Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου10 Νοεμβρίου

Των Αγίων πέντε Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα, Ολυμπά, Ροδίωνος, Εράστου, Σωσιπάτρου και Κουάρτου κ.α.

 Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιοι πέντε Απόστολοι εκ των ΕβδομήκονταΤω αυτώ μηνί Ι’, μνήμη των Αγίων πέντε Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα, Ολυμπά, Ροδίωνος, Εράστου, Σωσιπάτρου και Κουάρτου.

Εις τον Ολυμπάν.

Λάμψας Ολυμπάς ηλίου λαμπρού δίκην,
Όλυμπον (ήτοι τον ουρανόν) οικεί συν Αποστόλοις άμα.

Εις τον Ροδίωνα.

Ρόδον νοητόν ων σαφώς ο Ροδίων,
Ξίφει τρυγηθείς, πάλιν ανθεί εν πόλω.

Εις τον Έραστον.

Ερών Έραστος μανικώς του Κυρίου,
Σύνεστιν αυτώ και χαράν χαίρει ξένην.

Εις τον Σωσίπατρον.

Ο Σωσίπατρος πατρικήν δείξας σχέσιν,
Πολλούς προσήξε τω Θεώ σεσωσμένους.

Εις τον Κούαρτον.

Άρτον Θεού τον ζώντα Κούαρτος θύων,
Και την ψυχήν έθυσε λοιπόν τω Λόγω.

Εις τους πέντε ομού.

Πεντάδα μυστών του Λόγου υμνώ λόγοις,
Λόγω βροτούς λύσαντας εξ αλογίας.

Πεντάς αποστολέων δεκάτη βίον εξεπέρησεν.

Ούτοι οι Άγιοι Απόστολοι είναι από τους Εβδομήκοντα, και ο μεν Άγιος Ολυμπάς, περί του οποίου γράφει ο Παύλος εν τη προς Ρωμαίους επιστολή «Ασπάσασθε Ολυμπάν» (Ρωμ. ις’ 15), και ο Ροδίων (1), αυτοί λέγω ακολουθούντες εις τον Απόστολον Πέτρον, και οι δύω απεκεφαλίσθησαν εν τη Ρώμη από τον Νέρωνα τον βασιλεύσαντα εν έτει νδ’ [54]. Ο δε Σωσίπατρος, περί του οποίου γράφει ο Παύλος εν τη προς Ρωμαίους επιστολή «Ασπάζονται υμάς Ιάσων και Σωσίπατρος οι συγγενείς μου» (Ρωμ. ις’, 21), αυτός, λέγω, γενόμενος Επίσκοπος Ικονίου, εν ειρήνη ετελειώθη. Ο δε Έραστος, περί του οποίου γράφει ο αυτός Παύλος εν τη αυτή επιστολή «Ασπάζεται υμάς Έραστος ο οικονόμος της πόλεως» (Ρωμ. ις’, 21) (2), αυτός λέγω, γενόμενος οικονόμος της εν Ιεροσολύμοις Εκκλησίας, και μετά ταύτα χρηματίσας Επίσκοπος Νεάδος (ή Πανεάδος) εν ειρήνη ετελειώθη. Ο δε Κούαρτος, περί του οποίου γράφει ο αυτός Παύλος «Ασπάζεται υμάς Κούαρτος ο αδελφός» (αυτόθι), αυτός φημι έγινεν Επίσκοπος της πόλεως Βηρυτού, ήτοι του νυν καλουμένου Βερουτίου, και πολλούς πειρασμούς δια την ευσέβειαν υπομείνας, και πολλούς Έλληνας επιστρέψας προς Κύριον, εν ειρήνη ετελειώθη.

(1) Τούτον η του Παύλου προς Ρωμαίους επιστολή Ρωδίονα, ή Ηρωδίωνα γράφει, και ουχί Ροδίωνα. Ούτω γαρ λέγει· «Ασπάσασθε Ηρωδίωνα τον συγγενή μου» (Ρωμ. ις’ 11). Ούτος ο Ηρωδίων εορτάζεται και χωριστά κατά την εικοστήν ογδόην Μαρτίου, όπου και το Συναξάριόν του γράφεται ιδιαιτέρως.

(2) Ο δε Θεοφύλακτος, οικονόμον της πόλεως εξήγησε τον Έραστον, ουχί της εν Ιεροσολύμοις Εκκλησίας, αλλά της Κορίνθου, από την οποίαν εστάλη εις Ρώμην η προς Ρωμαίους του Παύλου επιστολή και από την οποίαν ασπάζεται τους εν Ρώμη ο Έραστος.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ορέστου.

Αθλητικών Ορέστα σων ιππασμάτων,
Νικητικά βραβεία πολλά προσδέχου.

Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπθ’ [289], καταγόμενος από την πόλιν των εν Καππαδοκία Τυάνων. Επειδή δε ωμολόγει τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, δια τούτο επιάσθη από τον ηγεμόνα Μάξιμον. Και μη πεισθείς να αρνηθή τον Χριστόν, δέρνεται με ραβδία τόσον δυνατά, ώστε οπού εκόπησαν τα σπλάγχνα του και εφαίνοντο από έξω. Αφ’ ου δε εδάρθη, εφέρθη εις τον ναόν των ειδώλων. Φυσήσας δε ο Μάρτυς τα είδωλα, ευθύς έπεσον και έγιναν ωσάν κονιορτός. Έπειτα επαραδόθη εις την φυλακήν. Και μετά επτά ημέρας παρεστάθη εις το κριτήριον του ανωτέρω ηγεμόνος. Και επειδή πάλιν αναγκάσθη να θυσιάση εις τα είδωλα και δεν επείσθη, δια τούτο ετρυπήθη από τους αστραγάλους με καρφία μακρά. Και εδέθη με αλυσίδας από ένα άγριον άλογον. Το δε άλογον διωκόμενον και τρέχον με βίαν πολλήν έως είκοσι μιλίων διάστημα, έκαμε τον του Χριστού αθλητήν να παραδώση το πνεύμα του εις χείρας Θεού.

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών Θεοστήρικτος ο εν Συμβόλοις εν ειρήνη τελειούται.

Θεοστήρικτος τον Θεόν στήσας βάσιν,
Όντως θεοστήρικτος έργοις ωράθη (3).

