Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου2 Ιουνίου

Των Αγίων Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Εράσμου και των συν αυτώ μαρτυρησάντων κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος Νικηφόρος ο ΟμολογητήςΤω αυτώ μηνί Β’, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού.

Του Πατριάρχου Πατριάρχης πλησίον,
Θείου γέροντος Αβραάμ Νικηφόρος.

Δευτερίη Νικηφόρος εις Εδέμ εύρατο μοίρην.

Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, του και Καβαλίνου επονομαζομένου και εικονομάχου γενομένου εν έτει ψμδ’ [744]. Γέννημα και θρέμμα της βασιλευούσης των πόλεων. Οι δε γονείς αυτού ήτον ευγενείς και ονομαστοί, Θεόδωρος και Ευδοκία ονομαζόμενοι. Ο γαρ πατήρ του Θεόδωρος, ήτον υπογραφεύς και Νοτάριος των προσταγμάτων και ορισμών του βασιλέως. Διαβαλθείς δε εις τον βασιλέα, ότι προσκυνεί τας θείας εικόνας, κατεξεσχίσθη με δαρμούς και μάστιγας, και εξωρίσθη εις την Μύλασσαν, ήτις είναι κάστρον σκληρόν, και δεινότατον παραθαλάσσιον, και ευρίσκεται εις την εν τη Μικρά Ασία Καρίαν, κοινώς δε ονομάζεται Μεσσί, με θρόνον Επισκόπου τετιμημένην υπό τον Σταυρουπόλεως Μητροπολίτην. Μετά ταύτα δε ανακληθείς από την εξορίαν, και μη υπακούσας εις τα παράνομα του βασιλέως προστάγματα, πάλιν εξωρίσθη εις την Νίκαιαν, την τουρκιστί καλουμένην Ισνίκ, και εκεί διαπεράσας χρόνους εξ με πολλάς κακοπαθείας, ετελείωσε την ζωήν του ο αξιομακάριστος. Ο δε τούτου υιός, ο τίμιος, λέγω, ούτος Νικηφόρος, από αυτήν σχεδόν την γέννησίν του ετειλίχθη με τα σπάργανα της Ορθοδοξίας. Αφ’ ου δε επέρασε την νηπιώδη ηλικίαν, και επαιδεύθη καλώς τα ιερά γράμματα, έγινε βασιλικός γραμματικός. Ύστερον δε στοχασθείς όλα τα πράγματα του κόσμου, ως σκύβαλα και υφάσματα της αράχνης, ανεχώρησεν από την Κωνσταντινούπολιν, και επήγεν εις την αυτής Προποντίδα. Εκεί δε μόνος ευρισκόμενος, μόνω επρόσεχε και εσχόλαζε τω Θεώ, μεταχειριζόμενος πόνους πολλούς και ταλαιπωρίας της ασκήσεως. Επειδή δε ο μέγας Ταράσιος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ετελεύτησε, δια τούτο ο τότε βασιλεύς Νικηφόρος ο Πατρίκιος και γενικός λογοθέτης ο εν έτει ωβ’ [802] βασιλεύσας, εβίασε τον Άγιον τούτον Νικηφόρον και έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εν τω τετάρτω έτει της βασιλείας του, ήτοι εν έτει ως’ [806] κατά την Κυριακήν του Πάσχα.

