Αγιολόγιο - Εορτολόγιο

Η ανακομιδή του άφθαρτου λειψάνου του οσίου Θεοδοσίου

 Δεκαοχτώ χρόνια αφότου η ψυχή του οσίου Θεοδοσίου, ηγουμένου της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου, αναχώρησε για τον ουρανό, οι πατέρες, με πρόταση του τότε ηγουμένου Ιωάννου, αποφάσισαν την ανακομιδή του λειψάνου του. Χωρίς χρονοτριβή, ετοίμασαν στο μεγάλο καθολικό τους έναν κατάλληλο χώρο και τοποθέτησαν εκεί μιαν όμορφη πέτρινη λάρνακα, στην οποία θα κατέθεταν το λείψανο.

Τρεις μέρες πριν από την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο ηγούμενος πρόσταξε τον όσιο Νέστορα τον Χρονογράφο να πάει στη σπηλιά του οσίου Αντωνίου, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, και να προσδιορίσει το σημείο όπου θα γινόταν το σκάψιμο. Όταν το έκανε, ο ηγούμενος του ανέθεσε την εκταφή.

– Πάρε όποιους αδελφούς θέλεις, του είπε, και πήγαινε. Φρόντισε, όμως, να μη μάθουν οι άλλοι τίποτα, μέχρι να ξεθάψετε το τίμιο λείψανο.

Την ίδια μέρα, Τρίτη, ο όσιος Νέστωρ ετοίμασε τα εργαλεία. Και το βράδυ, αφού σκοτείνιασε καλά, ξεκίνησε για τη σπηλιά. Πήρε μαζί του δύο αδελφούς που ξεχώριζαν για την αρετή τους. Οι άλλοι μοναχοί δεν ήξεραν τίποτα.

Φτάνοντας στη σπηλιά, ο όσιος άρχισε να σκάβει με ζήλο, ενώ προσευχόταν. Όταν κουράστηκε, συνέχισε άλλος αδελφός. Αλλά μέχρι τα μεσάνυχτα δεν είχαν βρει το λείψανο. Τους έπιασε βαριά θλίψη. Από τα μάτια τους άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. “Μήπως ο άγιος δεν θέλει να φανερωθεί;”, αναρωτήθηκαν. “Μήπως πρέπει να σκάψουμε στην άλλη πλευρά;”.

Ωστόσο, ο όσιος Νέστωρ έπιασε πάλι τα εργαλεία και συνέχισε να σκάβει στο ίδιο σημείο.

– Στο μοναστήρι χτύπησαν τα σήμαντρα του Όρθρου, του φώναξε ο ένας αδελφός, που βρισκόταν μπροστά στη σπηλιά.

– Όπου να ‘ναι τελειώνω, αποκρίθηκε εκείνος.

Χωρίς να το ξέρει, έσκαβε ακριβώς πάνω από το τίμιο λείψανο. Μόλις το αντιλήφθηκε, αναφώνησε με χαρά και φόβο:

– Κύριε, με τις πρεσβείες του οσίου Θεοδοσίου ελέησέ με!

Έστειλε αμέσως τους δύο αδελφούς να ειδοποιήσουν τον ηγούμενο. Σε λίγο ήρθαν και οι τρεις. Στο μεταξύ το τίμιο λείψανο είχε αποκαλυφθεί πλήρως. Ήταν άφθαρτο και γεμάτο αγιοπρέπεια –το πρόσωπο φωτεινό, τα μάτια κλειστά, τα χείλη ενωμένα, τα μαλλιά στη θέση τους. Το τοποθέτησαν σ’ ένα φορείο και το μετέφεραν μπροστά στη σπηλιά.

Οι μοναχοί της λαύρας, πηγαίνοντας στον ναό για τον Όρθρο και ατενίζοντας προς το μέρος της σπηλιάς, είδαν από πάνω της ένα θαυμαστό φως. Το είδαν, επίσης, πολλοί ευσεβείς χριστιανοί από την πόλη του Κιέβου.

Ο όσιος Στέφανος, επίσκοπος Βλαντίμιρ και μαθητής του οσίου Θεοδοσίου, βρισκόταν εκείνη τη βραδιά στη Μονή του Κλοβ, την οποία είχε ιδρύσει. Κοιτάζοντας προς τη Λαύρα των Σπηλαίων, είδε κι αυτός μέσα στη νύχτα το φως πάνω από τη σπηλιά του οσίου. Κατάλαβε ότι γινόταν η ανακομιδή του λειψάνου του και λυπήθηκε που απουσίαζε. Πήρε μαζί του τον ηγούμενο της Μονής του Κλοβ Κλήμη και ξεκίνησε βιαστικά για τη λαύρα. Προχωρώντας καβάλα στ’ άλογά τους, είδαν πάλι από μακριά εκείνο το φως. Και πλησιάζοντας, αντίκρισαν πάνω από τη σπηλιά πλήθος αναμμένα κεριά. Σαν έφτασαν όμως εκεί, διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε τίποτε απ’ όλα αυτά. Τότε κατάλαβαν πώς ήταν σημεία που αποκάλυπταν τη χάρη του τιμίου λειψάνου του αγίου.

 

Από το βιβλίο: Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2009, σελ. 75.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ανακομιδή του άφθαρτου λειψάνου του οσίου Θεοδοσίου

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.