(3) Ο Θεοστήρικτος ούτος, όσον από το δίστιχον, φαίνεται να ήναι ο ίδιος οπού εορτάζεται κατά την δεκάτην εβδόμην του Φευρουαρίου. Το αυτό γαρ δίστιχον έχει και εκείνος.

*

Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Νόννου, του κατηχήσαντος την Αγίαν Πελαγίαν (4).

Όλος γέμων ην γνώσεως Θεού Νόννος,
Εις καλόν ειδώς και τα χείρονα τρέπειν.

(4) Ταύτης η μνήμη εορτάζεται κατά την η’ του Οκτωβρίου.

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών Μαρτίνος ο Επίσκοπος (5) εν ειρήνη τελειούται.

Βίου διαστάς, ου βραχύς τις ο δρόμος,
Τον προς πόλον Μαρτίνος έδραμε δρόμον.

(5) Σημείωσαι, ότι εν τω χειρογράφω Συναξαριστή της του Διονυσίου, ο Μαρτίνος ούτος γράφεται «Επίσκοπος Ταρακίνης». Και ει ούτως έχει, περιττώς γράφεται η μνήμη τούτου εδώ, καθότι αυτός εορτάζεται κατά την δωδεκάτην του παρόντος, και το Συναξάριον αυτού εκεί γράφεται. Το δίστιχον όμως τούτου, είναι διάφορον από το εκείνου.

*

Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Μίλου Επισκόπου του Θαυματουργού, και των δύω μαθητών αυτού.

Έκτειναν εχθροί συν δυσί μύσταις Μίλον (6),
Σφαγή μεν αυτόν, τους δε μύστας, τοις λίθοις.

Ούτος ο Άγιος Πατήρ ημών Μίλος, εγεννήθη εις ένα χωρίον των Περσών, και αφ’ ου εβαπτίσθη, έμαθε τα ιερά γράμματα. Εις καιρόν δε οπού έμελλε να γένη στρατιώτης του βασιλέως των Περσών, όταν έφθασεν εις ηλικίαν, εμπόδισεν αυτόν από το τοιούτον επιχείρημα μία φοβερά και νυκτερινή οπτασία οπού είδεν. Όθεν από τότε και εις το εξής επολιτεύετο με παρθενίαν και άσκησιν, παρακαλών τον Θεόν και δια λόγου του και δια όλον το γένος του. Αφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, αφήσας την πατρίδα του, έγινε Μοναχός. Και κατοικήσας εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον ο Προφήτης Δανιήλ είδε τας οπτασίας, όταν ήτον εις Βαβυλώνα, εχειροτονήθη Επίσκοπος από τον Επίσκοπον Γέδιον, τον ομολογητήν και μάρτυρα γενόμενον. Αφ’ ου λοιπόν εκοπίασεν ο αοίδιμος, ελέγχων τους εκεί Χριστιανούς, διατί επαρανόμουν με έργα και με λόγια, εδάρθη και εδιώχθη από αυτούς. Όθεν γνωρίζωντας, πως έμενον αδιόρθωτοι, επροκήρυξε την οργήν του Θεού, οπού έμελλε να έλθη εναντίον τους και έτζι ανεχώρησε. Μετά δε παρέλευσιν τριών μηνών, ήλθεν εις έργον η πρόρρησίς του. Επειδή γαρ οι άρχοντες της επισκοπής του, έκαμαν ένα μεγάλον σφάλμα εις τον βασιλέα, από κάποιον συμβεβηκός, οπού ηκολούθησε: τούτου χάριν απέστειλεν ο βασιλεύς στρατιώτας με τριακοσίους ελέφαντας. Και την μεν πόλιν της επισκοπής, κατέστρεψε, τους δε πολίτας αυτής, εθανάτωσεν εν μαχαίρα. Τότε ο Άγιος επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα, και ευρήκεν Αμμώνιον τον μαθητήν του Μεγάλου Αντωνίου. Και ποιήσας εκεί χρόνους δύω, εγύρισε πάλιν εις την Περσίαν. Γυρίζωντας δε, επήγεν εις ένα Μοναχόν, όστις εκατοίκει εις ένα σπήλαιον. Βλέπωντας δε, πως εμβήκε μέσα εις το σπήλαιον ένας δράκων, όστις ήτον τριανταδύω πήχεις εις το μάκρος, είπε προς αυτόν. Έφθασεν, ω δράκων, εις εσένα, η οργή του Κυρίου. Και σφραγίσαντος αυτόν του Αγίου με τον τύπον του τιμίου Σταυρού, και εμφυσήσαντος εις αυτόν, ω του θαύματος! ευθύς διερράγη ο δράκων και ενεκρώθη.

Πηγαίνωντας δε ο Άγιος εις την επαρχίαν του, έκτισεν εκεί Εκκλησίαν, εις συγχώρησιν των αμαρτιών του απειθήσαντος λαού του, και με πικρόν θάνατον υπό του βασιλέως θανατωθέντος. Αφ’ ου δε επέρασεν εκεί καιρόν πολύν, επήγεν εις πόλιν καλουμένην Κτησιφώντα. Κατά την οποίαν ευρών Σύνοδον Επισκόπων συνηθροισμένην, εστάθη εις το μέσον αυτής, ελέγχωντας τον Επίσκοπον εκείνον, εναντίον του οποίου η Σύνοδος έγινεν. Ο δε Επίσκοπος εκείνος εξευτέλιζε και επερίπαιζε τον Άγιον, καυχώμενος εις τα προβλήματα και εις την σοφίαν του. Προς τον οποίον απεκρίθη ο Άγιος. Επειδή αδιόρθωτος μένεις, αλαζονευόμενος εναντίον των του Κυρίου μου Αρχιερέων, τους οποίους εσυνάθροισε το Πνεύμα το Άγιον, δια τούτο τώρα έφθασεν η οργή του Θεού εις εσένα. Όστις ιδού οπού σε κατασταίνει ημίξηρον, εις χρόνους πολλούς, ίνα δια μέσου της ασθενείας σου ταύτης, σωφρονισθούν οι λοιποί και διορθωθούν. Και ω του θαύματος! μαζί με τον λόγον του Αγίου, έπεσεν αστραποπελέκυ από τους ουρανούς, και έκαμεν αυτόν ημίξηρον: ήτοι μισοξηραμένον. Και έτζι έμεινε μισοξηραμένος δώδεκα ολοκλήρους χρόνους, και ύστερον ετελεύτησεν.