Επειδή δε μετά ολίγον αναπαύθη ο βασιλεύς Νικηφόρος, δια τούτο έγινε διάδοχος της βασιλείας Σταυράκιος ο υιός του, εν έτει ωια’ [811]. Αποθανόντος δε και αυτού ογλίγωρα (δύω μήνας γαρ μόνον εβασίλευσε) διεδέχθη την βασιλείαν Μιχαήλ ο Κουροπαλάτης και Ραγκαβέ επονομαζόμενος, ο ευσεβέστατος εκείνος αυτοκράτωρ, εν έτει ωια’ [811]. Τούτον δε καταβιβάσας από τον βασιλικόν θρόνον Λέων ο πέμπτος, ήτοι ο Αρμένιος, έγινε βασιλεύς εν έτει ωιγ’ [813]. Και εκινήθη ο αλιτήριος κατά των αγίων εικόνων, και κατά της ευσεβούς ημών πίστεως. Όσα δε λόγια και ελεγμούς είπεν ο σεβάσμιος πατήρ και Άγιος ούτος Νικηφόρος, προς τον δυσσεβή τούτον βασιλέα, περί της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, αδύνατον είναι και να τα ειπή τινας και να τα γράψη. Όθεν ο θεομισής τύραννος θυμωθείς, εκατέβασε τον Άγιον από τον Πατριαρχικόν θρόνον, και εξώρισεν αυτόν, και εις φυλακήν έκλεισε, προστάξας, ότι να μη λάβη ο αοίδιμος από κανένα άνθρωπον ουδεμίαν παρηγορίαν. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον διεπέρασεν ο γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής, κακοπαθών και ταλαιπωρούμενος εν τη εξορία, έως οπού ο δείλαιος βασιλεύς απέρριψε την ψυχήν του, κατακοπείς μεληδόν, μέσα εις αυτό το θυσιαστήριον του εν τω Φάρω Ναού κατά την εορτήν των Χριστού Γεννών από τους οικείους του, και μάλιστα από Μιχαήλ τον Τραυλόν. Ο δε μακάριος Νικηφόρος καταπονηθείς από τας πολυχρονίους ταλαιπωρίας, και εις εβδομήντα χρόνους φθάσας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Εννέα μεν γαρ χρόνους, επέρασεν εν τη Πατριαρχεία, δεκατρείς δε, εν τη εξορία. Κατά δε τον χαρακτήρα του σώματος ήτον κατά πάντα όμοιος με τον Άγιον Κύριλλον τον Αλεξανδρείας, έξω από τα σκαντζουρά μαλλία οπού είχεν ο θείος Κύριλλος, και έξω από την γενειάδα εκείνου, και το παρδαλόν των μαλλίων. Ο γαρ Άγιος Νικηφόρος ήτον όλος άσπρος εις τα μαλλία, και ούτε μακράν είχε την μύτην, ούτε παχέα τα χείλη, καθώς τα είχεν ο μέγας Κύριλλος. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν Ναόν των Αγίων Αποστόλων των μεγάλων, όπου και το τίμιον αυτού ευρίσκεται λείψανον. (Του οποίου η ανακομιδή εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην του Μαρτίου (1).)

(1) Κοντά εις τα άλλα συγγράμματα οπού συνέγραψεν ο θείος ούτος Νικηφόρος, εξέδωκε και Κανόνας τριανταεπτά, τους οποίους όρα εν τω ημετέρω Πηδαλίω.

*

Τη αυτή ημέρα οι Άγιοι τριακονταοκτώ Μάρτυρες εν λουτρώ βληθέντες, της θύρας εμφραγείσης, τελειούνται.

Μάτην αθληταίς φράττεται λουτρού θύρα,
Χριστός γαρ εγγύς εκβοών· εγώ θύρα.

*

Η Αγία Μήτηρ μετά των Αγίων τριών τέκνων αυτής, ξίφει τελειούται.

Συν παιδίοις τμηθείσα Μήτερ καλλίπαις,
Ιδού βοάς εγώ τε και τα παιδία.

*

Άγιος ΈρασμοςΟ Όσιος Ιερομάρτυς Έρασμος ο εν τη Χερμελία της Αχρίδος, εν ειρήνη τελειούται.

Έρασμον αθλήσαντα σην Σώτερ χάριν,
Ερασμίως τρέχοντα εις πόλον, δέχου.

