
Ο άγιος Δημήτριος Μπεγιάζης καταγόταν από την Μυτιλήνη. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του παντρεύτηκε ξανά έναν άνθρωπο που αποδείχθηκε σκληρός απέναντι στους δύο γιους της. Έτσι ο Δημήτριος έφυγε κρυφά από το σπίτι για να γλυτώσει από τους ξυλοδαρμούς. Τον πήρε σπίτι του ένας Τούρκος, που όταν έγινε δεκαοκτώ ετών του πρότεινε να του δώσει για γυναίκα την κόρη του υπό τον όρο να ασπαστεί την μουσουλμανική θρησκεία. Αρνούμενος έστω και ν’ ακούσει παρόμοια πρόταση, έφυγε για τον Κασαμπά της Μικράς Ασίας, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Αναστάσιο, ένα μακρινό συγγενή του ηλικίας είκοσι ετών, ο οποίος και του έμαθε την τέχνη του καλαθοποιού.
Μία ημέρα καθώς έπλεκαν στην σκιά ενός πλατάνου, σταμάτησαν εκεί δύο αξιωματικοί του τουρκικού στρατού και βλέποντας τους δύο νέους πρότειναν σ’ αυτούς να γίνουν μουσουλμάνοι για να απολαύσουν πλούτη και να έχουν πολλές γυναίκες. Ο Αναστάσιος και ο Δημήτριος σηκώθηκαν αμέσως, ομολόγησαν ότι ήσαν χριστιανοί και δήλωσαν ότι το Ευαγγέλιο δεν τους επέτρεπε να πράξουν κάτι τέτοιο.
Οι αξιωματικοί μπροστά στην αποφασιστικότητά τους τούς παρέδωσαν στο κριτήριο, κατηγορώντας τους ότι εξύβρισαν την θρησκεία του Μωάμεθ. Οι δύο νέοι παρέμειναν ακλόνητοι και απέρριψαν όλες τις κολακευτικές προτάσεις που τους έγιναν. Έτσι παραδόθηκαν στα βασανιστήρια και καταδικάστηκαν να κρεμαστούν την επομένη, 11 Αυγούστου 1816 (ή 1819).
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δωδέκατος, Αύγουστος. Ίνδικτος, Αθήναι 2009, σελ. 108.