Αναχωρήσας δε από εκεί ο Άγιος, επήγεν εις άλλην πόλιν, της οποίας ο εξουσιαστής έπασχεν από δεινήν ασθένειαν εις διάστημα χρόνων δύω. Όθεν εκείνος μαθών την παρουσίαν του Αγίου, εμήνυσεν εις αυτόν και τον επαρακάλεσε, να υπάγη να τον επισκεφθή ως ασθενή, και να δώση εις αυτόν την ευχήν του. Επειδή δε ο αποσταλείς άνθρωπος εσπούδαζε τον Άγιον να υπάγη ογλίγωρα, ταύτα προς αυτόν απεκρίθη ο Άγιος. Πήγαινε και ειπέ με μεγάλην φωνήν εις τον ασθενή, οπού σε έστειλε, ταύτα σοι μηνύει ο Επίσκοπος. Εν τω ονόματι Ιησού Χριστού, τον οποίον κηρύττω εγώ ο ευτελής και ανάξιος, απόρριψον από λόγου σου κάθε ασθένειαν, οπού σε ενοχλεί. Και περιζώσας την μέσην σου, ελθέ με τα ίδιά σου ποδάρια περιπατών, δια να σε ιδώ. Ο δε απεσταλμένος γυρίζωντας, ευθύς οπού είπε ταύτα τα λόγια, ω του θαύματος! ανέλαβεν ο άρχων, και τόσον εδυναμώθη, ώστε οπού, δεν έμεινε πλέον εις αυτόν κανένα λείψανον και σημείον ασθενείας. Όθεν εσηκώθη και επήγε προς τον Άγιον, περιπατών με τα ίδιά του ποδάρια. Ρίψας λοιπόν τον εαυτόν του εις τα τίμια ίχνη του Αγίου, και πιάσας τους πόδας του με τα δύω του χέρια, κατεφίλει τούτους, κυλιόμενος επί του εδάφους. Και τον Θεόν ευχαρίστει και εδόξαζε, τον ούτως αυτόν δοξάσαντα. Τούτο το παράδοξον θαύμα του Αγίου πολλούς απίστους ετράβιξεν εις την του Χριστού πίστιν.

Εκεί ευρισκόμενος ο Άγιος, εδίωξε πολλούς δαίμονας από τους πάσχοντας. Και μίαν γυναίκα κλινήρη ούσαν και παράλυτον χρόνους εννέα πιάσας από την χείρα, εσήκωσεν υγιή. Και ένα άνθρωπον, αδίκως κατά άλλου φερόμενον και την αδικίαν βεβαιόνοντα καταφρονητικώς με όρκον, τούτον, λέγω, επειδή εκαταφρόνει και δεν ήκουε τους λόγους του Αγίου, τον έκαμε δια προσευχής του να λάβη εις όλον το σώμα του την λέπραν του Γιεζή, εις διόρθωσιν και άλλων πολλών. Ώστε εκ τούτου όχι ολίγον πλήθος της πόλεως εκείνης επρόστρεξεν εις τον Άγιον, και εζήτησε να δεχθή την πίστιν των Χριστιανών. Και άλλα δε πολλά θαύματα εις διαφόρους τόπους εποίησεν ούτος ο Άγιος. Τούτων δε των θαυμάτων την φήμην ακούσας ο άρχων Βασιλίσκος, έστειλε και έφερε τον Άγιον. Και παραστήσας αυτόν και τους δύω του μαθητάς έμπροσθέν του, επειδή είδε την εις Χριστόν πίστιν αυτών ειλικρινή και ασάλευτον, πολλάς βασάνους και τιμωρίας έδειξεν εις αυτούς ο απάνθρωπος. Έπειτα ανάψας από τον θυμόν, ετράβιξε το σπαθί ο ίδιος και εκτύπησεν εις το στήθος τον Άγιον. Ομοίως και ο αδελφός του βασιλέως συμφωνώντας με τον αδελφόν του, εκτύπησε και εκείνος εις την καρδίαν του Αγίου (7). Ο δε του Κυρίου Επίσκοπος και αθλητής, ζωντανός ακόμη ώντας, είπε προς αυτούς. Επειδή εσείς εσυμφωνήσατε και οι δύω να θανατώσετε εμένα, οπού είμαι αναίτιος: δια τούτο αύριον εις την ιδίαν ταύτην ώραν, θέλει χυθή και των δύω το αίμα σας από τα ίδια χέρια σας: ήτοι θέλετε φονευθήτε ένας από τον άλλον και η μήτηρ σας θέλει γένη άτεκνος. Και ταύτα ειπών, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Τους δε δύω μαθητάς του Αγίου ανεβάσας ο δυσσεβής Βασιλίσκος επάνω εις δύω βουνά, εκεί τους έχωσε με τας πέτρας.

Κατά την ερχομένην ημέραν λοιπόν, ευγήκεν ο ασεβής Βασιλίσκος μαζί με τον αδελφόν του δια να κυνηγήσουν, χωρίς να ψηφίσουν ολότελα την πρόρρησιν του Αγίου. Ενόμισαν γαρ αυτήν ωσάν μίαν φλυαρίαν. Ευρόντες δε ένα ελάφι και καταφθάσαντες αυτό και οι δύω αδελφοί μόνοι, εστάθησαν αντικρύ ο ένας αδελφός από το ένα μέρος του ελαφίου, και ο άλλος από το άλλο. Και εκτύπησαν και οι δύω τας λόγχας δια να θανατώσουν το ελάφι. Αι δε λόγχαι φερόμεναι με ορμήν, εμπήχθησαν μέσα εις τας καρδίας των δύω. Η μία, εις την καρδίαν του ενός, και η άλλη, εις την καρδίαν του άλλου. Και έτζι βιαίως απορρίψαντες τας ψυχάς των, εθανατώθησαν και οι δύω. Τα δε λείψανα του Αγίου Μίλου και των μαθητών του ενταφιάσθησαν από τους Χριστιανούς. Επειδή και αυτοί ζώσι παντοτινά, και πρεσβεύουσι δια λόγου μας προς τον Κύριον.

(6) Εν άλλοις δε γράφεται ούτος, Μίλης, εν δε τω Παραδείσω των Πατέρων γράφεται Μιλίσιος, ως ρηθήσεται.