Ούτος ο Άγιος, εκατάγετο μεν από την Αντιόχειαν, ήκμαζε δε κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, εν έτει σθ’ [209]. Ασκητικήν δε ζωήν ζήσας πρότερον, εις τόσην τελειότητα έφθασεν, ώστε οπού ελάμβανε τροφήν δια μέσου των κοράκων, και χαρισμάτων πολλών παρά Θεού ηξιώθη, διο και χωρίς να θέλη έγινεν Αρχιερεύς. Είτα ζήλον θείον λαβών εις την ψυχήν του, επεριπάτει εις κάθε μέρος αποστολικώς, κηρύττων τον λόγον του Ευαγγελίου, και ποιών θαυμάσια πάμπολλα. Καταντήσας γαρ εις την εν τη Αχρίδι πόλιν Λυχνιδών, εκεί ανέστησεν ένα παιδίον αποθαμένον, και τον πατέρα του παιδίου, Αναστάσιον ονόματι, εβάπτισεν ομού με άλλους πολλούς· και τα εκείσε ευρισκόμενα είδωλα συντρίψας, εις διάστημα επτά ημερών εδίδασκε τον λαόν, οδηγών αυτόν εις το φως της θεογνωσίας. Επειδή δε τότε ευρίσκετο ο Μαξιμιανός εις την Ερμούπολιν την εν τω Ιλλυρικώ κειμένην, δια τούτο επήγεν ένας και εφανέρωσεν αυτώ, ότι οι θεοί μας εσυντρίφθησαν από ένα άνθρωπον Αντιοχέα, όστις κηρύττει Θεόν, Ιησούν τον εσταυρωμένον. Ο δε βασιλεύς έστειλεν ανθρώπους, και έφερον τον Άγιον έμπροσθέν του. Ερώτησεν αυτόν λοιπόν, ποίος είναι, και ποίον Θεόν προσκυνεί. Επειδή δε ο Άγιος εσιώπα, δια τούτο ο τύραννος θυμωθείς, επρόσταξε να δείρουν αυτόν εις το πρόσωπον. Ο δε Άγιος ερώτα να μάθη την αιτίαν, δια την οποίαν δέρνεται. Ο τύραννος απεκρίθη· διατί δεν προσκυνείς τους θεούς. Και ποίους θεούς λέγεις μοι να προσκυνήσω; αντέφησεν ο Μάρτυς. Εγώ γαρ προσκυνώ και λατρεύω τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν. Πλην ειπέ μοι, ποίον θεόν να προσκυνήσω; Ο βασιλεύς εχαροποιήθη δια τον λόγον τούτον. Όθεν επήρε τον Μάρτυρα, και επήγαν μαζί εις τον ναόν του Διος. Ο δε Άγιος προσευχηθείς εις τον Θεόν, λέγει εις τον βασιλέα. Ποίον θεόν λέγεις μοι να προσκυνήσω; Ο βασιλεύς έδειξεν αυτώ το είδωλον του Διος, το οποίον ήτον χάλκινον, δώδεκα ποδαρίων εις το ύψος, και έξι εις το πλάτος. Τότε ο Άγιος είδεν αυτό με βλοσυρόν όμμα, και ω του θαύματος! παρευθύς έπεσε και συνετρίβη εις λεπτά. Από δε το είδωλον ευγήκεν ένας δράκων φοβερός, όστις αφάνισε πολύ πλήθος ανθρώπων. Και ο μεν βασιλεύς εγύρισεν εις το παλάτιον με καταισχύνην. Ο δε λαός φοβηθέντες από τον δράκοντα, επρόσπεσαν εις τους πόδας του Μάρτυρος, και πιστεύσαντες τω Χριστώ, εβαπτίσθησαν από τον Άγιον είκοσι χιλιάδες άνθρωποι.

