
Η θλίψη, αγαπητοί μου, το δυσάρεστο αυτό συναίσθημα, που όταν εμφανίζεται στη ζωή μας δεν χωράει στην ψυχή και κάνει τους ανθρώπους του κόσμου να μελαγχολούν, να στενοχωρούνται, να τρομοκρατούνται, για τον πιστό Χριστιανό παραδόξως παίρνει άλλο νόημα· μεταβάλλεται σε ένα είδος ευεργεσίας του Θεού. Γιατί ο Κύριος έχει τον τρόπο να κρύβει τα αγαθά του πολλές φορές κάτω από το μαύρο πέπλο της δυστυχίας και του πόνου· και ο Χριστιανός μαθαίνει πώς να ανασύρει το μαύρο αυτό πέπλο, να βλέπει πίσω απ’ αυτό και να βρίσκει εκεί σκοπιμότητα και ωφέλεια από τη θλίψη.
Αυτό δεν είναι μία φανταστική θεωρία, είναι μία πραγματικότητα. Είναι μια αλήθεια, που τη βλέπουν και τη ζουν καθημερινώς στη ζωή τους τα πιστά τέκνα του Θεού.
Όποιος αμφιβάλλει για την αλήθεια αυτή, δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο απ’ το να μελετήσει προσεκτικά το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα, της Κυριακής της Σαμαρείτιδος (Πραξ. 11:19-30). Τι θα δει σ’ αυτό· θα δει δύο μεγάλες αιτίες θλίψεως, δύο σοβαρές δοκιμασίες που έζησαν οι πιστοί στις πρώτες ημέρες της Εκκλησίας· μία ήταν εξ ανθρώπων και μία ήταν εκ των πραγμάτων· η μία ήταν διωγμός και η άλλη ήταν λιμός (= πείνα)! Αυτά ήρθαν να ταράξουν τη ζωή τους. Βλέπει όμως εκεί και πώς τα αντιμετώπισαν εκείνοι· πώς και τα δύο αυτά είδη – αιτίες θλίψεως έγιναν για τους Χριστιανούς πρόξενοι αγαθού.
Αλλ’ ας δούμε το πώς.
Μετά την ανάσταση του Χριστού, αγαπητοί μου, και την θεμελίωση της αγίας μας Εκκλησίας άρχισε στα Ιεροσόλυμα ένας ευλογημένος διχασμός, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο (Λουκ. 12:49-53). Όσοι μετανόησαν για τη στάση τους απέναντι στον Ιησού το Ναζωραίο, τον σταυρωθέντα και αναστάντα εκ νεκρών, αυτοί πίστεψαν σ’ αυτόν, συντάχθηκαν με τους αγίους αποστόλους, βαπτίσθηκαν και εντάχθηκαν στα πρώτα μέλη της Εκκλησίας. Οι άλλοι όμως, οι μη πιστεύοντες στο Χριστό Ιουδαίοι, με επί κεφαλής τους αρχιερείς και φαρισαίους, κήρυξαν στα Ιεροσόλυμα διωγμό εναντίον της Εκκλησίας του Χριστού. Με την πρώτη ευκαιρία συλλαμβάνουν δύο αποστόλους, τον Πέτρο και τον Ιωάννη, και τους φυλακίζουν κατ’ επανάληψιν (Πραξ. κεφ. 4ο-5ο), λιθοβολούν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο (ε.α. 7ο), διώκουν όλους τους πιστούς (ε.α. 8ο), φονεύουν τον άγιο Ιάκωβο τον αδελφόθεο και φυλακίζουν πάλι τον Πέτρο (ε.α. 12ο)… Δεν παύουν να χτυπούν με μανία τους αποστόλους, νομίζοντας ότι η εξόντωση των κηρύκων της πίστεως θα πνίξει και θα σβήσει τον Χριστιανισμό που άρχισε να ριζώνει.