(7) Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον τούτο ευρίσκεται και εις τον χειρόγραφον Παράδεισον των Πατέρων με κάποιαν όμως παραλλαγήν. Εκεί γαρ γράφεται Μιλίσιος ο Άγιος ούτος, όστις εκατοίκει με δύω μαθητάς του εις τα όρια της Περσίδος. Μίαν φοράν δε ευγήκαν εις το κυνήγιον οι δύω υιοί του βασιλέως. Όθεν έστησαν δίκτυα και σχοινία μακράν έως τεσσαράκοντα μίλια. Ίνα ο,τι ζώον πιασθή εις αυτά κτυπήσωσιν αυτό και θανατώσωσι με κοντάρια. Ευρέθη δε ο γέρων ούτος Μίλος με τους δύω μαθητάς του μέσα εις τα δίκτυα. Βλέποντες δε αυτόν οι υιοί του βασιλέως γεμάτον από τρίχας και άγριον, εξεπλάγησαν και είπον αυτώ. Ειπέ εις ημάς, άνθρωπος είσαι, ή πνεύμα; Απεκρίθη δε αυτοίς ο Όσιος. Άνθρωπος είμαι αμαρτωλός, και ευγήκα εις την έρημον δια να κλαύσω τας αμαρτίας μου. Και προσκυνώ Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού του ζώντος. Οι δε υιοί του βασιλέως είπον αυτώ. Άλλος θεός δεν είναι έξω από τον ήλιον και την φωτίαν, δια τούτο ελθέ και θυσίασον εις αυτά. Ο Όσιος απεκρίθη. Εσείς πλανάσθε, διατί αυτά είναι κτίσματα και όχι Θεός. Δια τούτο σας παρακαλώ να γυρίσετε και να προσκυνήσετε τον αληθινόν Θεόν, οπού έκτισε ταύτα πάντα. Εκείνοι δε είπον. Τον κατακριθέντα και σταυρωθέντα λέγεις Θεόν αληθινόν; Ο Όσιος είπε. Και τον σταυρώσαντα την εδικήν μου αμαρτίαν, και θανατώσαντα τον θάνατον, αυτόν λέγω Θεόν αληθινόν. Οι δε υιοί του βασιλέως πολλά βασανίσαντες αυτόν και τους δύω μαθητάς του, ηνάγκαζαν αυτούς να θυσιάσουν. Και τους μεν δύω μαθητάς του πολλά βασανίσαντες, εθανάτωσαν, τον δε γέροντα εις πολλάς ημέρας βασανίσαντες, τελευταίον έστησαν αυτόν εις το μέσον. Και ρίψαντες σαΐτας ο ένας, από το έμπροσθεν μέρος, και ο άλλος, από το όπισθεν, τον εθανάτωσαν. Τότε λοιπόν είπεν εις αυτούς εν ω καιρώ εσαϊτεύετο, την ανωτέρω πρόρρησιν του θανάτου των.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Καλλιώπιος ξίφει τελειούται.

Ξίφει τράχηλον Καλλιώπιε κλίνας,
Κάλλος θεωρείς ακλινώς Θεού Λόγου.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Νίρος ξίφει τελειούται.

Υπήρξεν ημίν η κεφαλή σου Νίρε,
Θεία κεφαλή Μάρτυρος δια ξίφους.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Ωρίων, ζων εμβληθείς τη γη, τελειούται.

Καν ζων εβλήθη Μάρτυς εις γην Ωρίων
Υπέρ τον Ωρίωνα λάμπει του πόλου.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιοι πέντε Απόστολοι εκ των ΕβδομήκονταΤῷ αὐτῷ μηνὶ Ι΄, μνήμη τῶν Ἁγίων πέντε Ἀποστόλων ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα, Ὀλυμπᾶ, Ῥοδίωνος, Ἐράστου, Σωσιπάτρου καὶ Κουάρτου.

Εἰς τὸν Ὀλυμπᾶν.

Λάμψας Ὀλυμπᾶς ἡλίου λαμπροῦ δίκην,
Ὄλυμπον (ἤτοι τὸν οὐρανόν) οἰκεῖ σὺν Ἀποστόλοις ἅμα.

Εἰς τὸν Ῥοδίωνα.

Ῥόδον νοητὸν ὢν σαφῶς ὁ Ῥοδίων,
Ξίφει τρυγηθείς, πάλιν ἀνθεῖ ἐν πόλῳ.

Εἰς τὸν Ἔραστον.

Ἐρῶν Ἔραστος μανικῶς τοῦ Κυρίου,
Σύνεστιν αὐτῷ καὶ χαρὰν χαίρει ξένην.

Εἰς τὸν Σωσίπατρον.

Ὁ Σωσίπατρος πατρικὴν δείξας σχέσιν,
Πολλοὺς προσῆξε τῷ Θεῷ σεσωσμένους.

Εἰς τὸν Κούαρτον.

Ἄρτον Θεοῦ τὸν ζῶντα Κούαρτος θύων,
Καὶ τὴν ψυχὴν ἔθυσε λοιπὸν τῷ Λόγῳ.

Εἰς τοὺς πέντε ὁμοῦ.

Πεντάδα μυστῶν τοῦ Λόγου ὑμνῶ λόγοις,
Λόγῳ βροτοὺς λύσαντας ἐξ ἀλογίας.