Ύστερον εθανάτωσεν ο Άγιος τον δράκοντα, και πιασθείς από τους στρατιώτας ομού με όλον τον λαόν, οπού εβαπτίσθησαν, παρεστάθη εις τον βασιλέα. Όστις τας μεν είκοσι χιλιάδας των βαπτισθέντων απεκεφάλισε, τον δε Άγιον ένδυσε με ένα ρούχον χάλκινον πεπυρωμένον, αλλ’ υπό της θείας χάριτος εις ψυχρότητα κρυστάλλου το πυρ μετεβλήθη. Είτα κλείεται ο Άγιος εις φυλακήν, δι’ επιφανείας όμως του Ταξιάρχου Μιχαήλ λυτρόνεται από την φυλακήν, καθώς ποτε δια του αυτού ελυτρώθη εκ της φυλακής του Ηρώδου και ο κορυφαίος Πέτρος. Ελευθερώσας δε τον Άγιον ο Αρχάγγελος, επήγεν αυτόν εις την Καμπανίαν, εις πόλιν ονομαζομένην Φρυμόν, δια να κηρύξη και εκεί τον λόγον του Ευαγγελίου, και να επιστρέψη πολλούς προς τον Θεόν, ο δη και εποίησε. Τελευταίον πηγαίνωντας ο του Χριστού αθλητής και Ισαπόστολος εις την πόλιν Χερμελίαν, εκεί εκατοίκησεν. Όταν δε ήλθεν ο καιρός της αυτού τελειώσεως, επροσκύνησε κατά ανατολάς τρεις φοραίς, και παρακαλέσας τον Θεόν, να χαρίζη άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον εις όλους εκείνους, οπού ήθελαν επικαλεσθούν μετά πίστεως το όνομά του, και εκτελούν την μνήμην του, ήκουσε θείαν φωνήν άνωθεν λέγουσαν· «Ούτως έσται ως προσηύξω, και περισσότερον γενήσεται, εμού θεράπον Έρασμε». Ταύτα ακούσας ο Άγιος, εχάρη πολλά, είτα θεωρήσας εις τον Ουρανόν, είδεν ένα υπέρλαμπρον στέφανον, οπού εκατέβαινεν εις αυτόν. Ομοίως είδε τάγματα Αγγέλων, χορούς Προφητών και Αποστόλων, δήμους Μαρτύρων, και τας των δικαίων απάντων τάξεις, οίτινες ήρχοντο δια να τον υπαντήσουν. Όθεν ειπών· «Κύριε Ιησού δέξαι το πνεύμα μου», ανήλθε χαίρων εις τα Ουράνια. (Τον κατά πλάτος Βίον και την τούτου ασματικήν Ακολουθίαν, όρα εν ιδία φυλλάδι τυπωθείση εν Μοσχοπόλει.)

*

Αι δια του Αγίου Εράσμου πιστεύσασαι τω Χριστώ είκοσι χιλιάδες, ξίφει τελειούνται.

Κάρας αθλητών τας ξίφει τετμημένας,
Εύρης πεσόντων χιλιάδας δις δέκα.

*

Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης, ο εν Ασπροκάστρω μαρτυρήσας εν έτει ͵αυϞβ’ [1492], ξίφει τελειούται.

Δους αίμα βραχύ ω Ιωάννη μάκαρ,
Εξηγόρασας Βασιλείαν του πόλου (2).

(2) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

*

Ο Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος, ο εν Φιλαδελφεία μαρτυρήσας εν έτει ͵αχνζ’ [1657], μαχαίρα τελειούται.

Φρίττει σε Δημήτριε και πυρ εικότως,
Υπέρ Θεού θανόντα, ον φρίττει κτίσις (3).

(3) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος Νικηφόρος ο ΟμολογητήςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Β΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ.

Τοῦ Πατριάρχου Πατριάρχης πλησίον,
Θείου γέροντος Ἁβραὰμ Νικηφόρος.

Δευτερίῃ Νικηφόρος εἰς Ἐδὲμ εὕρατο μοίρην.

Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου, τοῦ καὶ Καβαλίνου ἐπονομαζομένου καὶ εἰκονομάχου γενομένου ἐν ἔτει ψμδ΄ [744]. Γέννημα καὶ θρέμμα τῆς βασιλευούσης τῶν πόλεων. Οἱ δὲ γονεῖς αὐτοῦ ἦτον εὐγενεῖς καὶ ὀνομαστοί, Θεόδωρος καὶ Εὐδοκία ὀνομαζόμενοι. Ὁ γὰρ πατήρ του Θεόδωρος, ἦτον ὑπογραφεὺς καὶ Νοτάριος τῶν προσταγμάτων καὶ ὁρισμῶν τοῦ βασιλέως. Διαβαλθεὶς δὲ εἰς τὸν βασιλέα, ὅτι προσκυνεῖ τὰς θείας εἰκόνας, κατεξεσχίσθη μὲ δαρμοὺς καὶ μάστιγας, καὶ ἐξωρίσθη εἰς τὴν Μύλασσαν, ἥτις εἶναι κάστρον σκληρόν, καὶ δεινότατον παραθαλάσσιον, καὶ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ Καρίαν, κοινῶς δὲ ὀνομάζεται Μεσσί, μὲ θρόνον Ἐπισκόπου τετιμημένην ὑπὸ τὸν Σταυρουπόλεως Μητροπολίτην. Μετὰ ταῦτα δὲ ἀνακληθεὶς ἀπὸ τὴν ἐξορίαν, καὶ μὴ ὑπακούσας εἰς τὰ παράνομα τοῦ βασιλέως προστάγματα, πάλιν ἐξωρίσθη εἰς τὴν Νίκαιαν, τὴν τουρκιστὶ καλουμένην Ἰσνίκ, καὶ ἐκεῖ διαπεράσας χρόνους ἓξ μὲ πολλὰς κακοπαθείας, ἐτελείωσε τὴν ζωήν του ὁ ἀξιομακάριστος. Ὁ δὲ τούτου υἱός, ὁ τίμιος, λέγω, οὗτος Νικηφόρος, ἀπὸ αὐτὴν σχεδὸν τὴν γέννησίν του ἐτειλίχθη μὲ τὰ σπάργανα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασε τὴν νηπιώδη ἡλικίαν, καὶ ἐπαιδεύθη καλῶς τὰ ἱερὰ γράμματα, ἔγινε βασιλικὸς γραμματικός. Ὕστερον δὲ στοχασθεὶς ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ὡς σκύβαλα καὶ ὑφάσματα τῆς ἀράχνης, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν αὐτῆς Προποντίδα. Ἐκεῖ δὲ μόνος εὑρισκόμενος, μόνῳ ἐπρόσεχε καὶ ἐσχόλαζε τῷ Θεῷ, μεταχειριζόμενος πόνους πολλοὺς καὶ ταλαιπωρίας τῆς ἀσκήσεως. Ἐπειδὴ δὲ ὁ μέγας Ταράσιος ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἐτελεύτησε, διὰ τοῦτο ὁ τότε βασιλεὺς Νικηφόρος ὁ Πατρίκιος καὶ γενικὸς λογοθέτης ὁ ἐν ἔτει ωβ΄ [802] βασιλεύσας, ἐβίασε τὸν Ἅγιον τοῦτον Νικηφόρον καὶ ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐν τῷ τετάρτῳ ἔτει τῆς βασιλείας του, ἤτοι ἐν ἔτει ως΄ [806] κατὰ τὴν Κυριακὴν τοῦ Πάσχα.

Ἐπειδὴ δὲ μετὰ ὀλίγον ἀναπαύθη ὁ βασιλεὺς Νικηφόρος, διὰ τοῦτο ἔγινε διάδοχος τῆς βασιλείας Σταυράκιος ὁ υἱός του, ἐν ἔτει ωια΄ [811]. Ἀποθανόντος δὲ καὶ αὐτοῦ ὀγλίγωρα (δύω μῆνας γὰρ μόνον ἐβασίλευσε) διεδέχθη τὴν βασιλείαν Μιχαὴλ ὁ Κουροπαλάτης καὶ Ῥαγκαβὲ ἐπονομαζόμενος, ὁ εὐσεβέστατος ἐκεῖνος αὐτοκράτωρ, ἐν ἔτει ωια΄ [811]. Τοῦτον δὲ καταβιβάσας ἀπὸ τὸν βασιλικὸν θρόνον Λέων ὁ πέμπτος, ἤτοι ὁ Ἁρμένιος, ἔγινε βασιλεὺς ἐν ἔτει ωιγ΄ [813]. Καὶ ἐκινήθη ὁ ἀλιτήριος κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ κατὰ τῆς εὐσεβοῦς ἡμῶν πίστεως. Ὅσα δὲ λόγια καὶ ἐλεγμοὺς εἶπεν ὁ σεβάσμιος πατὴρ καὶ Ἅγιος οὗτος Νικηφόρος, πρὸς τὸν δυσσεβῆ τοῦτον βασιλέα, περὶ τῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἀδύνατον εἶναι καὶ νὰ τὰ εἰπῇ τινας καὶ νὰ τὰ γράψῃ. Ὅθεν ὁ θεομισὴς τύραννος θυμωθείς, ἐκατέβασε τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον, καὶ ἐξώρισεν αὐτόν, καὶ εἰς φυλακὴν ἔκλεισε, προστάξας, ὅτι νὰ μὴ λάβῃ ὁ ἀοίδιμος ἀπὸ κᾀνένα ἄνθρωπον οὐδεμίαν παρηγορίαν. Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τρόπον διεπέρασεν ὁ γενναῖος τῆς εὐσεβείας ἀγωνιστής, κακοπαθῶν καὶ ταλαιπωρούμενος ἐν τῇ ἐξορίᾳ, ἕως ὁποῦ ὁ δείλαιος βασιλεὺς ἀπέρριψε τὴν ψυχήν του, κατακοπεὶς μεληδόν, μέσα εἰς αὐτὸ τὸ θυσιαστήριον τοῦ ἐν τῷ Φάρῳ Ναοῦ κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστοῦ Γεννῶν ἀπὸ τοὺς οἰκείους του, καὶ μάλιστα ἀπὸ Μιχαὴλ τὸν Τραυλόν. Ὁ δὲ μακάριος Νικηφόρος καταπονηθεὶς ἀπὸ τὰς πολυχρονίους ταλαιπωρίας, καὶ εἰς ἑβδομῆντα χρόνους φθάσας, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Ἐννέα μὲν γὰρ χρόνους, ἐπέρασεν ἐν τῇ Πατριαρχείᾳ, δεκατρεῖς δέ, ἐν τῇ ἐξορίᾳ. Κατὰ δὲ τὸν χαρακτῆρα τοῦ σώματος ἦτον κατὰ πᾶντα ὅμοιος μὲ τὸν Ἅγιον Κύριλλον τὸν Ἀλεξανδρείας, ἔξω ἀπὸ τὰ σκαντζουρὰ μαλλία ὁποῦ εἶχεν ὁ θεῖος Κύριλλος, καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν γενειάδα ἐκείνου, καὶ τὸ παρδαλὸν τῶν μαλλίων. Ὁ γὰρ Ἅγιος Νικηφόρος ἦτον ὅλος ἄσπρος εἰς τὰ μαλλία, καὶ οὔτε μακρὰν εἶχε τὴν μύτην, οὔτε παχέα τὰ χείλη, καθὼς τὰ εἶχεν ὁ μέγας Κύριλλος. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν σεπτὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῶν μεγάλων, ὅπου καὶ τὸ τίμιον αὐτοῦ εὑρίσκεται λείψανον. (Τοῦ ὁποίου ἡ ἀνακομιδὴ ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ Μαρτίου (1).)