Αλλ’ ό,τι επινοούσαν και επιχειρούσαν αυτοί ως τρόπους καταπνίξεως του Χριστιανισμού, αυτά έγιναν αντιθέτως τρόποι διαδόσεως και ενισχύσεως της νέας πίστεως. Και να πώς. Οι απόστολοι, μη μπορώντας πλέον να παραμείνουν μέσα στην προφητοκτόνο Ιερουσαλήμ, έφυγαν, σκόρπισαν στην ύπαιθρο. Κ’ εκεί βέβαια δεν έμειναν αργοί· κήρυτταν το Χριστό, και έτσι πολλές νέες ψυχές πίστευαν σ’ αυτόν και βαπτίζονταν. Σημειώνεται στις Πράξεις και τ’ ακούσαμε σήμερα· «Οι μεν (απόστολοι και μαθηταί του Κυρίου) διασπαρέντες από της θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω διήλθον έως Φοινίκης και Κύπρου και Αντιοχείας» (Πραξ. 11:19). Ο διωγμός δηλαδή, αντί να βλάψει την Εκκλησία, έγινε αντιθέτως πρόξενος ωφελείας· συνετέλεσε, ώστε οι απόστολοι να διασκορπισθούν γρηγορότερα έξω από τα Ιεροσόλυμα και να μεταδώσουν και σ’ άλλες ψυχές το φως της πίστεως.
Δεν ζημίωσε, λοιπόν, τους Χριστιανούς ο πρώτος αυτός διωγμός. Αλλ’ ούτε και οι επόμενοι διωγμοί, των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Όπως μαρτυρεί η ιστορία της Εκκλησίας, στον καιρό των θλίψεων και των κατατρεγμών αναπτύσσονται τα ωραιότερα άνθη των χριστιανικών αρετών· της πίστεως, της ελπίδος, της παρρησίας, της καρτερίας, της ομολογίας, της συγχωρήσεως, της αγάπης! Το αίμα των αγίων μαρτύρων γινόταν τότε ο σπόρος του Χριστιανισμού και το λίπασμα για να βλαστήσει η πίστη σε νέα εδάφη, σε νέα γεώργια.
Διώκετο ένας και πίστευαν δέκα, ένας μαρτυρούσε και εκατό έσπευδαν ν’ αναπληρώσουν την κενή θέση του μάρτυρος. Το απάνθρωπο μένος των αιμοβόρων διωκτών, μέσα στη θαυμαστή «αλχημεία» της θείας προνοίας, μετέβαλλε την ενέργειά του από καταστρεπτική σε ευεργετική· αντί για ξερίζωμα γινόταν κλάδεμα του δέντρου, κι αυτό έφερνε φούντωμα και μεγαλύτερη καρποφορία. Αυτό προκαλούσαν άθελά τους οι δήμιοι!
Οι αληθινοί όμως Χριστιανοί της αποστολικής εποχής αντιμετώπισαν εξίσου επιτυχώς και τον άλλο πειρασμό, τον λιμό (πείνα). Τον πειρασμό αυτόν βέβαια δεν τον επέβαλλαν άνθρωποι· προερχόταν από αστάθμητους παράγοντες, επιβαλλόταν εκ των πραγμάτων – με την έγκριση βέβαια του Κυρίου.
Ο «μέγας» εκείνος «λιμός», που προφητεύθηκε και πραγματοποιήθηκε «επί Κλαυδίου Καίσαρος» (Πραξ. 11:28), έκανε όλη την ανθρωπότητα να υποφέρει, αλλά για τους Χριστιανούς έγινε αφορμή να εκδηλωθεί και πάλι η θαυμαστή αγάπη και αλληλεγγύη τους.
Μόλις ο προφήτης Άγαβος «εσήμανε δια του Πνεύματος» ότι πρόκειται ν’ ακολουθήσει αυτή η στέρηση, οι Χριστιανοί ετοιμάστηκαν να την αντιμετωπίσουν. Θυμήθηκαν τους φτωχότερους αδελφούς των· και οι φτωχότεροι ήταν οι πιστοί της εκκλησίας των Ιεροσολύμων, λόγω του διωγμού εκεί από τους απίστους, όπως είδαμε. Διενεργούν λοιπόν έρανο, στον οποίο συνεισφέρουν καθένας κατά δύναμιν, και το προϊόν του εράνου το «απέστειλαν προς τους πρεσβυτέρους δια χειρός Βαρνάβα και Σαύλου» (Πραξ. 11:30).