Πεντὰς ἀποστολέων δεκάτῃ βίον ἐξεπέρησεν.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι εἶναι ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα, καὶ ὁ μὲν Ἅγιος Ὀλυμπᾶς, περὶ τοῦ ὁποίου γράφει ὁ Παῦλος ἐν τῇ πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῇ «Ἀσπάσασθε Ὀλυμπᾶν» (Ῥωμ. ις΄ 15), καὶ ὁ Ῥοδίων (1), αὐτοὶ λέγω ἀκολουθοῦντες εἰς τὸν Ἀπόστολον Πέτρον, καὶ οἱ δύω ἀπεκεφαλίσθησαν ἐν τῇ Ῥώμῃ ἀπὸ τὸν Νέρωνα τὸν βασιλεύσαντα ἐν ἔτει νδ΄ [54]. Ὁ δὲ Σωσίπατρος, περὶ τοῦ ὁποίου γράφει ὁ Παῦλος ἐν τῇ πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῇ «Ἀσπάζονται ὑμᾶς Ἰάσων καὶ Σωσίπατρος οἱ συγγενεῖς μου» (Ῥωμ. ις΄, 21), αὐτός, λέγω, γενόμενος Ἐπίσκοπος Ἰκονίου, ἐν εἰρήνῃ ἐτελειώθη. Ὁ δὲ Ἔραστος, περὶ τοῦ ὁποίου γράφει ὁ αὐτὸς Παῦλος ἐν τῇ αὐτῇ ἐπιστολῇ «Ἀσπάζεται ὑμᾶς Ἔραστος ὁ οἰκονόμος τῆς πόλεως» (Ῥωμ. ις΄, 21) (2), αὐτὸς λέγω, γενόμενος οἰκονόμος τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις Ἐκκλησίας, καὶ μετὰ ταῦτα χρηματίσας Ἐπίσκοπος Νεάδος (ἢ Πανεάδος) ἐν εἰρήνῃ ἐτελειώθη. Ὁ δὲ Κούαρτος, περὶ τοῦ ὁποίου γράφει ὁ αὐτὸς Παῦλος «Ἀσπάζεται ὑμᾶς Κούαρτος ὁ ἀδελφός» (αὐτόθι), αὐτός φημι ἔγινεν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βηρυτοῦ, ἤτοι τοῦ νῦν καλουμένου Βερουτίου, καὶ πολλοὺς πειρασμοὺς διὰ τὴν εὐσέβειαν ὑπομείνας, καὶ πολλοὺς Ἕλληνας ἐπιστρέψας πρὸς Κύριον, ἐν εἰρήνῃ ἐτελειώθη.

(1) Τοῦτον ἡ τοῦ Παύλου πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴ Ῥωδίονα, ἢ Ἡρωδίωνα γράφει, καὶ οὐχὶ Ῥοδίωνα. Οὕτω γὰρ λέγει· «Ἀσπάσασθε Ἡρωδίωνα τὸν συγγενῆ μου» (Ῥωμ. ις΄ 11). Οὗτος ὁ Ἡρωδίων ἑορτάζεται καὶ χωριστὰ κατὰ τὴν εἰκοστὴν ὀγδόην Μαρτίου, ὅπου καὶ τὸ Συναξάριόν του γράφεται ἰδιαιτέρως.

(2) Ὁ δὲ Θεοφύλακτος, οἰκονόμον τῆς πόλεως ἐξήγησε τὸν Ἔραστον, οὐχὶ τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τῆς Κορίνθου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐστάλη εἰς Ῥώμην ἡ πρὸς Ῥωμαίους τοῦ Παύλου ἐπιστολὴ καὶ ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀσπάζεται τοὺς ἐν Ῥώμῃ ὁ Ἔραστος.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ὀρέστου.

Ἀθλητικῶν Ὀρέστα σῶν ἱππασμάτων,
Νικητικὰ βραβεῖα πολλὰ προσδέχου.

Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σπθ΄ [289], καταγόμενος ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν ἐν Καππαδοκίᾳ Τυάνων. Ἐπειδὴ δὲ ὡμολόγει τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, διὰ τοῦτο ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Μάξιμον. Καὶ μὴ πεισθεὶς νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, δέρνεται μὲ ῥαβδία τόσον δυνατά, ὥστε ὁποῦ ἐκόπησαν τὰ σπλάγχνα του καὶ ἐφαίνοντο ἀπὸ ἔξω. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐδάρθη, ἐφέρθη εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων. Φυσήσας δὲ ὁ Μάρτυς τὰ εἴδωλα, εὐθὺς ἔπεσον καὶ ἔγιναν ὡσὰν κονιορτός. Ἔπειτα ἐπαραδόθη εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ μετὰ ἑπτὰ ἡμέρας παρεστάθη εἰς τὸ κριτήριον τοῦ ἀνωτέρω ἡγεμόνος. Καὶ ἐπειδὴ πάλιν ἀναγκάσθη νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα καὶ δὲν ἐπείσθη, διὰ τοῦτο ἐτρυπήθη ἀπὸ τοὺς ἀστραγάλους μὲ καρφία μακρά. Καὶ ἐδέθη μὲ ἁλυσίδας ἀπὸ ἕνα ἄγριον ἄλογον. Τὸ δὲ ἄλογον διωκόμενον καὶ τρέχον μὲ βίαν πολλὴν ἕως εἴκοσι μιλίων διάστημα, ἔκαμε τὸν τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴν νὰ παραδώσῃ τὸ πνεῦμά του εἰς χεῖρας Θεοῦ.

*

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Θεοστήρικτος ὁ ἐν Συμβόλοις ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Θεοστήρικτος τὸν Θεὸν στήσας βάσιν,
Ὄντως θεοστήρικτος ἔργοις ὡράθη (3).

(3) Ὁ Θεοστήρικτος οὗτος, ὅσον ἀπὸ τὸ δίστιχον, φαίνεται νὰ ᾖναι ὁ ἴδιος ὁποῦ ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην ἑβδόμην τοῦ Φευρουαρίου. Τὸ αὐτὸ γὰρ δίστιχον ἔχει καὶ ἐκεῖνος.

*

Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νόννου, τοῦ κατηχήσαντος τὴν Ἁγίαν Πελαγίαν (4).

Ὅλος γέμων ἦν γνώσεως Θεοῦ Νόννος,
Εἰς καλὸν εἰδὼς καὶ τὰ χείρονα τρέπειν.

(4) Ταύτης ἡ μνήμη ἑορτάζεται κατὰ τὴν η΄ τοῦ Ὀκτωβρίου.

*

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Μαρτῖνος ὁ Ἐπίσκοπος (5) ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Βίου διαστάς, οὗ βραχύς τις ὁ δρόμος,
Τὸν πρὸς πόλον Μαρτῖνος ἔδραμε δρόμον.

(5) Σημείωσαι, ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ τῆς τοῦ Διονυσίου, ὁ Μαρτῖνος οὗτος γράφεται «Ἐπίσκοπος Ταρακίνης». Καὶ εἰ οὕτως ἔχει, περιττῶς γράφεται ἡ μνήμη τούτου ἐδῶ, καθότι αὐτὸς ἑορτάζεται κατὰ τὴν δωδεκάτην τοῦ παρόντος, καὶ τὸ Συναξάριον αὐτοῦ ἐκεῖ γράφεται. Τὸ δίστιχον ὅμως τούτου, εἶναι διάφορον ἀπὸ τὸ ἐκείνου.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μίλου Ἐπισκόπου τοῦ Θαυματουργοῦ, καὶ τῶν δύω μαθητῶν αὐτοῦ.