(1) Κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα συγγράμματα ὁποῦ συνέγραψεν ὁ θεῖος οὗτος Νικηφόρος, ἐξέδωκε καὶ Κανόνας τριανταεπτά, τοὺς ὁποίους ὅρα ἐν τῷ ἡμετέρῳ Πηδαλίῳ.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ Ἅγιοι τριακονταοκτὼ Μάρτυρες ἐν λουτρῷ βληθέντες, τῆς θύρας ἐμφραγείσης, τελειοῦνται.

Μάτην ἀθληταῖς φράττεται λουτροῦ θύρα,
Χριστὸς γὰρ ἐγγὺς ἐκβοῶν· ἐγὼ θύρα.

*

Ἡ Ἁγία Μήτηρ μετὰ τῶν Ἁγίων τριῶν τέκνων αὑτῆς, ξίφει τελειοῦται.

Σὺν παιδίοις τμηθεῖσα Μήτερ καλλίπαις,
Ἰδοὺ βοᾷς ἐγώ τε καὶ τὰ παιδία.

*

Άγιος ΈρασμοςὉ Ὅσιος Ἱερομάρτυς Ἔρασμος ὁ ἐν τῇ Χερμελίᾳ τῆς Ἀχρίδος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἔρασμον ἀθλήσαντα σὴν Σῶτερ χάριν,
Ἐρασμίως τρέχοντα εἰς πόλον, δέχου.

