοβηθούμε πάρα πολύ, να συνειδητοποιήσουμε τον κίνδυνο τον μεγάλο και να κράξουμε στον Θεό.
Προσωπικώς πιστεύω ότι δεν είναι δυνατόν ο Θεός ν’ αφήσει τον κόσμο μόνο στην κατρακύλα αυτή στην οποία βρέθηκε και πηγαίνει. Θα δώσει ο Θεός μετάνοια, και θα είναι φοβερή η μετάνοια. Και για να δώσει ο Θεός μετάνοια, για να δώσει ο Θεός επιστροφή, για να δώσει ο Θεός διόρθωση, χρειάζεται ακριβώς να καταλάβουμε και να συναισθανθούμε τον κίνδυνο.
Να συναισθανθούμε τον κίνδυνο, να τρομοκρατηθούμε – το λέω αυτό με όλη τη σημασία της λέξεως – να φοβηθούμε πολύ. Αλλιώς θα χαθούμε. Θα χαθούμε και οι μεγάλοι και οι μικροί. Και να προσευχηθούμε. Να κράξουμε στον Θεό και είναι αδύνατον ο Θεός να μην μας δώσει μετάνοια. Και σ’ εμάς που θα κράξουμε, θα φωνάξουμε, θα προσευχηθούμε, και στους άλλους, για τους οποίους θα προσευχηθούμε και θα κράξουμε. Θα δώσει μετάνοια ο Θεός. Θα βρει κάποιες ψυχές με καλή διάθεση. Θα βρει κάποιες ψυχές, βαπτισμένες κιόλας ψυχές, που έχουν κάποια σπέρματα μέσα τους, που θα θελήσουν να μετανοήσουν, και θα δώσει ο Θεός μετάνοια, θα δώσει επιστροφή.
Δεν ξέρω. Πρέπει να πω και να τονίσω ότι από κάποια πλευρά κανέναν δεν πρέπει κανείς να έχει εμπιστοσύνη σ’ αυτά τα θέματα. Κανέναν. Δεν ξέρεις από πού θα έλθει το κακό. Δεν ξέρεις από πού θα πέσει αυτό το κακό πάνω στο παιδί σου. Δεν ξέρεις από πού θα ξεπροβάλει το κακό αυτό και θα παγιδεύσει το παιδί σου. Δεν το ξέρεις. Γι’ αυτό ούτε και σε συγγενείς ακόμη να μην έχει κανείς εμπιστοσύνη ως προς τα θέματα αυτά. Ούτε και σε συγγενείς.
Με συγχωρείτε, που τα λέω έτσι. Δεν θέλω μ’ αυτό να σας τρομοκρατήσω με την κακή έννοια, αλλά θέλω να ξυπνήσουμε. Και επειδή εμείς είμαστε αδύνατοι και δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα, να κράξουμε στον Θεό. Να ξυπνήσουμε και να κράξουμε στον Θεό. Να μας φωτίσει ο Θεός, να μας ενδυναμώσει, να μας στηρίξει, να μας δώσει ο Θεός μετάνοια και επιστροφή. Να βάλει το χέρι του ο Θεός, για να προλάβουμε ό,τι μπορούμε να προλάβουμε. Και κυρίως να μετανοήσουμε.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 144 (αποσπάσματα).