Ἔκτειναν ἐχθροὶ σὺν δυσὶ μύσταις Μίλον (6),
Σφαγῇ μὲν αὐτόν, τοὺς δὲ μύστας, τοῖς λίθοις.

Οὗτος ὁ Ἅγιος Πατὴρ ἡμῶν Μίλος, ἐγεννήθη εἰς ἕνα χωρίον τῶν Περσῶν, καὶ ἀφ’ οὗ ἐβαπτίσθη, ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἔμελλε νὰ γένῃ στρατιώτης τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν, ὅταν ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν, ἐμπόδισεν αὐτὸν ἀπὸ τὸ τοιοῦτον ἐπιχείρημα μία φοβερὰ καὶ νυκτερινὴ ὀπτασία ὁποῦ εἶδεν. Ὅθεν ἀπὸ τότε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἐπολιτεύετο μὲ παρθενίαν καὶ ἄσκησιν, παρακαλῶν τὸν Θεὸν καὶ διὰ λόγου του καὶ διὰ ὅλον τὸ γένος του. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν μερικοὶ χρόνοι, ἀφήσας τὴν πατρίδα του, ἔγινε Μοναχός. Καὶ κατοικήσας εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Προφήτης Δανιὴλ εἶδε τὰς ὀπτασίας, ὅταν ἦτον εἰς Βαβυλῶνα, ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον Γέδιον, τὸν ὁμολογητὴν καὶ μάρτυρα γενόμενον. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἐκοπίασεν ὁ ἀοίδιμος, ἐλέγχων τοὺς ἐκεῖ Χριστιανούς, διατὶ ἐπαρανόμουν μὲ ἔργα καὶ μὲ λόγια, ἐδάρθη καὶ ἐδιώχθη ἀπὸ αὐτούς. Ὅθεν γνωρίζωντας, πῶς ἔμενον ἀδιόρθωτοι, ἐπροκήρυξε τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ ἔμελλε νὰ ἔλθῃ ἐναντίον τους καὶ ἔτζι ἀνεχώρησε. Μετὰ δὲ παρέλευσιν τριῶν μηνῶν, ἦλθεν εἰς ἔργον ἡ πρόρρησίς του. Ἐπειδὴ γὰρ οἱ ἄρχοντες τῆς ἐπισκοπῆς του, ἔκαμαν ἕνα μεγάλον σφάλμα εἰς τὸν βασιλέα, ἀπὸ κᾄποιον συμβεβηκός, ὁποῦ ἠκολούθησε: τούτου χάριν ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς στρατιώτας μὲ τριακοσίους ἐλέφαντας. Καὶ τὴν μὲν πόλιν τῆς ἐπισκοπῆς, κατέστρεψε, τοὺς δὲ πολίτας αὐτῆς, ἐθανάτωσεν ἐν μαχαίρᾳ. Τότε ὁ Ἅγιος ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ εὑρῆκεν Ἀμμώνιον τὸν μαθητὴν τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Καὶ ποιήσας ἐκεῖ χρόνους δύω, ἐγύρισε πάλιν εἰς τὴν Περσίαν. Γυρίζωντας δέ, ἐπῆγεν εἰς ἕνα Μοναχόν, ὅστις ἐκατοίκει εἰς ἕνα σπήλαιον. Βλέπωντας δέ, πῶς ἐμβῆκε μέσα εἰς τὸ σπήλαιον ἕνας δράκων, ὅστις ἦτον τριανταδύω πήχεις εἰς τὸ μάκρος, εἶπε πρὸς αὐτόν. Ἔφθασεν, ὦ δράκων, εἰς ἐσένα, ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου. Καὶ σφραγίσαντος αὐτὸν τοῦ Ἁγίου μὲ τὸν τύπον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ ἐμφυσήσαντος εἰς αὐτόν, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς διερράγη ὁ δράκων καὶ ἐνεκρώθη.

Πηγαίνωντας δὲ ὁ Ἅγιος εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, ἔκτισεν ἐκεῖ Ἐκκλησίαν, εἰς συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀπειθήσαντος λαοῦ του, καὶ μὲ πικρὸν θάνατον ὑπὸ τοῦ βασιλέως θανατωθέντος. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασεν ἐκεῖ καιρὸν πολύν, ἐπῆγεν εἰς πόλιν καλουμένην Κτησιφῶντα. Κατὰ τὴν ὁποίαν εὑρὼν Σύνοδον Ἐπισκόπων συνηθροισμένην, ἐστάθη εἰς τὸ μέσον αὐτῆς, ἐλέγχωντας τὸν Ἐπίσκοπον ἐκεῖνον, ἐναντίον τοῦ ὁποίου ἡ Σύνοδος ἔγινεν. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος ἐκεῖνος ἐξευτέλιζε καὶ ἐπερίπαιζε τὸν Ἅγιον, καυχώμενος εἰς τὰ προβλήματα καὶ εἰς τὴν σοφίαν του. Πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος. Ἐπειδὴ ἀδιόρθωτος μένεις, ἀλαζονευόμενος ἐναντίον τῶν τοῦ Κυρίου μου Ἀρχιερέων, τοὺς ὁποίους ἐσυνάθροισε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὰ τοῦτο τώρα ἔφθασεν ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ εἰς ἐσένα. Ὅστις ἰδοὺ ὁποῦ σὲ κατασταίνει ἡμίξηρον, εἰς χρόνους πολλούς, ἵνα διὰ μέσου τῆς ἀσθενείας σου ταύτης, σωφρονισθοῦν οἱ λοιποὶ καὶ διορθωθοῦν. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! μαζὶ μὲ τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου, ἔπεσεν ἀστραποπελέκυ ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, καὶ ἔκαμεν αὐτὸν ἡμίξηρον: ἤτοι μισοξηραμένον. Καὶ ἔτζι ἔμεινε μισοξηραμένος δώδεκα ὁλοκλήρους χρόνους, καὶ ὕστερον ἐτελεύτησεν.