Οὗτος ὁ Ἅγιος, ἐκατάγετο μὲν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν, ἤκμαζε δὲ κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σθ΄ [209]. Ἀσκητικὴν δὲ ζωὴν ζήσας πρότερον, εἰς τόσην τελειότητα ἔφθασεν, ὥστε ὁποῦ ἐλάμβανε τροφὴν διὰ μέσου τῶν κοράκων, καὶ χαρισμάτων πολλῶν παρὰ Θεοῦ ἠξιώθη, διὸ καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ ἔγινεν Ἀρχιερεύς. Εἶτα ζῆλον θεῖον λαβὼν εἰς τὴν ψυχήν του, ἐπεριπάτει εἰς κάθε μέρος ἀποστολικῶς, κηρύττων τὸν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ποιῶν θαυμάσια πάμπολλα. Καταντήσας γὰρ εἰς τὴν ἐν τῇ Ἀχρίδι πόλιν Λυχνιδῶν, ἐκεῖ ἀνέστησεν ἕνα παιδίον ἀποθαμένον, καὶ τὸν πατέρα τοῦ παιδίου, Ἀναστάσιον ὀνόματι, ἐβάπτισεν ὁμοῦ μὲ ἄλλους πολλούς· καὶ τὰ ἐκεῖσε εὑρισκόμενα εἴδωλα συντρίψας, εἰς διάστημα ἑπτὰ ἡμερῶν ἐδίδασκε τὸν λαόν, ὁδηγῶν αὐτὸν εἰς τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας. Ἐπειδὴ δὲ τότε εὑρίσκετο ὁ Μαξιμιανὸς εἰς τὴν Ἑρμούπολιν τὴν ἐν τῷ Ἰλλυρικῷ κειμένην, διὰ τοῦτο ἐπῆγεν ἕνας καὶ ἐφανέρωσεν αὐτῷ, ὅτι οἱ θεοί μας ἐσυντρίφθησαν ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπον Ἀντιοχέα, ὅστις κηρύττει Θεόν, Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἔστειλεν ἀνθρώπους, καὶ ἔφερον τὸν Ἅγιον ἔμπροσθέν του. Ἐρώτησεν αὐτὸν λοιπόν, ποῖος εἶναι, καὶ ποῖον Θεὸν προσκυνεῖ. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἐσιώπα, διὰ τοῦτο ὁ τύραννος θυμωθείς, ἐπρόσταξε νὰ δείρουν αὐτὸν εἰς τὸ πρόσωπον. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐρώτα νὰ μάθῃ τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν δέρνεται. Ὁ τύραννος ἀπεκρίθη· διατὶ δὲν προσκυνεῖς τοὺς θεούς. Καὶ ποίους θεοὺς λέγεις μοι νὰ προσκυνήσω; ἀντέφησεν ὁ Μάρτυς. Ἐγὼ γὰρ προσκυνῶ καὶ λατρεύω τὸν Κύριόν μου Ἰησοῦν Χριστόν. Πλὴν εἰπέ μοι, ποῖον θεὸν νὰ προσκυνήσω; Ὁ βασιλεὺς ἐχαροποιήθη διὰ τὸν λόγον τοῦτον. Ὅθεν ἐπῆρε τὸν Μάρτυρα, καὶ ἐπῆγαν μαζὶ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Διός. Ὁ δὲ Ἅγιος προσευχηθεὶς εἰς τὸν Θεόν, λέγει εἰς τὸν βασιλέα. Ποῖον θεὸν λέγεις μοι νὰ προσκυνήσω; Ὁ βασιλεὺς ἔδειξεν αὐτῷ τὸ εἴδωλον τοῦ Διός, τὸ ὁποῖον ἦτον χάλκινον, δώδεκα ποδαρίων εἰς τὸ ὕψος, καὶ ἕξι εἰς τὸ πλάτος. Τότε ὁ Ἅγιος εἶδεν αὐτὸ μὲ βλοσυρὸν ὄμμα, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἔπεσε καὶ συνετρίβη εἰς λεπτά. Ἀπὸ δὲ τὸ εἴδωλον εὐγῆκεν ἕνας δράκων φοβερός, ὅστις ἀφάνισε πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων. Καὶ ὁ μὲν βασιλεὺς ἐγύρισεν εἰς τὸ παλάτιον μὲ καταισχύνην. Ὁ δὲ λαὸς φοβηθέντες ἀπὸ τὸν δράκοντα, ἐπρόσπεσαν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Μάρτυρος, καὶ πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ, ἐβαπτίσθησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιον εἴκοσι χιλιάδες ἄνθρωποι.