Τι παράδοξο πράγμα! Οι κοσμικοί άνθρωποι σε εποχή πείνας, και με την απλή υπόνοια ότι θα παρουσιαστεί έλλειψη τροφίμων, γίνονται φίλαυτοι, εγωιστικότεροι απ’ ό,τι ήταν· αγοράζουν, αποθηκεύουν, κρύβουν τα υπάρχοντά τους, ή αρπάζουν και ξένα, και όλα αυτά τα ασφαλίζουν σε μυστικές αποθήκες, για να έχουν αποθέματα και να μην πεινάσουν αυτοί και το σπίτι τους. Αδιαφορούν αν οι άλλοι στερούνται· αρκεί αυτοί να ζήσουν, να σωθούν, και όλοι οι άλλοι ας πεινάσουν κι ας πεθάνουν από την πείνα. Ω! τα δυστυχήματα, όπως η πείνα, γίνονται πιο φοβερά στη χώρα των απίστων, αφού εκεί λείπει η αγάπη του Χριστού και οι καρδιές σκληραίνουν.
Μεταξύ των Χριστιανών, όταν οι άλλοι δίπλα τους στερούνται, θλίβονται και δυστυχούν, τότε γίνεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε το δυστύχημα να μετριασθεί και ν’ ανακουφισθεί ο θλιβόμενος αδελφός. Τότε, στον καιρό της θλίψεως, οι αληθινοί Χριστιανοί δείχνουν μια αρετή υπεράνθρωπη· σαν άγγελοι τρέχουν παντού στο μέρος τους, για να μοιραστούν το ψωμί μ’ αυτούς που πεινούν, για να ντύσουν γυμνούς, για να στεγάσουν αστέγους, για να περιποιηθούν αρρώστους, κατάκοιτους και τραυματίες.
Τι βλέπουμε λοιπόν, αδελφοί μου, στα δύο αυτά θλιβερά περιστατικά, του διωγμού και του λιμού; Ότι στον γνήσιο Χριστιανισμό όλα, και οι πιο αντίξοες και δυσάρεστες περιστάσεις, γίνονται μέσα σωτηρίας και αγιασμού. Ο διωγμός αύξησε την Εκκλησία, και ο λιμός έκανε να καρποφορήσει το δέντρο της αγάπης. Κι από τα δύο αυτά καμίνια της θλίψεως ο Χριστιανισμός βγήκε λαμπρότερος.
Και αυτό, που είδαμε στην πρώτη Εκκλησία, να ξέρουμε ότι συμβαίνει και θα συμβαίνει πάντοτε· όσα καμίνια θλίψεως κι αν ανάψουν πάνω στον πλανήτη μας, η πίστη του Χριστού δεν έχει να ζημιωθεί. Αντιθέτως, γνώρισμά της είναι τότε ακριβώς να στίλβει περισσότερο, μέσα στη θλίψη να λάμπει και ν’ αστράφτει πιο πολύ. Οι πιστοί το ξέρουν. Γι’ αυτό μαζί με τον απόστολο Παύλο, που μέσ’ στη ζωή του δοκίμασε όλα τα είδη θλίψεως (βλ. Β’ Κορ. 11, 23-33), μπορούν κι αυτοί, με βεβαιότητα για το αίσιο τέλος των θλίψεων, να λένε: Σε όποιον αγαπά το Θεό όλα του βγαίνουν σε καλό· «Τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. 8:28).
Άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Ι. Μ. Αιτωλίας και Ακαρνανίας «Κοσμάς ο Αιτωλός» (Μεσολόγγι, φ. 242/15-5-1940). Μεταφορά σε απλή γλώσσα και μικρή ανάπτυξη 17-4-2020.