Ἀναχωρήσας δὲ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἅγιος, ἐπῆγεν εἰς ἄλλην πόλιν, τῆς ὁποίας ὁ ἐξουσιαστὴς ἔπασχεν ἀπὸ δεινὴν ἀσθένειαν εἰς διάστημα χρόνων δύω. Ὅθεν ἐκεῖνος μαθὼν τὴν παρουσίαν τοῦ Ἁγίου, ἐμήνυσεν εἰς αὐτὸν καὶ τὸν ἐπαρακάλεσε, νὰ ὑπάγῃ νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ ὡς ἀσθενῆ, καὶ νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν τὴν εὐχήν του. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἀποσταλεὶς ἄνθρωπος ἐσπούδαζε τὸν Ἅγιον νὰ ὑπάγῃ ὀγλίγωρα, ταῦτα πρὸς αὐτὸν ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος. Πήγαινε καὶ εἰπὲ μὲ μεγάλην φωνὴν εἰς τὸν ἀσθενῆ, ὁποῦ σὲ ἔστειλε, ταῦτά σοι μηνύει ὁ Ἐπίσκοπος. Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον κηρύττω ἐγὼ ὁ εὐτελὴς καὶ ἀνάξιος, ἀπόρριψον ἀπὸ λόγου σου κάθε ἀσθένειαν, ὁποῦ σὲ ἐνοχλεῖ. Καὶ περιζώσας τὴν μέσην σου, ἐλθὲ μὲ τὰ ἴδιά σου ποδάρια περιπατῶν, διὰ νὰ σὲ ἰδῶ. Ὁ δὲ ἀπεσταλμένος γυρίζωντας, εὐθὺς ὁποῦ εἶπε ταῦτα τὰ λόγια, ὢ τοῦ θαύματος! ἀνέλαβεν ὁ ἄρχων, καὶ τόσον ἐδυναμώθη, ὥστε ὁποῦ, δὲν ἔμεινε πλέον εἰς αὐτὸν κᾀνένα λείψανον καὶ σημεῖον ἀσθενείας. Ὅθεν ἐσηκώθη καὶ ἐπῆγε πρὸς τὸν Ἅγιον, περιπατῶν μὲ τὰ ἴδιά του ποδάρια. Ῥίψας λοιπὸν τὸν ἑαυτόν του εἰς τὰ τίμια ἴχνη τοῦ Ἁγίου, καὶ πιάσας τοὺς πόδας του μὲ τὰ δύω του χέρια, κατεφίλει τούτους, κυλιόμενος ἐπὶ τοῦ ἐδάφους. Καὶ τὸν Θεὸν εὐχαρίστει καὶ ἐδόξαζε, τὸν οὕτως αὐτὸν δοξάσαντα. Τοῦτο τὸ παράδοξον θαῦμα τοῦ Ἁγίου πολλοὺς ἀπίστους ἐτράβιξεν εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν.

Ἐκεῖ εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος, ἐδίωξε πολλοὺς δαίμονας ἀπὸ τοὺς πάσχοντας. Καὶ μίαν γυναῖκα κλινήρη οὖσαν καὶ παράλυτον χρόνους ἐννέα πιάσας ἀπὸ τὴν χεῖρα, ἐσήκωσεν ὑγιῆ. Καὶ ἕνα ἄνθρωπον, ἀδίκως κατὰ ἄλλου φερόμενον καὶ τὴν ἀδικίαν βεβαιόνοντα καταφρονητικῶς μὲ ὅρκον, τοῦτον, λέγω, ἐπειδὴ ἐκαταφρόνει καὶ δὲν ἤκουε τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου, τὸν ἔκαμε διὰ προσευχῆς του νὰ λάβῃ εἰς ὅλον τὸ σῶμά του τὴν λέπραν τοῦ Γιεζῆ, εἰς διόρθωσιν καὶ ἄλλων πολλῶν. Ὥστε ἐκ τούτου ὄχι ὀλίγον πλῆθος τῆς πόλεως ἐκείνης ἐπρόστρεξεν εἰς τὸν Ἅγιον, καὶ ἐζήτησε νὰ δεχθῇ τὴν πίστιν τῶν Χριστιανῶν. Καὶ ἄλλα δὲ πολλὰ θαύματα εἰς διαφόρους τόπους ἐποίησεν οὗτος ὁ Ἅγιος. Τούτων δὲ τῶν θαυμάτων τὴν φήμην ἀκούσας ὁ ἄρχων Βασιλίσκος, ἔστειλε καὶ ἔφερε τὸν Ἅγιον. Καὶ παραστήσας αὐτὸν καὶ τοὺς δύω του μαθητὰς ἔμπροσθέν του, ἐπειδὴ εἶδε τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν αὐτῶν εἰλικρινῆ καὶ ἀσάλευτον, πολλὰς βασάνους καὶ τιμωρίας ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς ὁ ἀπάνθρωπος. Ἔπειτα ἀνάψας ἀπὸ τὸν θυμόν, ἐτράβιξε τὸ σπαθὶ ὁ ἴδιος καὶ ἐκτύπησεν εἰς τὸ στῆθος τὸν Ἅγιον. Ὁμοίως καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως συμφωνῶντας μὲ τὸν ἀδελφόν του, ἐκτύπησε καὶ ἐκεῖνος εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Ἁγίου (7). Ὁ δὲ τοῦ Κυρίου Ἐπίσκοπος καὶ ἀθλητής, ζωντανὸς ἀκόμη ὤντας, εἶπε πρὸς αὐτούς. Ἐπειδὴ ἐσεῖς ἐσυμφωνήσατε καὶ οἱ δύω νὰ θανατώσετε ἐμένα, ὁποῦ εἶμαι ἀναίτιος: διὰ τοῦτο αὔριον εἰς τὴν ἰδίαν ταύτην ὥραν, θέλει χυθῇ καὶ τῶν δύω τὸ αἷμά σας ἀπὸ τὰ ἴδια χέριά σας: ἤτοι θέλετε φονευθῆτε ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ ἡ μήτηρ σας θέλει γένῃ ἄτεκνος. Καὶ ταῦτα εἰπών, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τοὺς δὲ δύω μαθητὰς τοῦ Ἁγίου ἀνεβάσας ὁ δυσσεβὴς Βασιλίσκος ἐπάνω εἰς δύω βουνά, ἐκεῖ τοὺς ἔχωσε μὲ τὰς πέτρας.