Ὕστερον ἐθανάτωσεν ὁ Ἅγιος τὸν δράκοντα, καὶ πιασθεὶς ἀπὸ τοὺς στρατιώτας ὁμοῦ μὲ ὅλον τὸν λαόν, ὁποῦ ἐβαπτίσθησαν, παρεστάθη εἰς τὸν βασιλέα. Ὅστις τὰς μὲν εἴκοσι χιλιάδας τῶν βαπτισθέντων ἀπεκεφάλισε, τὸν δὲ Ἅγιον ἔνδυσε μὲ ἕνα ῥοῦχον χάλκινον πεπυρωμένον, ἀλλ’ ὑπὸ τῆς θείας χάριτος εἰς ψυχρότητα κρυστάλλου τὸ πῦρ μετεβλήθη. Εἶτα κλείεται ὁ Ἅγιος εἰς φυλακήν, δι’ ἐπιφανείας ὅμως τοῦ Ταξιάρχου Μιχαὴλ λυτρόνεται ἀπὸ τὴν φυλακήν, καθώς ποτε διὰ τοῦ αὐτοῦ ἐλυτρώθη ἐκ τῆς φυλακῆς τοῦ Ἡρώδου καὶ ὁ κορυφαῖος Πέτρος. Ἐλευθερώσας δὲ τὸν Ἅγιον ὁ Ἀρχάγγελος, ἐπῆγεν αὐτὸν εἰς τὴν Καμπανίαν, εἰς πόλιν ὀνομαζομένην Φρυμόν, διὰ νὰ κηρύξῃ καὶ ἐκεῖ τὸν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ πολλοὺς πρὸς τὸν Θεόν, ὃ δὴ καὶ ἐποίησε. Τελευταῖον πηγαίνωντας ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς καὶ Ἰσαπόστολος εἰς τὴν πόλιν Χερμελίαν, ἐκεῖ ἐκατοίκησεν. Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ καιρὸς τῆς αὐτοῦ τελειώσεως, ἐπροσκύνησε κατὰ ἀνατολὰς τρεῖς φοραῖς, καὶ παρακαλέσας τὸν Θεόν, νὰ χαρίζῃ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον εἰς ὅλους ἐκείνους, ὁποῦ ἤθελαν ἐπικαλεσθοῦν μετὰ πίστεως τὸ ὄνομά του, καὶ ἐκτελοῦν τὴν μνήμην του, ἤκουσε θείαν φωνὴν ἄνωθεν λέγουσαν· «Οὕτως ἔσται ὡς προσηύξω, καὶ περισσότερον γενήσεται, ἐμοῦ θεράπον Ἔρασμε». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἅγιος, ἐχάρη πολλά, εἶτα θεωρήσας εἰς τὸν Οὐρανόν, εἶδεν ἕνα ὑπέρλαμπρον στέφανον, ὁποῦ ἐκατέβαινεν εἰς αὐτόν. Ὁμοίως εἶδε τάγματα Ἀγγέλων, χοροὺς Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, δήμους Μαρτύρων, καὶ τὰς τῶν δικαίων ἁπάντων τάξεις, οἵτινες ἤρχοντο διὰ νὰ τὸν ὑπαντήσουν. Ὅθεν εἰπών· «Κύριε Ἰησοῦ δέξαι τὸ πνεῦμά μου», ἀνῆλθε χαίρων εἰς τὰ Οὐράνια. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον καὶ τὴν τούτου ᾀσματικὴν Ἀκολουθίαν, ὅρα ἐν ἰδίᾳ φυλλάδι τυπωθείσῃ ἐν Μοσχοπόλει.)

*

Αἱ διὰ τοῦ Ἁγίου Ἐράσμου πιστεύσασαι τῷ Χριστῷ εἴκοσι χιλιάδες, ξίφει τελειοῦνται.

Κάρας ἀθλητῶν τὰς ξίφει τετμημένας,
Εὕρης πεσόντων χιλιάδας δὶς δέκα.

*

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης, ὁ ἐν Ἀσπροκάστρῳ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αυϞβ΄ [1492], ξίφει τελειοῦται.

Δοὺς αἷμα βραχὺ ὦ Ἰωάννη μάκαρ,
Ἐξηγόρασας Βασιλείαν τοῦ πόλου (2).

(2) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

*

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος, ὁ ἐν Φιλαδελφείᾳ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αχνζ΄ [1657], μαχαίρᾳ τελειοῦται.

Φρίττει σε Δημήτριε καὶ πῦρ εἰκότως,
Ὑπὲρ Θεοῦ θανόντα, ὃν φρίττει κτίσις (3).

(3) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Εράσμου και των συν αυτώ μαρτυρησάντων κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.