Κατὰ τὴν ἐρχομένην ἡμέραν λοιπόν, εὐγῆκεν ὁ ἀσεβὴς Βασιλίσκος μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφόν του διὰ νὰ κυνηγήσουν, χωρὶς νὰ ψηφίσουν ὁλότελα τὴν πρόρρησιν τοῦ Ἁγίου. Ἐνόμισαν γὰρ αὐτὴν ὡσὰν μίαν φλυαρίαν. Εὑρόντες δὲ ἕνα ἐλάφι καὶ καταφθάσαντες αὐτὸ καὶ οἱ δύω ἀδελφοὶ μόνοι, ἐστάθησαν ἀντικρὺ ὁ ἕνας ἀδελφὸς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ ἐλαφίου, καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ ἐκτύπησαν καὶ οἱ δύω τὰς λόγχας διὰ νὰ θανατώσουν τὸ ἐλάφι. Αἱ δὲ λόγχαι φερόμεναι μὲ ὁρμήν, ἐμπήχθησαν μέσα εἰς τὰς καρδίας τῶν δύω. Ἡ μία, εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἑνός, καὶ ἡ ἄλλη, εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἄλλου. Καὶ ἔτζι βιαίως ἀπορρίψαντες τὰς ψυχάς των, ἐθανατώθησαν καὶ οἱ δύω. Τὰ δὲ λείψανα τοῦ Ἁγίου Μίλου καὶ τῶν μαθητῶν του ἐνταφιάσθησαν ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ ζῶσι παντοτινά, καὶ πρεσβεύουσι διὰ λόγου μας πρὸς τὸν Κύριον.

(6) Ἐν ἄλλοις δὲ γράφεται οὗτος, Μίλης, ἐν δὲ τῷ Παραδείσῳ τῶν Πατέρων γράφεται Μιλίσιος, ὡς ῥηθήσεται.

(7) Σημείωσαι, ὅτι τὸ Συναξάριον τοῦτο εὑρίσκεται καὶ εἰς τὸν χειρόγραφον Παράδεισον τῶν Πατέρων μὲ κᾄποιαν ὅμως παραλλαγήν. Ἐκεῖ γὰρ γράφεται Μιλίσιος ὁ Ἅγιος οὗτος, ὅστις ἐκατοίκει μὲ δύω μαθητάς του εἰς τὰ ὅρια τῆς Περσίδος. Μίαν φορὰν δὲ εὐγῆκαν εἰς τὸ κυνήγιον οἱ δύω υἱοὶ τοῦ βασιλέως. Ὅθεν ἔστησαν δίκτυα καὶ σχοινία μακρὰν ἕως τεσσαράκοντα μίλια. Ἵνα ὅ,τι ζῶον πιασθῇ εἰς αὐτὰ κτυπήσωσιν αὐτὸ καὶ θανατώσωσι μὲ κοντάρια. Εὑρέθη δὲ ὁ γέρων οὗτος Μίλος μὲ τοὺς δύω μαθητάς του μέσα εἰς τὰ δίκτυα. Βλέποντες δὲ αὐτὸν οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως γεμάτον ἀπὸ τρίχας καὶ ἄγριον, ἐξεπλάγησαν καὶ εἶπον αὐτῷ. Εἰπὲ εἰς ἡμᾶς, ἄνθρωπος εἶσαι, ἢ πνεῦμα; Ἀπεκρίθη δὲ αὐτοῖς ὁ Ὅσιος. Ἄνθρωπος εἶμαι ἁμαρτωλός, καὶ εὐγῆκα εἰς τὴν ἔρημον διὰ νὰ κλαύσω τὰς ἁμαρτίας μου. Καὶ προσκυνῶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Οἱ δὲ υἱοὶ τοῦ βασιλέως εἶπον αὐτῷ. Ἄλλος θεὸς δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἥλιον καὶ τὴν φωτίαν, διὰ τοῦτο ἐλθὲ καὶ θυσίασον εἰς αὐτά. Ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη. Ἐσεῖς πλανᾶσθε, διατὶ αὐτὰ εἶναι κτίσματα καὶ ὄχι Θεός. Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ νὰ γυρίσετε καὶ νὰ προσκυνήσετε τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ὁποῦ ἔκτισε ταῦτα πᾶντα. Ἐκεῖνοι δὲ εἶπον. Τὸν κατακριθέντα καὶ σταυρωθέντα λέγεις Θεὸν ἀληθινόν; Ὁ Ὅσιος εἶπε. Καὶ τὸν σταυρώσαντα τὴν ἐδικήν μου ἁμαρτίαν, καὶ θανατώσαντα τὸν θάνατον, αὐτὸν λέγω Θεὸν ἀληθινόν. Οἱ δὲ υἱοὶ τοῦ βασιλέως πολλὰ βασανίσαντες αὐτὸν καὶ τοὺς δύω μαθητάς του, ἠνάγκαζαν αὐτοὺς νὰ θυσιάσουν. Καὶ τοὺς μὲν δύω μαθητάς του πολλὰ βασανίσαντες, ἐθανάτωσαν, τὸν δὲ γέροντα εἰς πολλὰς ἡμέρας βασανίσαντες, τελευταῖον ἔστησαν αὐτὸν εἰς τὸ μέσον. Καὶ ῥίψαντες σαΐτας ὁ ἕνας, ἀπὸ τὸ ἔμπροσθεν μέρος, καὶ ὁ ἄλλος, ἀπὸ τὸ ὄπισθεν, τὸν ἐθανάτωσαν. Τότε λοιπὸν εἶπεν εἰς αὐτοὺς ἐν ᾧ καιρῷ ἐσαϊτεύετο, τὴν ἀνωτέρω πρόρρησιν τοῦ θανάτου των.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Καλλιώπιος ξίφει τελειοῦται.

Ξίφει τράχηλον Καλλιώπιε κλίνας,
Κάλλος θεωρεῖς ἀκλινῶς Θεοῦ Λόγου.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νίρος ξίφει τελειοῦται.

Ὑπῆρξεν ἡμῖν ἡ κεφαλή σου Νίρε,
Θεία κεφαλὴ Μάρτυρος διὰ ξίφους.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ὠρίων, ζῶν ἐμβληθεὶς τῇ γῇ, τελειοῦται.

Κᾂν ζῶν ἐβλήθη Μάρτυς εἰς γῆν Ὠρίων
Ὑπὲρ τὸν Ὠρίωνα λάμπει τοῦ πόλου.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων πέντε Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα, Ολυμπά, Ροδίωνος, Εράστου, Σωσιπάτρου και Κουάρτου κ.α.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.